Προσκυνώντας τον σκύλο

Η ωραιότερη ιστορία και ένα από τα συγκλονιστικότερα άλμπουμ της χρυσής εποχής του Seattle

Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 09/08/2016 @ 13:40

Υπάρχει μια rock ιστορία που ευτυχώς δεν έμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό. Η μοίρα φρόντισε οι συντελεστές της να γίνουν τόσο σπουδαίοι και επιτυχημένοι καλλιτέχνες, ώστε εκείνη η αυθόρμητη σκέψη του Chris Cornell να τιμήσει την μνήμη του πρώην συγκατοίκου του και επιστήθιου φίλου του Andy Wood με ένα άλμπουμ να λάβει τη θέση στην ιστορία της rock μουσικής που της άξιζε.

Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Μετά από το όχι κι απόλυτα επιτυχημένο εγχείρημα των Green River, οι Stone Gossard (κιθάρα) και Jeff Ament (μπάσο) προχώρησαν με μια νέα μπάντα, τους Mother Love Bone. Για frontman είχαν έναν πιτσιρικά που πίστευε πως ήταν γεννημένος να γίνει rock star, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό. Ο Andy Wood ήταν περιέργως εξωστρεφής τύπος για τα δεδομένα του βροχερού Seattle και θιασώτης του τριπτύχου «sex,drugs and rock and roll». Ήταν παράλληλα πολύ ταλαντούχος, αλλά και εξαιρετικά συμπαθής σε όλους.

Την ίδια στιγμή ο Chris Cornell συγκατοικούσε με τον αδερφό του, κι όταν ο τελευταίος αποφάσισε να μετακομίσει, ο Chris έψαχνε εναγωνίως για συγκάτοικο. Ο πρώτος που προσέγγισε ήταν ο φίλος του Stone Gossard, ο οποίος τον παρέπεμψε στον τότε τραγουδιστή της μπάντας του, τον Andy. Παρόλο που ο Chris κι o Andy δεν γνωρίζονταν, η συγκατοίκηση τους έφερε κοντά, με τον Chris να αποτελεί εν μέρει και τον «μεγάλο αδελφό» του Andy καθώς ήδη είχε ξεκινήσει τα πρώτα βήματα της καθιέρωσης των Soundgarden. Οι δυο τους κόλλησαν και μάλιστα υπήρχε μεταξύ τους μια ευγενή άμιλλα, καθώς και οι δυο δούλευαν τόσο στις φωνητικές όσο και στις συνθετικές τους ικανότητες, ηχογραφώντας demo στα τετρακάναλα που διέθεταν και βάζοντας ο έναν στον άλλο τις ιδέες που είχαν. Λίγο καιρό αργότερα ο Andy θα φύγει για να συγκατοικήσει με την κοπέλα του, αλλά οι βάσεις της φιλίας είχαν μπει γερά.

Δυστυχώς, το φλερτ του Andy με την ηρωίνη δεν του επέτρεψε πολλά πράγματα. Δεν του επέτρεψε να κλείσει τα 25 χρόνια του και δεν του επέτρεψε να γίνει ο rock star που οραματιζόταν. Δεν του επέτρεψε καν να δει την κυκλοφορία του άλμπουμ που πριν λίγους μήνες ηχογράφησε με τους Mother Love Bone. Το εξαιρετικό “Apple” κυκλοφόρησε τελικά τον Ιούλιο του 1990, τέσσερεις περίπου μήνες μετά τον θάνατο του.

Όλοι ήταν συντετριμμένοι, αλλά κάτι έπρεπε να κάνουν για να πάνε μπροστά. Οι Stone και Jeff βρήκαν έναν νέο και ταλαντούχο, τον Mike McCready με τον οποίο έδεσαν κι άρχισαν να δουλεύουν κυρίως πάνω σε ιδέες του πρώτου, ενώ προσπαθούσαν να πείσουν τον πρώτο drummer των Red Hot Chili Peppers να παίξει μαζί τους. Τελικά, αυτός θα κάνει κάτι καλύτερο, αφού θα τους συστήσει έναν τύπο για τραγουδιστή από το San Diego. Έναν κάποιο Eddie… Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Chris Cornell έφυγε για ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Soundgarden και παρόλο που περίμενε ότι η απόσταση από το Seattle θα του έκανε καλό, το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεφύγει από την θλίψη που προκαλούσε η απώλεια του πρώην συγκατοίκου και στενού του φίλου. Οπότε έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα: μετέτρεψε την θλίψη σε τραγούδια. Τα τραγούδια που έγραφε δεν ήταν κοντά στο βαρύ ύφος των Soundgarden κι έτσι του ήρθε η ιδέα να ηχογραφήσει ένα single δυο τραγουδιών προς τιμήν του Andy με τους δυο μουσικούς που ήταν πιο κοντά σε αυτόν, τον Stone και τον Jeff.

Ο Chris έφερε μαζί του τον drummer των Soundgarden, Matt Cameron και οι Stone/Jeff τον McCready, ενώ παρών ήταν κι εκείνος ο πιτσιρικάς ο Eddie,  ο οποίος είχε εντυπωσιάσει με την δουλειά που έκανε πάνω στα demo του Stone και είχε πάει μέχρι το Seattle για να δουλέψουν πάνω στα πρώτα τραγούδια των… Mookie Blaylock (είπαμε άλλη ιστορία αυτή).

Τελικά, το project δούλεψε σαν μπάντα και το σχεδιαζόμενο single των “Say Hello 2 Heaven”/”Reach Down” έγινε σύντομα ολόκληρος δίσκος, με ούτε λίγο ούτε πολύ εννέα τραγούδια. Μόνο που ο Cornell επέμενε ψυχαναγκαστικά να υπάρχουν στρογγυλά δέκα συνθέσεις και για την δέκατη σύνθεση χρειάστηκε η συνεισφορά του νεοφερμένου Eddie. Τελικά, το “Hunger Strike” έμελλε να καθορίσει κι όλη την εμπορική επιτυχία του εγχειρήματος/δίσκου.  

Μέσα από τον στίχο του τραγουδιού των Mother Love Bone, “Man Of Golden Words” το εγχείρημα βαφτίστηκε Temple Of The Dog και αποτελεί – τουλάχιστον κατά την προσωπική μου άποψη – ένα από τα αρτιότερα άλμπουμ της σύγχρονης (κι όχι μόνο) ιστορίας της rock μουσικής. Ποτισμένο με τα δυνατότερα συναισθήματα, καταπιάνεται στιχουργικά με τον θάνατο, την απώλεια, τα ναρκωτικά, την θρησκεία, την απομόνωση, την ερωτική απογοήτευση και όσο κλισέ κι αν μοιάζει είναι καθαρτικό. Κυρίως για αυτούς που το δημιούργησαν, αλλά και για όσους δέθηκαν μαζί του.

Στο “Temple Of The Dog” θα βρει κάποιος μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες του Chris Cornell, τις πρώτες ηχογραφήσεις που έκαναν ποτέ στη ζωή τους οι Mcready και Vedder, τους Pearl Jam πριν γίνουν Pearl Jam κι ένα supergroup (μίξης Pearl Jam/Soundgarden) που δεν προήλθε από τη ματαιοδοξία ή τις ορέξεις της μουσικής βιομηχανίας. Ενδεχομένως να υπάρχουν κι άλλα παρόμοια παραδείγματα, αλλά η περίπτωση Temple Of The Dog είναι από αυτές που λέμε one of a kind…

Όλα αυτά τα χρόνια τα τραγούδια του άλμπουμ έχουν ακουστεί ζωντανά σε διάφορες περιστάσεις. Το 1992, στον περιοδεύον θίασο του Lolapallooza (έτσι ξεκίνησε πριν γίνει φεστιβάλ), όπου οι Pearl Jam ήταν 3ο όνομα και οι Soundgarden 2ο, ο Cornell συχνά-πυκνά ανέβαινε στη σκηνή για να αποδώσουν κάποιο τραγούδι, όπως έκανε και κατά τη διάρκεια της επετειακής PJ20 περιοδείας το 2011, ενώ τα τιμάει συχνά και στις ακουστικές σόλο εμφανίσεις του. Για να δώσουν όμως τις πρώτες συναυλίες τους ως «κανονικό» συγκρότημα χρειάστηκαν 25 χρόνια…

Εν έτει 2016, με αφορμή την επανακυκλοφορία του δίσκου – αφού λύθηκαν κάποιες νομικές διαμάχες – οι Temple Of The Dog θα εμφανιστούν ως κανονικό συγκρότημα σε πέντε πόλεις των ΗΠΑ και όποιος πρόλαβε εισιτήριο πήρε, καθώς έγιναν καπνός σε λίγα λεπτά…

Λογικό να προκληθεί ένας μίνι παροξυσμός. Είναι ένα supergroup σύγχρονων μύθων της rock μουσικής, που 25 χρόνια μετά μπορεί να μην έχουν την φλόγα των νιάτων, αλλά έχουν ωριμάσει ιδανικά, ενώ τα τραγούδια του ενός και μοναδικού άλμπουμ έχουν μείνει ανεξίτηλα στον χρόνο. Σίγουρα υπάρχει κι ο παράγοντας της νοσταλγίας που παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά είναι και μια αναγνώριση πως στο Seattle εκείνην εποχή παρήγαγαν rock μουσική που θα άντεχε στον χρόνο. Ούτε μόδα, ούτε grunge, ούτε alternative… Απόδειξη ότι κλασσικό rock δεν σταμάτησε να γράφεται στα 70’s.

Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια εμείς καταφέραμε να δούμε μόλις μια φορά τους Pearl Jam και μια τον Chris Cornell (μάλλον στα χειρότερά του), οπότε δεν είμαι σίγουρος ότι θα βρω πολλούς υπέρμαχους σε αυτόν τον ισχυρισμό μου.

Δεν πειράζει όμως. Μου αρκεί να βγάλουν βόλτα τον σκύλο και στην Ευρώπη, μήπως καταφέρουμε κι εμείς να προσκυνήσουμε το ναό του.

  • SHARE
  • TWEET