Angus, we salute you

Ο Νίκος Παπαδογιάννης δέχεται με ευχαρίστηση τα δώρα που του έφεραν οι άνεμοι, κάπου σ' ένα μπαράκι μιας άλλης Ελλάδας.

Από τον Νίκο Παπαδογιάννη, 13/08/2015 @ 17:42
Τα δώρα έρχονται μερικές φορές από εκεί που δεν τα περιμένεις. Στρίβεις σ' ένα μεσαιωνικό σοκάκι μέσα στην παλιά πόλη, ανάμεσα στις πιτσαρίες και στις τζελατερίες, και ακούς το σόλο του Blackmore από το "Child In Time". Σαν μουσική στα αυτιά σου.

Πριν καλά καλά αποφασίσεις ότι θέλεις να καθίσεις, δέχεσαι επίθεση από τις κιθάρες των Maiden: "Journeyman". Μόνο Maiden ρε! Με την πρώτη μπύρα καταφτάνει το "Ain't It Fun", η κολασμένη διασκευή του τραγουδιού των Dead Boys από τους Guns N' Roses (από το "The Spaghetti Incident?"). Δεν περίμενα ποτέ ότι θα το άκουγα σε μπαρ.

Ιντερλούδιο με κάτι απροσδιόριστο σαν Rammstein a la ιταλικά για να μην ξεχάσεις πού βρίσκεσαι (μόνο που αυτοί έμοιαζαν περισσότερο με Lordi) και, αμέσως μετά, το τσουνάμι των AC/DC: "Whole Lotta Rosie" και, καπάκι, "Touch Too Much", ώστε να ακουστούν και οι δύο εμβληματικοί τραγουδιστές της αυστραλέζικης μπάντας. Και System Of A Down, το "Toxicity", που το είχαν γράψει και στον απέναντι τοίχο, σαν σύνθημα της γειτονιάς.

Προς το τέλος, όταν όλα μπερδεύονταν γλυκά από το πολύ αλκοόλ και από το πολύ metal, ένα τελευταίο απροσδόκητο δωράκι, για τρυφερό ξεπροβόδισμα στους τελευταίους επισκέπτες της βραδιάς: "Diamonds And Rust", η ερωτική εξομολόγηση της Joan Baez προς τον Bob Dylan («...the unwashed phenomenon, the original vagabond»), όχι όμως από την ίδια την Joan, ούτε από τους Judas Priest που έδωσαν στο κομμάτι νέα πνοή και παγκόσμια φήμη, αλλά σε κάποια άλλη εκτέλεση, που δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω.

Ο ιδιοκτήτης του μπαρ ήταν ένας τύπος που μου θύμιζε τον Αγγελάκα, όπως αυτός ήταν πριν από δεκαπέντε χρόνια. Το μαγαζί το έλεγαν «Angus», εξ ου και ο έρωτας για τους AC/DC. Τα υπόλοιπα τα σημείωναν (για να αποφεύγονται παρερμηνείες) στην απόδειξη, ναι, έκοβαν και απόδειξη, για τα ποτά που ήπιαμε, 16 ευρώ για 6 μπύρες: «We Salute You», έγραφε κάτω από το ΑΦΜ.

«Να έρθουμε και αύριο εδώ», είπαμε μεταξύ μας. Έπειτα, θυμηθήκαμε ότι δεν βρισκόμασταν στην Ελλάδα, αλλά σε μια άλλη, παλιά, ξεχασμένη Ελλάδα: στην πόλη Νότο, στον νότο της Σικελίας. Στη σκιά της Αίτνας και στην αγκάλη ενός λαού που μοιάζει με τους Έλληνες όσο κανένας άλλος.
  • SHARE
  • TWEET