ProgSession #44: Blackwater Park

Ανάμεσα στις πιο προσβάσιμες προτάσεις του ευρύτερου krautrock ρεύματος, οι Blackwater Park ξεχωρίζουν σαν η πιο δημοφιλής για τον λάθος λόγο

Από τον Σπύρο Κούκα, 17/01/2018 @ 11:13

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 44:

Blackwater Park - Dirt Box
(BASF, 1972)

Blackwater Park - Dirt Box

Αποτελεί σχεδόν αξίωμα πως στην τέχνη δεν υπάρχει η έννοια της παρθενογένεσης. Είτε λίγο, είτε πολύ περισσότερο, τα ερεθίσματα που δέχεται ο εκάστοτε δημιουργός δρουν διαδραστικά στην καλλιτεχνική διαδικασία, ειδικά μάλιστα όταν αναφερόμαστε σε παρόμοιου είδους έργα. Άλλωστε, όπως γράφει και ο Κωστής Παλαμάς στον πρόλογο του "Δωδεκάλογου Του Γύφτου", το «δάνεισμα» αποτελεί ένα από τα όργανα πρωτοτυπίας του όποιου «τεχνίτη», φράση που ο γράφων, πέραν της οικουμενικής ισχύος της, θεωρεί πως περιγράφει πληρέστατα και την πορεία και εξέλιξη της σκληρής μουσικής από την απαρχή της ύπαρξης της.

Σε αυτό το πλαίσιο, καλλιτέχνες όπως ο Mikael Akerfeldt, οι οποίοι δεν διστάζουν να παραδεχτούν, άμεσα ή έμμεσα, τις μουσικές τους επιρροές, αλλά, τουναντίον, τις εμφανίζουν σε πρώτο πλάνο μέσα στα (μουσικά) τους πονήματα, φαντάζουν ως η επιτομή του ειλικρινούς και συνειδητοποιημένου δημιουργού, μακριά από ανούσιους δηθενισμούς που αφορούν το μέρος της δημιουργικής διαδικασίας.

Προφανώς, η αναφορά στον Akerfeldt και τις δημιουργίες που μας έχει προσφέρει με όχημα τους Opeth δεν είναι διόλου τυχαία, καθώς ο Σουηδός, εκτός από ένας άκρατα παραγωγικός και πολυτάλαντος καλλιτέχνης, ανέκαθεν υπήρξε κι ένας ρέκτης της προοδευτικής (και όχι μόνο) μουσικής. Ανακαλύπτοντας, συλλέγοντας κυκλοφορίες κι, εν τέλει, αντλώντας έμπνευση από διαφόρων ειδών και προελεύσεων μουσικές και σχήματα, κατάφερε να αναγεννήσει (στον βαθμό που του αναλογεί) το ενδιαφέρον του ευρέος κοινού για τον προοδευτικό ήχο, αποδίδοντας ταυτόχρονα τον δικό του φόρο τιμής στα ακούσματα που τον έκαναν αυτό που είναι.

Πιο τρανό παράδειγμα επ’ αυτού από το επιβλητικό "Blackwater Park" των Opeth δεν υπάρχει, δίνοντας μας το πάτημα να αναφερθούμε σε ένα σχεδόν λησμονημένο κουαρτέτο από τη Γερμανία, το οποίο και, άθελα του, τιτλοδότησε έναν από τους κορυφαίους δίσκους στον metal χώρο μέσα στον 21ο αιώνα. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο Βερολίνο των αρχών της δεκαετίας του '70, εκεί που οι ντόπιοι Michael Fechner, Andreas Scholz και Norbert Kagelmann αποφασίζουν να ενώσουν τα μουσικά τους ταλέντα, εντασσόμενοι στην ολοένα και πιο δραστήρια underground γερμανική σκηνή της εποχής.

Ανέλπιστα σχεδόν, το γερμανικό τρίο καταλήγει να συνεργαστεί με τον Richard Routledge, βρίσκοντας στο πρόσωπο του Βρετανού μουσικού την φωνή εκείνη που θα τους βοηθούσε να αναδείξουν τη μουσική τους ευκολότερα, δίχως το πρόβλημα της εξωτικής προφοράς του αγγλικού στίχου να τους απασχολεί. Μάλιστα, ο Routledge, με πρότερη εμπειρία ως ημιεπαγγελματίας μουσικός στη Βρετανία (περνώντας για ένα φεγγάρι και από το pop/beat σχήμα των The Cryin’ Shames), αλλά και με επαφές με τους Beatles και τον (εκλιπόντα το '67) μάνατζερ τους, Brian Epstein (έχοντας δουλέψει και στο περιοδικό "Music Echo" ως reporter) φάνταζε ως ιδανική περίπτωση, ενώ φημολογείται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην ονομασία της νέας του μπάντας, η οποία αντλήθηκε από τη νουβέλα του Wilkie Collins, "The Woman In White".

Έτσι, και με την τετράδα πια να μην χάνει καιρό, συνθέτοντας σε μόλις μερικές μέρες έξι δικά της κομμάτια και συμπληρώνοντας τα με μια διασκευή στο "For No One" των Σκαθαριών, εγένετο το μοναδικό της άλμπουμ μέχρι σήμερα, με την ονομασία "Dirt Box". Ηχογραφημένο μέσα σε ένα τετραήμερο του Δεκέμβρη του '71, αλλά βρίσκοντας ευρύτερη διανομή την επόμενη χρονιά, το ντεμπούτο των Blackwater Park, με βάση τα σημερινά δεδομένα και την αντίληψη που έχει διαμορφωθεί για τον progressive rock ήχο, δεν ηχεί προοδευτικό με τη στενή έννοια του όρου, αλλά περισσότερο κατατάσσεται εκεί λόγω της αυτοσχεδιαστικής φύσης των fuzzy συνθέσεων του.

Έχοντας περισσότερα κοινά με τον σκληρό heavy rock ήχο στον οποίο επιδίδονταν μπάντες σαν τους Deep Purple, τους Trapeze, τους Edgar Broughton Band αλλά και τους Black Sabbath μεταξύ άλλων, το "Dirt Box" έμοιαζε τελικά σαν ένα τζαμάρισμα των Sir Lord Baltimore με κάποιους λιγότερο φαντεζί Lucifer's Friend, έχοντας αρκετά άξια λόγου σημεία ανάμεσα στις γοητευτικές ατέλειες του. Άλλωστε, αυτός ο συνδυασμός ανάμεσα σε εκρηκτικές στιγμές και άγουρες εξάρσεις αδρεναλίνης είναι που τελικά προσδίδει μιαν ακαταμάχητη μαγεία στο αποτέλεσμα, ακόμη κι αν η ίδια η μπάντα πιθανότατα ποτέ δεν συνειδητοποίησε τις πραγματικές δυνατότητες που κατείχε.

Πάντως, ακόμη και με έντονες τις αντιθέσεις στο ύφος και τις προοπτικές καθεμιάς από τις συνθέσεις της, η μπάντα σίγουρα άξιζε μιας καλύτερης τύχης από αυτήν που της επεφύλαξε η μοίρα, έστω κι αν οι επιλογές της δεν την ευνόησαν. Σχετικά με το τελευταίο, και μιλώντας εκ του ασφαλούς γνωρίζοντας την κατάληξη της πορείας της, είναι γεγονός πως οι δεσμοί που προσπάθησε να αναπτύξει με τους Beatles και το προσκείμενο σε αυτούς κοινό (λόγω και των προαναφερθέντων διασυνδέσεων που είχε αναπτύξει παλαιότερα ο  Routledge) δεν της «βγήκε», παρά την αξία της και πραγματικά καλή διασκευή στο "For No One" των τελευταίων. Μάλιστα, εκείνη, βρισκόμενη στο τέλος της δεύτερης πλευράς του βινυλίου, ακολουθώντας το πιθανότατα πιο συναρπαστικό κομμάτι που συνέθεσε ποτέ το σχήμα (το σχεδόν εννιάλεπτο “Rock Song”) και κλείνοντας το δίσκο, αναπόφευκτα αποτελεί μέτρο σύγκρισης και για το υπόλοιπο υλικό, με όχι πάντα ευεργετικά αποτελέσματα.

Δυστυχώς, το σχήμα διαλύθηκε όσο γρήγορα δημιουργήθηκε, αφήνοντας ως παρακαταθήκη ένα μικρό μεν, αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα των δυνατοτήτων του, κατατασσόμενο ακόμη και σήμερα ως μια από τις πιο προσβάσιμες προτάσεις του ευρύτερου krautrock κινήματος.  Και μπορεί κανείς από τους μουσικούς που συμμετείχαν σε εκείνο να μην έκανε κάποια αξιόλογη περαιτέρω καριέρα στο χώρο (με μονάχα τον Richard Routledge να συνεχίζει να έχει μια σχετική παρουσία στα μουσικά δρώμενα, με τους pop rockers Grimm και με τους The Scaffold, μπάντα του αδερφού του Paul McCartney, να ξεχωρίζουν αυτής), αλλά αυτό περισσότερο βοήθησε το "Dirt Box" να βρει φανατικούς υποστηρικτές και τους Blackwater Park να περάσουν, με μια μικρή βοήθεια ενός επιφανούς ακροατή τους, για πάντα στην αθανασία.

  • SHARE
  • TWEET