Animals As Leaders

The Madness Of Many

Sumerian (2016)
Από τον Νίκο Καταπίδη, 06/12/2016
Δύσκολο άκουσμα που δεν επιβραβεύει την επιμονή σου
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Tελικά ο Misha Mansoor των Periphery μάλλον έχει το μαγικό χέρι. Δεν είναι τυχαίο πως οι δυο καλύτεροι δίσκοι των Animals As Leaders (το ντεμπούτο τους και το "The Joy Of Motion") τον είχαν ως παραγωγό. Στο φετινό "The Madness Of Many", η απουσία του είναι σίγουρα αισθητή. Γιατί όμως;

Ας ξεκινήσουμε με τα δεδομένα. Γι' ακόμη μια φορά, οι Animals As Leaders δείχνουν ότι είναι μια «άρρωστη» τεχνικά μπάντα, πέρα από κάθε σύγκριση, και πέρα από κάθε φαντασία. Πραγματικά σε τεχνικό επίπεδο είναι ασύλληπτο το τι συμβαίνει σε κάθε κομμάτι, με ρυθμούς, riff, τύμπανα σε μια διεστραμμένη έκσταση, που απαιτεί μεγάλη προσήλωση και εξοικείωση ώστε να μπορέσεις να καταλάβεις τι γίνεται και να συνδέσεις τα κομμάτια αυτού του δαιδαλώδους παζλ. Βέβαια, για όποιον έχει ασχοληθεί στο παρελθόν με την μπάντα αυτό δεν είναι κάτι που προκαλεί εντύπωση.

Στο προ διετίας "The Joy Of Motion", αυτό που με είχε κάνει να το εκθειάσω ήταν αυτό το περίτεχνο ταίριασμα της τεχνικής πολυπλοκότητας με ένα πιο προσβάσιμο προσωπείο, με πιασάρικες μελωδίες και "hooks" που σε έκαναν να προσανατολίζεσαι σε αυτόν τον μουσικό λαβύρινθο. Εκεί είναι, λοιπόν, που γίνεται και αισθητή η απουσία του Misha στην παραγωγή, καθώς φαίνεται πως το "The Madness Of Many" πάσχει σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες ασθένειες με το "Weightless".

Αυτό που επίσης είναι εμφανές, είναι πως η μπάντα σταδιακά απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα πλαίσια του Djent, με όλο και λιγότερες metal ηχητικές επιρροές, φλερτάροντας ταυτόχρονα με τον jazz-fusion ήχο, χωρίς βέβαια να χάνει τον πολυρυθμικό της χαρακτήρα. Καλοδεχούμενος ο πειραματισμός και η προοδευτικότητα, ωστόσο χρειάζεται κανείς να έχει κάποια σημεία αναφοράς ώστε να μπορεί να θυμάται αλλά και να ξεχωρίζει τα κομμάτια. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει συχνά, με πολλές συνθέσεις να είναι δύστροπες και χωρίς κάποια ξεχωριστή μελωδία, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των κομματιών να κυλά χωρίς να προκαλεί εντύπωση, παρά το εντυπωσιακό τεχνικό υπόβαθρο που τα διακρίνει.

Εκεί που μπορούμε να διακρίνουμε τόσο πειραματικό όσο και μουσικό ενδιαφέρον είναι σε κομμάτια όπως το "Ectogenesis" με την ηλεκτρονική εισαγωγή και το χαρακτηριστικό riff, όσο και τα δυο κομμάτια που κλείνουν τον δίσκο, "The Brain Dance" και "Aepirophobia" τα οποία κατα διαβολική σύμπτωση βασίζονται στις custom οκτάχορδες κλασσικές κιθάρες και βγάζουν έναν περίεργο αλλά ταυτόχρονα γλυκό ήχο. Τα δυο αυτά κομμάτια δείχνουν μια νέα πλευρά σε μια μπάντα που εως τώρα χαρακτηριζόταν για την έντασή της και αποτελούν όντως νεοτερισμό για τα δεδομένα του ήχου.

Ένας τρομερά τεχνικός δίσκος, λοιπόν, ο οποίος αποτελεί δύσκολο άκουσμα ακόμη και για τους μυημένους του χώρου. Δυστυχώς δύσκολα θα κερδίσει επανειλημμένες ακροάσεις, αφού η δυστροπία του δεν είναι από αυτές που σε επιβραβεύουν για την επιμονή σου ως ακροατή, και η έλλειψη "hooks" δυσκολεύει ακόμη περισσότερο το εγχείρημα για τους θαρραλέους.

  • SHARE
  • TWEET