Ρυτίδες εκ γενετής

O Νίκος Παπαδογιάννης επιστρέφει στα θρανία μαζί με «τη μεγαλύτερη καραόκε μπάντα του πλανήτη»

Από τον Νίκο Παπαδογιάννη, 08/12/2016 @ 10:53

Οταν πρωτόπαιξαν οι Rolling Stones στην Ελλάδα, στην ιστορική συναυλία της 17ης Απριλίου 1967, ήμουν βρέφος έξι μηνών και ετοιμαζόμουν ανυποψίαστος για τη βάφτισή μου, η οποία πραγματοποιήθηκε με σάουντρακ πατριδοκάπηλα εμβατήρια. Η χούντα ήλθε, απήλθε και πέντε δεκαετίες αργότερα απέκτησε νοσταλγούς. Οι γιεγιέδες της εποχής έγιναν παππούδες και γιαγιάδες, όσοι δεν αποδήμησαν από ετούτο τον μάταιο κόσμο.

Οι Stones, όμως, ζουν και βασιλεύουν και τον κόσμο κυριεύουν. Σύμφωνοι, δεν πρόκειται πια να αποκτήσουν νέους οπαδούς ούτε να μειώσουν τον μέσο όρο ηλικίας στις συναυλίες τους. Ωστόσο, μολονότι εβδομηντάρηδες, επέστρεψαν στα θρανία και ανέβασαν στο παλκοσένικο της μουσικής που υπήρξε για τους ίδιους πηγή έμπνευσης και ελιξήριο νεότητας.

Στο κορμί της μεγαλύτερου rock 'n' roll συγκροτήματος του σύμπαντος, πάλλεται εξ απαλών ονύχων μία μπλουζ καρδιά. Οι Rolling Stones του 2016 αποφάσισαν να ηχογραφήσουν μία σειρά από blues classics, για να θυμίσουν σε όλους, από πού απέκτησαν τις ρυτίδες τους. Γεμάτοι ζωντάνια και παλμό, είναι πια η μεγαλύτερη καραόκε μπάντα του πλανήτη.

Το ολοκαίνουργιο "Blue And Lonesome" βρίσκει τους Stones αγκαλιασμένους με τον Memphis Slim, τον Willie Dixon, τον Howling Wolf, τον Buddy Johnson και άλλους τιτάνες των blues. Αποτελείται εξ ολοκλήρου από διασκευές, μολονότι oι Stones μπορούν να γράψουν μπλουζ στον ύπνο τους.

Έχει τις ρίζες του μισό αιώνα πίσω, αν όχι περισσότερο, αλλά δεν είναι ένας παλαιομοδίτικος δίσκος. Θυμίζει περισσότερο Black Keys και White Stripes, παρά '50s και '60s. Η κιθάρα του φιλοξενούμενου Eric Clapton, προφανώς ευπρόσδεκτη, είναι ο μοναδικός πραγματικός αναχρονισμός. Μάλλον τον Jack White περιμένεις να δεις να ξεπροβάλλει απρόσκλητος από κάποια ηλεκτρισμένη γωνιά, παρά το φάντασμα τού (θυμηθείτε το "Love In Vain") Robert Johnson.

Ο δίσκος γράφτηκε μέσα σε τρεις μέρες και θα μπορούσε να ηχογραφηθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της καριέρας των Stones. Δεν θα είχε, όμως, αυτόν τον κρυστάλλινο ήχο ούτε το μεστό παίξιμο της μπάντας που συνεννοείται με τηλεπάθεια.

Για τον Keith Richards, βέβαια, το "Βlue And Lonesome" δεν αποτελεί είδηση. Ο άνθρωπος-φαρμακείο που ενσαρκώνει όλα όσα ένας rock μουσικός ονειρεύεται αλλά αποκλείεται να αποκτήσει, έχει εικόνισμα τον Chuck Berry και ήρωες όλους τους μπλουζίστες του Σικάγο και του Μισισιπή. Στην προηγούμενη ζωή του ο "Κeef" ήταν μαύρος, περπατούσε με τον σκύλο του δίπλα στις γραμμές του τρένου και πούλησε την ψυχή του στον διάβολο.

Η πραγματική αποκάλυψη του άλμπουμ είναι ο Mick Jagger. Αν δίνει εδώ και χρόνια την εντύπωση ότι είναι ένας ντιλετάντης δανδής που ανυπομονεί να επιστρέψει στο σαλόνι, εδώ κλείνει στόματα. Η φωνή του μοιάζει σαν να περίμενε δεκαετίες αυτήν την πάσα, ενώ η φυσαρμόνικά του ξυπνάει τους δαίμονες του βάλτου και στήνει χορό μαζί τους.

Ο Jagger δεν βαριέται πια. Κλειδώνει τα μεταξωτά πουκάμισα στο χρονοντούλαπο και επιστρέφει αγκαζέ με τον παλιό του φίλο σε εκείνη την πρώτη τους συνάντηση, όπου οι δυό τους έπιασαν κουβέντα για τους δίσκους blues που μόλις είχαν αγοράσει.

Το πρώτο άλμπουμ των Stones μετά από έντεκα χρόνια δεν περιέχει πρωτότυπες συνθέσεις, αλλά χτυπάει μια φλέβα που όλοι κρύβουμε στον οργανισμό μας και εκτοξεύεται απευθείας στο νούμερο 1 της Βρετανίας. Δεν είναι φυσικά ο καλύτερος δίσκος της χρονιάς, αλλά με κάποιον τρόπο είναι ο δίσκος της χρονιάς.

  • SHARE
  • TWEET