Αϋπνίες στο αεροπλάνο

Ο Νίκος Παπαδογιάννης πιστεύει ότι το Release Festival ήταν φέτος το εκλεκτικό φεστιβάλ της Αθήνας. Και εύχεται μακροημέρευση

Από τον Νίκο Παπαδογιάννη, 15/06/2016 @ 10:39

To παρθενικό Release Festival ξεκίνησε με τους χλιαρούς αλλά γοητευτικούς έθνικ ήχους των Beirut, συνεχίστηκε με ανελέητο χοροπηδητό στον Parov Stelar, κλιμακώθηκε με την ισοπεδωτική παρουσία της PJ Harvey και κορυφώθηκε με το... ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο (ή μάλλον μπάσκετ, για να μη ξεχνιόμαστε) των Sigur Ros.

Οι Ισλανδοί θα μας είχαν πάρει τα κεφάλια, αν τα είχε αφήσει στη θέση τους η θεσπέσια Polly Jean. Φρόντισαν, πάντως, να διαψεύσουν την κακεντρεχή θεωρία ότι είναι ιδανικό υπνωτικό για όσους δυσκολεύονται να κοιμηθούν στο αεροπλάνο. Εγώ τους χρησιμοποιώ αντί για προβατάκια και εκείνοι μου χαρίζουν σπάνιες στιγμές ξεκούραστου ύπνου.

Ε, λοιπόν, δεν θα το ξανακάνω. Στο εξής θα βάζω Coldplay ή κλασική μουσική. Η βροχερά φαντασμαγορική εμφάνιση των Sigur Ros τους στο φινάλε του Release αποστόμωσε εμάς τα κυνικά γουρούνια (που θα’λεγε κι ένας φίλος...) και απέδειξε ότι πίσω από το παγερό περιτύλιγμα κρύβεται μία ψυχή καυτή σαν ισλανδικό ηφαίστειο.

Εάν κλείσουμε τα μάτια (και τη μύτη) στις ανεξήγητα κλειδωμένες τουαλέτες την ώρα της μαζικής εξόδου μετά τους Sigur Ros, όλα κύλησαν ομαλά στο νεοσύστατο φεστιβάλ. Ο ήχος ήταν γενικά καλός -με σκόρπιες εξαιρέσεις που ενίοτε οφείλονταν στο θαλασσινό αεράκι- και το πρόγραμμα τηρήθηκε με ακρίβεια.

Ο χώρος ήταν ικανοποιητικά οργανωμένος, τα ποτά και τα (ελάχιστα) φαγητά φτηνά, οι ουρές είδος εν ανεπαρκεία, το πάρκινγκ μία υποφερτή περιπέτεια. Ο άστατος καιρός δεν δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα, εκτός πια αν ήταν δική του ευθύνη το κλειδαμπάρωμα των WC.

Η έκδοση αναμνηστικών εισιτηρίων -με κόστος που απορροφήθηκε από τους διοργανωτές- ήταν μία ευπρόσδεκτη πρωτοβουλία που εκτιμήθηκε από τους ουκ ολίγους συλλέκτες.

Υπήρχε, συνολικά, η αίσθηση ότι το Release στήθηκε από ανθρώπους που ξέρουν τη μουσική και νοιάζονται για την πελατεία τους. Το πρόγραμμα δεν ήταν ιδιαίτερα συνεκτικό, ούτε, όμως, τοποθετήθηκαν τουρλού τουρλού συγκροτήματα ανόμοια ή ασύμβατα μεταξύ τους.

Ο κοινός παρονομαστής ήταν η υψηλή ποιότητα των συγκροτημάτων που έπαιξαν στο δεύτερο και στο τρίτο "slot" κάθε βραδιάς: Slowdive, Cass McCombs, Black Angels, Brian Jonestown Massacre, Daughter, DIIV, Chinese Man, Scott Bradlee’s Postmodern Jukebox.

Το Release μπορούσε να καταφύγει σε εύκολες λύσεις με εγγυημένη δημοφιλία στο ελληνικό κοινό, αλλά απέφυγε τις τετριμμένες λύσεις τύπου James και Subways ή τις άγονες μεταλλικές βραδιές βέβαιης εμπορικής απήχησης. Εάν εξαιρεθούν οι κράχτες PJ Harvey και Parov Stelar, κράχτες παγκόσμιας κλάσης στην περίπτωση της πρώτης, σχεδόν όλα τα ονόματα του Release έπαιξαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ή, τέλος πάντων, μας επισκέπτονται σπάνια.

Το Rockwave έκλεψε πόντους με την πληθωρική βραδιά των Last Shadow Puppets και το Ejekt τρύπησε τα κοντέρ με τους Muse, αλλά το νεότευκτο Release ήταν φέτος το εστέτ φεστιβάλ της πόλης. Μία γιορτή για τους αυστηρώς εκλεκτικούς. Οι Έλληνες καλλιτέχνες που υποστήριξαν τις δύσκολες απογευματινές ώρες προσέθεσαν το δικό τους χρήσιμο λιθαράκι.

Με πρόχειρους υπολογισμούς, θα πρέπει να μάζεψε περίπου 20.000 κόσμο τις τέσσερις βραδιές του στην άβολη Πλατεία Νερού. Αυτό, βεβαίως, δεν ισοδυναμεί με 20.000 εισιτήρια, αφού μοιράστηκαν πολυάριθμες προσκλήσεις, ενώ υπήρξαν και προσφορές της τελευταίας στιγμής («δύο στην τιμή του ενός» κ.ο.κ.). Ούτε, όμως, είναι αμελητέο νούμερο για τα δεδομένα των ημερών. Μετρήστε τις μπύρες που καταναλώθηκαν και θα συμφωνήσετε.

Ελπίζω να έβγαλε κέρδος το φεστιβάλ ή τουλάχιστον να απέφυγε τη χασούρα. Μολονότι υπήρξαν ανησυχητικά σημάδια στον κατάλογο των χορηγιών, όπως η απουσία της κινητής τηλεφωνίας, τα πρώτα βήματα του Release ήταν στέρεα και ενθαρρυντικά. Εύχομαι ολόψυχα μακροημέρευση και ευμάρεια.

Φωτογραφία εξωφύλλου: Ανδρέας Πανόπουλος / whentimefreezes.com

  • SHARE
  • TWEET