Black Country Communion

Afterglow

Mascot (2012)
Από τον Χρυσόστομο Μπάρμπα, 14/11/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Τα supergroup είναι μυστήριο πράμα. Είναι ικανά, άμα πετύχει η συνταγή, να ξετινάξουν τις εκτιμήσεις στον αέρα, αλλά, σε περίπτωση που πρόκειται για απλή συλλογή ενσήμων, το αποτέλεσμα που θα παρουσιάσουν μπορεί να είναι -στην καλύτερη- αδιάφορο και να μην ανταποκρίνεται στο συλλογικό βάρος των ονομάτων που το υπογράφουν.

Οι Black Country Communion τώρα, έκαναν την εμφάνισή τους το 2010, έχοντας να αντιμετωπίσουν τόσο τις εύλογα υψηλές προσδοκίες του κοινού, όσο και την επίσης εύλογη (αν αναλογιστούμε άλλες περιπτώσεις παρόμοιων σχημάτων) δυσπιστία των επίδοξων επικριτών τους. Το "Black Country" ήρθε όμως να διαλύσει τις όποιες θεωρίες περί αρπαχτής, συστήνοντας μας τέσσερις σημαντικούς, έμπειρους και ικανότατους μουσικούς, με ειλικρινή όρεξη να δημιουργήσουν και να παίξουν μουσική. Έτσι, η καθολικά θετική αποδοχή του άλμπουμ και κατ' επέκταση της συγκεκριμένης συνεργασίας ήταν φυσικό επόμενο. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετή απόδειξη πως είχαμε να κάνουμε με ένα supergroup που σέβεται τον εαυτό του, συνέθεσαν, ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν τη δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά σε χρόνο ντε-τε και μάλιστα, δίχως να υπάρξει πτώση στην ποιότητα του υλικού.

Τα πάντα έμοιαζαν ιδιαιτέρως ρόδινα στο «στρατόπεδο» των Black Country Communion. Αλλά ο σοφός λαός έχει μιλήσει για τους κόκορες και για το τι συμβαίνει όταν μαζεύονται πολλοί απ' αυτούς. Δυστυχώς το εν λόγω σχήμα δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς, όπως έγινε γνωστό, η σχέση των Glenn Hughes και Joe Bonamassa υπέστη πλήγμα κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του τρίτου δίσκου του. Όλα αυτά βέβαια, θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλές (κουτσομπολίστικες) λεπτομέρειες χωρίς ουσία, μιας και αυτό που έχει σημασία στο τέλος είναι ένα και μόνο πράγμα: η μουσική. Τι συμβαίνει όμως όταν καταστάσεις σαν κι αυτή επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα;

Το συγκρότημα μπορεί, λοιπόν, να είχε ιδιαίτερα ευνοϊκές προϋποθέσεις τις δύο προηγούμενες φορές, αλλά τώρα τα πράγματα δείχνουν κάπως ασταθή για το παρόν και το μέλλον. Έτσι, η συγκυρία κατά την οποία έρχεται το "Afterglow" είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Εξαρχής, η «μυρωδιά» του διαφορετικού κάνει την εμφάνισή της. Ο Kevin Shirley μπορεί να είναι και πάλι ο ιθύνον νους  στην παραγωγή, αλλά αυτή τη φορά οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικό studio. Μικροπράγματα, ναι, αλλά τελικά παίζουν το ρόλο τους. Πιο σημαντικά, το "Big Train", που ανοίγει το άλμπουμ, διαφοροποιείτε αρκετά από το εκρηκτικό έναυσμα του "Black Country", όντας εγγυτέρα στο "The Outsider", αλλά και πάλι δείχνει να του λείπει ο παλμός και των δυο. Αυτό διορθώνεται στην συνέχεια, καθώς τα «οικεία» "Confessor" και "Crawl", το Who-ίζον "Midnight Sun", το «βαρύ» "The Circle" και το εξαιρετικό "Afterglow" αρπάζουν την προσοχή και αναδεικνύουν επιτυχώς τα ταλέντα των συντελεστών τους. Το κομβικό σημείο του δίσκου όμως, είναι όταν φτάνει η σειρά του "Cry Freedom". Ο Bonamassa κάνει για πρώτη και μοναδική φορά την εμφάνισή του στο μικρόφωνο και οι πόντοι που προσδίδει στο συγκεκριμένο τραγούδι κάνουν την τραγουδιστική και συνθετική του απουσία ιδιαίτερα αισθητή στο υπόλοιπο του άλμπουμ.

Τα κομμάτια που παρουσιάζονται εδώ, πατάνε και πάλι γερά στο κλασικό rock, με έντονες hard και blues πινελιές, ενώ τα σόλο του Bonamassa κάνουν τη δουλειά τους, ο Sherinian συνεχίζει να είναι πιο εμφανής απ' ότι στο ντεμπούτο, ο Bonham σταθερός όπως πάντα και το λαρύγγι του Hughes παραμένει σε τόσο άψογη κατάσταση, που σε κάνει να πιστεύεις σε ιστορίες σαν αυτή του Robert Johnson, χωρίς δεύτερη σκέψη. Έτσι, αν και τα πάντα είναι αρκετά ενδιαφέροντα για να «κρατήσουν» οποιονδήποτε ακροατή, «κάτι» μοιάζει να λείπει σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές. Αυτό το «κάτι» δεν είναι άλλο, από τη συνεισφορά του Joe Bonamassa, η συνεργασία του οποίου με τον Hughes ήταν, όπως είχε δηλώσει ο δεύτερος, ιδιαιτέρως σημαντική. Είναι επόμενο λοιπόν, η απώλεια του ενός από τους δύο κύριους πυλώνες του σχήματος, να έχει ως αποτέλεσμα οι συνθέσεις να μοιάζουν κάπως αποξενωμένες με το υλικό των δύο προηγούμενων χρόνων και τελικά με τους ίδιους τους Black Country Communion.

Έτσι, η ρήξη που υπέστη το συνθετικό δίδυμο που αποτελούσε τον πυρήνα της μπάντας, έπαιξε, όπως αποδεικνύεται, αποφασιστικό ρόλο στις διαδικασίες που οδήγησαν στην τελική μορφή του "Afterglow". Συμπερασματικά, το υλικό που απαρτίζει τον συγκεκριμένο δίσκο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση κακό, αλλά ο τίτλος Black Country Communion μάλλον το αδικεί. Η αλήθεια είναι, πως εάν μιλούσαμε για μια προσωπική κυκλοφορία του Glenn Hughes, τότε η ετυμηγορία θα ήταν διαφορετική και η τελική γεύση σίγουρα πιο γλυκιά.
  • SHARE
  • TWEET