ProgSession #46: Freddy Lindquist

Η solo κυκλοφορία του Νορβηγού Jimi Hendrix έφερε πιο κοντά τον Clapton με τους Taste, τους Los Bravos με τους Nice και το κιθαριστικό proto-prog στη Σκανδιναβία

Από τον Σπύρο Κούκα, 14/02/2018 @ 11:00

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στη μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 46:

Freddy Lindquist - Menu
(Flower, 1970)

Freddy Lindquist - Menu

Το «μονοπώλιο» των βρετανικών συγκροτημάτων στις αρχές των '70s, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη διάδοση και τη δημοφιλία τους και στον υπόλοιπο κόσμο, ίσως δημιουργεί μια ψευδαίσθηση σχετικά με τη δραστηριότητα που επιδείκνυαν οι σκηνές σε άλλες χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επ’ αυτού αποτελεί η γερμανική σκηνή της εποχής, το επονομαζόμενο (αρκετά γενικευτικά είναι η αλήθεια) krautrock ρεύμα, οι μπάντες του οποίου δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από αρκετές πιο δημοφιλείς βρετανικές αντίστοιχες τους, με το φαινόμενο προφανώς να επεκτείνεται και σε (μεμονωμένες ή εκτενέστερες) περιπτώσεις είτε εντός είτε ακόμη κι εκτός των ορίων της Ευρώπης.

Σε ό,τι έχει να κάνει, δε, με τη σκανδιναβική δραστηριότητα εκείνης της περιόδου, οι καλλιτεχνικές ζυμώσεις που επιτελούνταν δεν στερούνταν ποιοτικό πλούτο και βαρυσήμαντη παρουσία από τις αμιγώς βρετανικές δουλειές, παρά μόνο υπολείπονταν σε διάδοση πέραν των στενών συνόρων της περιοχής τους. Οι σχετικές περιπτώσεις, πολλές, επιλέγοντας αυτήν τη φορά να αναφερθούμε εκτενώς σε εκείνη που έφερνε πιο κοντά τον Clapton με τους Taste, τον Jimi Hendrix με τους Nice και αποτέλεσε την πρώτη - και μοναδική - solo προσπάθεια ενός από τους αρτιότερους Νορβηγούς κιθαρίστες της εποχής.

Πίσω στη δεκαετία του '60, ο Freddy Lindquist θεωρούταν - εξίσου με τον τεράστιο Terje Rypdal - ως ο κορυφαίος κιθαρίστας της Νορβηγίας, όντας το νορβηγικό αντίστοιχο του Jimi Hendrix. Έχοντας ξεκινήσει την μουσική του πορεία από τις αρχές της δεκαετίας και τους σχετικά άσημους Gibbons, ο Lindquist μεταπήδησε στους κατά πολύ δημοφιλέστερους The Beatniks, κυκλοφορώντας μαζί τους δύο singles προτού τους αφήσει για τους ακόμη πιο γνωστούς The Vanguards. Ούτε εκεί, όμως, έμεινε για πάνω από μερικά singles, επιστρέφοντας στους αμέσως προηγούμενους συνοδοιπόρους του - προτού τους εγκαταλείψει για δεύτερη φορά.

Με τα μουσικά ήθη κι έθιμα να εξελίσσονται και να σκληραίνουν, ο Νορβηγός κιθαρίστας θα δημιουργήσει τους Jumbo, ακολουθώντας πια ένα ύφος πολύ κοντινό στους Deep Purple και Led Zeppelin, κυκλοφορώντας μαζί τους δύο singles και αποχωρώντας στη μέση των ηχογραφήσεων του ντεμπούτου τους άλμπουμ, το οποίο έμελλε να κυκλοφορήσει υπό τον τίτλο  Finjarn/Jensen (κοινώς, τα ονόματα των συνεργατών του Lindquist στους Jumbo και δίχως τον αρχικό hard rock προσανατολισμό τους παρόντα). Ο ίδιος, όμως, την ίδια χρονιά, θα δημιουργήσει και κυκλοφορήσει την πρώτη προσωπική του δισκογραφική δουλειά, όπου και θα συνεργαζόταν (ξανά) με τον drummer Leif Jensen των Jumbo, τον Freddy Dahl στα φωνητικά, αλλά και τους Geir Wentzel και Kalle Neuman σε πλήκτρα και σαξόφωνο, αντίστοιχα.

Σε αυτήν, ο Lindquist θα αναλάμβανε εκείνος το μεγαλύτερο εκτελεστικό μέρος του, παίζοντας, εκτός από κιθάρα, και τα περισσότερα μέρη του μπάσου, ορισμένα κρουστά αλλά και φλάουτο και άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα prog/psych διαμαντάκι, με hard rock ψυχή και blues υπόβαθρο. Ουσιαστικά, ο δίσκος επισφραγίζει τη στροφή του Νορβηγού κιθαρίστα προς το heavy/prog rock της εποχής, συνθέτοντας και παίζοντας πια πολύ πιο κοντά στους Cream και τους Taste, παρά στο πρότερο, British beat ύφος που δραστηριοποιούταν.

Η κιθαριστική δουλειά, ήδη από το εναρκτήριο "Sundae Sellers" είναι υψηλού επιπέδου και φέρνει στο νου την τεχνοτροπία των Clapton και Hendrix, ενώ το early prog "The Green And Pink Little Man" μπορεί και συνδυάζει ιδανικά το hard rock με τη jazz. Τα δύο instrumental που ακολουθούν, ενισχύουν την καλλιτεχνική φύση του υλικού, με το "Sharako" να αποτελεί μια, καθοδηγούμενη από τους ήχους του φλάουτου, new age σύνθεση, και το διασκευασμένο "For Example" (ως "How Nice") έναν εξαίσιο φόρο τιμής στους The Nice του Keith Emerson, με υποδειγματική lead κιθάρα. Η - επίσης - διασκευή στο "Black Is Black" των Los Bravos, πέραν της σαφώς σκληρότερης φύσης της από την αυθεντική εκτέλεση, ανακαλεί το "In The Hall Of The Mountain King" του Edvard Grieg στην αρχή του, ενώ οι δύο καταληκτικές συνθέσεις του άλμπουμ άνετα θα μπορούσαν να βρίσκονται σε κάποιο άλμπουμ των Taste ή στον πρώτο προσωπικό δίσκο του Rory Gallagher, είτε λόγω υφολογικής ομοιότητας είτε ακόμη και ποιοτικά.

Παράλληλα, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στο εξώφυλλο του δίσκου, όπου αποτελεί καλλιτεχνική δουλειά του Rune Venjar και απεικονίζει μια - τουλάχιστον - τολμηρή για την εποχή φωτογραφία της συζύγου (και μούσας) του. Κατά βάση, η ιδέα πίσω από το εξώφυλλο ήταν πρωτοποριακή, καθώς ο σκοπός του δημιουργού του ήταν να προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού, προσελκύοντας το βλέμμα του ακόμη κι αν δεν του ήταν γνωστός ο καλλιτέχνης του δίσκου. Άλλωστε, με το hippie κίνημα να μην είναι κάτι το μακρινό τότε, υπήρχε το πάτημα για μια τόσο απελευθερωμένη εικαστική δημιουργία, αν κι, εκ του αποτελέσματος (και τις αρκετά χαμηλές πωλήσεις του άλμπουμ), φάνηκε να έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο.

Πάντως, παρά την εμπορική αποτυχία του, σταδιακά το άλμπουμ απέκτησε ένα σημαντικό cult status, γεγονός που ενισχύθηκε από τις κατά καιρούς επανεκδόσεις του, λαμβάνοντας, έστω κι ετεροχρονισμένα, ένα μέρος της φήμης που αναλογούσε στο υλικό του. Μάλιστα, ο Lindquist, συνέχισε και στα επόμενα χρόνια την δημιουργική του πορεία, όντας μέλος και συνθέτης σε διάφορα μουσικά σχήματα (με πιο πρόσφατο τους Lucifer Was) κι έχοντας συμμετοχές σε κάποιες κινηματογραφικές παραγωγές μέσα στα '70s και '80s, δίχως όμως να μπορέσει ποτέ να αποκτήσει μεγάλη αναγνωρισιμότητα εκτός Σκανδιναβίας.

  • SHARE
  • TWEET