Ved Buens Ende, Insect Ark @ Fuzz Club, 06/03/20

Ένας μύθος, μια ιστορική συναυλία, πολλές αναμνήσεις, αμέτρητα συναισθήματα

Είναι κάποια συγκροτήματα που δεν περιμέναμε ποτέ να δούμε ζωντανά. Οι Ved Buens Ende προφανώς και είναι μια τέτοια περίπτωση, όχι μόνο επειδή έχουν περάσει είκοσι τρία χρόνια από την διάλυσή τους, αλλά, κυρίως, λόγω του ότι οι ζωές των μελών τους και οι πορείες που ακολούθησαν έκαναν το reunion να μοιάζει όλο και πιο δύσκολο να συμβεί.

Και όμως, μια όμορφη ημέρα του 2019 οι Yusaf "Vicotnik" Parvez, Hugh "Skoll" Mingay και Carl-Michael Eide ανακοίνωσαν την επιστροφή τους με τον Øyvind Myrvoll να κάθεται στην καρέκλα του ντράμερ. Και σε μια ανέλπιστη τροπή της ζωής, η περιοδεία που ανακοίνωσαν, εικοσιπέντε χρόνια μετά το εμβληματικό "Written in Waters", έκανε μια στάση και στην Ελλάδα κάνοντας πραγματικότητα ένα όνειρο πολλών φίλων του black metal αλλά, αν κρίνουμε και από την προσέλευση του κοινού, και, γενικότερα, αρκετών μουσικόφιλων. Και όπως τα όνειρα πολλές φορές δεν εξηγούνται, έτσι και η συναυλία τους δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα κείμενο ή να περιοριστεί στα στενά πρότυπα μιας ανταπόκρισης αφού αυτό που ζήσαμε το βράδυ της Παρασκευής δεν ήταν απλά ένα live και δεν μπορεί να κριθεί απλά ως τέτοιο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Τη βραδιά άνοιξαν οι Insect Ark οι οποίοι, με μια ελαφρά καθυστέρηση, γύρω στις 21:45 ανέβηκαν στη σκηνή του Fuzz Live Music Club. Ακόμη και αν δεν είχατε κάποια επαφή με το συγκρότημα, όσοι από εσάς είχατε διαβάσει το πρόσφατο αφιέρωμα μας σχετικά με τους δίσκους που επηρέασαν περισσότερο την Dana Schechter ως δημιουργό, ίσως να είχατε υποψιαστεί για τι ακριβώς μιλάμε. Η μουσική τους κινείται σε αμιγώς πειραματικά μονοπάτια που, άλλοτε παίρνουν μορφή μέσα από μακρόσυρτα doom-y riffs κι άλλοτε, μέσα από ηχητικές δυσαρμονίες. Τα κομμάτια - αν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο αφού το set έμοιαζε περισσότερο σαν μια άσκηση ύφους - ήταν όλα μεγάλα σε διάρκεια και είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό την επανάληψη και το φλερτ με τον θόρυβο.

Insect Ark

Η Schechter μία έπιανε το μπάσο και μία την steel guitar, ενώ ο Andy Patterson, περισσότερο γνωστός από τους SubRosa οι οποίοι είχαν εμφανιστεί πριν λίγα χρόνια στο An Club, είχε περισσότερο διεκπεραιωτικό ρόλο ντύνοντας ρυθμικά τις θορυβώδεις ανησυχίες της μαέστρου. Παρόλο που, σε γενικές γραμμές, δεν τα πάω καλά με το post-rock και τα πειραματικά instrumentals, το νεοϋορκέζικο ντουέτο, αν και δεν παίζει μουσική που έχει δημιουργηθεί για να παίζεται ζωντανά, μου κράτησε το ενδιαφέρον, κάτι που ισχύει και για την πλειοψηφία του κόσμου που, όσο περνούσε η ώρα, τόσο γέμιζε το συναυλιακό χώρο του Fuzz. Φυσικά, η πλειοψηφία τους ήταν εκεί για τους headliners της βραδιάς, όμως, τίποτα δεν θα μπορούσε ποτέ να μας προετοιμάσει για αυτό που επρόκειτο να ζήσουμε. [Α.Α.]

Με την αρχική καθυστέρηση του προγράμματος να επιδρά και στην προβλεπόμενη ώρα έναρξης των Νορβηγών, εν τέλει η ώρα έφτασε. Οι κόκκινες κουρτίνες που είχαν κατέβει ανοίξανε, και οι Ved Buens Ende ξεπρόβαλλαν. Είναι αλήθεια πως ο μύθος γύρω από τα πεπραγμένα αυτής της βραχύβιας μπάντας, συνοδεύει κάθε αναφορά στο όνομά τους, όσο και κάθε συζήτηση γύρω από τις μπάντες των μελών τους, με πρώτους και καλύτερους τους μυθικούς Dodheimsgard. Συνεπώς, η αγωνία για το πώς θα παρουσιαστεί ζωντανά, αυτή η εξωτική μουσική, είχε κατακλύσει σκέψεις όλων.

Ved buens Ende

Η έναρξη με το "Coiled In Wings", δημιούργησε μια σχετική αμηχανία, όχι τόσο λόγω της απόδοσης της, αυτή κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα σε όλη την διάρκεια της συναυλίας. Ο ήχος, δεν ήταν ο επιθυμητός, ο κόσμος, αναμενόμενα, δεν είχε προλάβει να εγκληματιστεί, ενώ ακόμη και οι Νορβηγοί, δεν είχαν βρει τα επί σκηνής πατήματά τους. Μπορεί η συνέχεια με την μυθική έναρξη του "Written In Waters", το "I Sang For The Swans", να επέφερε έναν μικρό αναβρασμό, με τον γράφοντα να βιώνει ξανά, εκείνη την πρώτη φορά που είδε τις φωνητικές γραμμές του Carl-Michael Eide να συγκρούονται σαν το κύμα πάνω στον βράχο που είναι η αλλαγή ρυθμού μετά τα 3μιση πρώτα λεπτά, δεν είχαμε φτάσει όμως εκεί που μας είχαν μεταφέρει οι προσδοκίες μας.

Όταν ο ήχος ισορρόπησε, με κάθε μουσικό όργανο να ακούγεται διαυγέστατο, όταν η μπάντα επέβαλλε την αύρα της πάνω στο κοινό, όταν ακούστηκε εκείνο το "I slumber throught my years..", τότε η συναυλία άρχισε να πιάνει κορυφές. Τα φώτα έπεφταν πάνω στον Carl-Michael, ο οποίος, φάνταζε σαν το προαιώνιο avatar όλων των σπουδαίων Νορβηγών ερμηνευτών που ξεπετάχτηκαν από την black metal σκηνή της χώρας. Συνεχείς μορφασμοί, μια επιβλητική, σχεδόν οπερετική, στεντόρεια φωνή, μια avant-garde ερμηνεία, πορφυρής απόχρωσης, η οποία όμως ήταν μόνο ένα μέρος όσων διαδραματίστηκαν στο σανίδι. Ο έτερος πυλώνας, ο Vicotnik, δεν είχε δευτερεύοντα ρόλο. Τα χαμόγελα και η διονυσιακή έκσταση που συνόδευαν την απόδοση των καταιγιστικών θεμάτων του, χάνονταν μόνο όταν το βαθύ μπλε σκοτάδι τον έλουζε, για να ουρλιάξει τα black metal φωνητικά, τσακίζοντας τις ψυχές μας δίχως αύριο.

Ved buens Ende

Μαγνητίζοντας τα βλέμματα, η μπάντα μετέφερε επί σκηνής, λίγη από την μαγεία αυτού του ιδιαίτερου riffing και ατμόσφαιρας που σόκαραν τον extreme metal μουσικό κόσμο στα τέλη των ‘90s. Με μια ειδοποιό διαφορά όμως, τουλάχιστον για τον γράφοντα. Δεν έβλεπα σε αυτά τα μουσικά μέρη, στο συγκλονιστικό μπάσο του Skoll, στο τυμπανιστικό σόου του Myrvoll (οι DHG πρέπει να είναι σε τρομερή φόρμα συναυλιακά αυτήν την περίοδο), μόνο την «ρίζα του κακού» να ξετυλίγεται. Ήταν ένα ταξίδι στον χρόνο, ατομικό, μια αναδρομή στην κληρονομιά και τα πεπραγμένα, τόσο των μελών, όσο και των επίδοξων επιγόνων τους. Κάθε μουσικό μέτρο, αντηχούσε στον χώρο ως μια πολλαπλότητα, η οποία, ανορθόδοξη, από το "Carrier Of Wounds" και μετά μας κατάπιε για να μας ξεβράσει στο τζαμάρισμα του "Those Who Caress The Pale"από το ομώνυμο demo της μπάντας, που έκλεισε το κυρίως σετ.

Όσα μεσολάβησαν, ίσως να ξεπερνάνε ανά στιγμές μια απλή συναυλία. Επιχειρώντας να την δω αποστασιοποιημένα, με τους χρονικούς και ψυχολογικούς περιορισμούς που απαιτεί κάτι τέτοιο, τα πράγματα είναι, τρόπον τινά αρκετά σαφή. Στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα, το θέατρο του παραλόγου, το μεγαλείο των συνθέσεων, η φόρτιση των θεματικών εναλλαγών, η αγάπη του κοινού, όλα συνυπήρχαν στην εντέλεια. Το κλασικό υλικό της μπάντας αποδιδόταν άψογα και δεν πρέπει να υπήρχε παράπονο, όσον αφορά τις πιο μετριοπαθείς προσδοκίες. Μια ενδιαφέρουσα χρονική συγκυρία, σπουδαίες προσωπικότητες, φιλοθεάμον κοινό, μια ιστορική βραδιά, αφού κανείς δεν νομίζω τόσα χρόνια να περίμενε πως θα ζήσει κάτι τέτοιο. Ίσως μάλιστα κάποιοι, που παρευρέθηκαν στην συναυλία κυρίως λόγω του μύθου, να ένιωσαν πως το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα δεν δικαιολογεί τον όποιο ντόρο.

Ved buens Ende

Αν, όμως, επιχειρηθεί μια πιο συναισθηματική οπτική, εν τέλει όλα όσα μεσολάβησαν ήταν πολλά περισσότερα. Το "So I cry…" του "You, That May Wither", έσκισε τον αέρα στα δυο, εκτονώνοντας την αγχωτική ατμόσφαιρα του κομματιού, ειδικά αυτού του ανυπέρβλητου riff στα 2 λεπτά, η μεθυστική ατμόσφαιρα του "It’s Magic", έδωσε μια ονειρική χροιά στα όσα διαδραματίζονταν, ενώ, αδιαμφισβήτητη κορυφή της συναυλίας ήταν το "Remembrance Of Things Past". Η τελετουργική έναρξη, οι εκπληκτικοί στίχοι και συγκεκριμένα η ερμηνεία τους από τον Carl-Michael (αυτοί οι ψίθυροι…), ο μανιακός Vicotnik να συγκλονίζει με το αδυσώπητο, τρικυμισμένο riffing, διαλύοντας το σύμπαν. Και ενώ η κορύφωση ερχόταν, κάθε δευτερόλεπτο μας μετέφερε χρόνια πίσω.

Όταν η νηνεμία επανήλθε προσωρινά, όταν οι παλμοί φάνηκαν να πέφτουν, τότε ήταν που η ταχυκαρδία εντάθηκε. "I swarm deserted away…". Αυτά τα λεπτά δεν μπορούν να περιγραφούν με λέξεις. Οι εφιαλτικοί ήχοι του κλεισίματος, μπορεί να έδωσαν κάποιες ανάσες στην μπάντα, αλλά κατέληξαν εκεί που επιθυμούσε πιθανώς κάθε λάτρης αυτής της μουσικής, εκεί που το ουράνιο τόξο τελειώνει.

Ved buens Ende

Αποσβολωμένοι, με όσο ψυχικό σθένος είχε απομείνει, γίναμε έρμαια του "Den Saakaldte" που ακολούθησε. Μπορεί το μπάσο και γενικότερα η ύπνωση του κομματιού να με ταρακουνούσαν, εκεί όμως που λύγισα, ήταν στον διάλογο, για την ακρίβεια μονομαχία, της κιθαριστικής έξαρσης του κομματιού, με τα δαιμονισμένα χτυπήματα στα πιατίνια. Αν έχετε ακούσει το κομμάτι, καταλαβαίνετε που αναφέρομαι. Αυτή την ιδιοτροπία, για τις συγκεκριμένες ηχητικές ακροβασίες, την κουβαλάω μέσα μου χρόνια. Η ζωντανή μαρτυρία, άγγιξε, προσωπικά μιλώντας, τα όρια του μυθικού.

H μπάντα, όταν ολοκληρώθηκε το προαναφερθέν σερί, έφυγε από την σκηνή, η λατρεία του κόσμου όμως, και η δική τους εμφανής διάθεση, τους ώθησαν να επιστρέψουν για ένα encore. Και μπορεί, το "The Plunderer" να το περιμέναμε όλοι, κάτι που ανέφερε ευδιάθετα και ο Carl-Michael πως έλαμψε δια της απουσίας του, προλογίζοντας το, αλλά το "Autumn Leaves" ήταν η έκπληξη της βραδιάς. Κατά μήκος της εμφάνισης των Ved Buens Ende, υπήρχαν κάποια προηχογραφημένα backing vocals. Στο "Autumn Leaves" όμως, τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά, δεν τιμήθηκαν ούτε με τέτοια παρουσία. Όλο το βάρος έπεσε στον Czral, ο οποίος, συγκλόνισε και τον ποιο δύσπιστο με την ερμηνεία του, η οποία αναγέννησε φθινοπωρινές μάγισσες.

Όσα διαδραματίστηκαν στο Fuzz το βράδυ της Παρασκευής, βιωματικής ή καθαρά ιστορικής φύσης, προσέφεραν μια εμπειρία βαθιά χαραγμένη στην μνήμη των παρευρισκομένων. Μια συναυλία από αυτές που έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις, για να χαθούν μετά στο συλλογικό φαντασιακό, έχοντας για φορεσιά ένα μυθικό μανδύα. Όπως και οι Ved Buens Ende δηλαδή. [Α.Ζ.]

"Witches painted me / Like mysteries created me… / Like were the poets breathe, / I were woven into blasphemies."

Φωτογραφιές: Γιώργος Κρίκος

SETLIST

 

Coiled In Wings
I Sang For The Swans
A Mask In The Mirror
Carrier Of Wounds
You, That May Wither
It’s Magic
Remembrance Of Things Past
Den Saakaldte
Those Who Caress The Pale
Autumn Leaves
The Plunderer

  • SHARE
  • TWEET