Primavera Sound (παραμονή + Day 1: Arcade Fire, Queens Of The Stone Age κ.ά.), Βαρκελώνη, 28-29/05/14

Το Primavera γιγαντώνεται χωρίς να χάσει τον πολυσυλλεκτικό, indie χαρακτήρα του. Κάπως σαν την ιστορία των headliners της πρώτης ημέρας

Από τον Παντελή Μαραγκό, 16/06/2014 @ 12:02
Για δεύτερη χρονιά το Rocking.gr (και μια ωραιότατη επταμελής παρέα φίλων) βρέθηκε στο Primavera Sound, ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, το οποίο διοργανώθηκε για 14η φορά στη Βαρκελώνη. Με ένα εξαιρετικό line-up -που είχε «πολύ, πάρα πολύ για όλους» χορτάσαμε μουσική και μέχρι σήμερα, δέκα ημέρες μετά την επιστροφή μας από την υπέροχη πρωτεύουσα της Καταλονίας, δυσκολευόμαστε (ιδιαιτέρως) να επαναφέρουμε τα μυαλά μεσ’ τα κεφάλια μας. Βέβαια, η πεζή πραγματικότητα κάνει ό,τι μπορεί για να μας συνετίσει και είναι δεδομένο ότι θα τα καταφέρει, αλλά ας μην ασχοληθούμε με αυτήν τώρα. Προτιμότερο να θυμηθούμε αυτά που είδαμε και ακούσαμε επί πέντε ημέρες και νύχτες -κυρίως νύχτες για να είμαστε ακριβείς- στο Parc Del Forum, αλλά και σε μερικούς άλλους ωραιότατους, κλειστούς και ανοιχτούς συναυλιακούς χώρους που φιλοξένησαν τα διάφορα events.

Για το φεστιβάλ (ιστορική εξέλιξη, χώρος, εγκαταστάσεις, παροχές κλπ.) τα είχαμε γράψει αναλυτικά στην περυσινή μας ανταπόκριση, οπότε για λόγους συντομίας, σας παραπέμπω εδώ. Παρ' όλα αυτά, είναι αδύνατον να μην μπω στη διαδικασία να συγκρίνω τα δύο events, ιδιαίτερα από τη στιγμή που υπήρχαν κάποιες σημαντικές αλλαγές που έκαναν τη διαφορά.

Έτσι, συγκρίνοντας με το περυσινό event θα έλεγα ότι υπήρξε αξιοθαύμαστη βελτίωση ενός, ούτως ή άλλως εξαιρετικού συναυλιακού προϊόντος. Υπενθυμίζω ότι, με δυο κουβέντες, χαρακτηρίσαμε το Primavera Sound του 2013 ως «εξαντλητικά χορταστικό», καθώς παρά την απολαυστική εμπειρία που μας προσέφερε παρουσίαζε τρία βασικά χαρακτηριστικά (τα λες και προβλήματα), τα οποία είχαν ως κοινό παρανομαστή την «εξάντληση» του επισκέπτη.

Πρώτον το εξαντλητικό line-up, με παραπάνω από 200 καλλιτέχνες / συγκροτήματα να εμφανίζονται παράλληλα στις 12 σκηνές, δεύτερον οι εξαντλητικές αποστάσεις που έπρεπε να διανυθούν για τη μετακίνηση από stage σε stage (οι δύο μεγαλύτερες σκηνές απείχαν περισσότερο από ένα χιλιόμετρο), οι οποίες κυριολεκτικά μας ξεπάτωσαν και τρίτον το εξαντλητικό ωράριο, με το ημερήσιο πρόγραμμα να ξεκινάει στις 16:00, να κορυφώνεται γύρω στις 02:30 (με την εμφάνιση του headliner) και να ολοκληρώνεται στις 06:00, οπότε και ήταν μια πολύ καλή ώρα για να μετρήσει κανείς ζόμπι που αναζητούσαν πατσατζίδικο...

Που λέτε, λοιπόν, τη λέξη «εξάντληση» δεν θα την έβαζα στη βασική περιγραφή του φετινού Primavera παρ’ ότι οι δύο από τους τρεις προαναφερθέντες «παράγοντες εξάντλησης» (τεράστιο line-up και 14-ωρο ημερήσιο πρόγραμμα) παρέμειναν, σχεδόν, αμετάβλητοι. Υπήρξε μέριμνα από τους διοργανωτές και με μερικές απλές τροποποιητικές «πινελιές» σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδος. Εξηγούμαι:

Όσον αφορά στους καλλιτέχνες / συγκροτήματα που εμφανίστηκαν, αυτοί ήταν ακόμη περισσότεροι φέτος, καθώς ξεπέρασαν τους 250, αλλά αυτό μικρή σημασία είχε, καθώς είναι δεδομένο ότι δεν μπορεί να δει κανείς παραπάνω από οκτώ-εννιά ονόματα μέσα σε μια ημέρα (καταλαβαίνετε ότι το «σουλατσάρισμα» από σκηνή σε σκηνή για ακούσω δύο-τρία κομμάτια απέχει πολύ από αυτό που θα έβαζα ως ορισμό δίπλα στο λήμμα «παρακολουθώ μια συναυλία»). Παρακάτω βλέπετε τα ονόματα του βασικού προγράμματος (με πράσινο αυτοί που είδαμε και με ροζέ οι κυριότεροι από εκείνους που χάσαμε και «πονέσαμε»). Εννοείται ότι προκύπτει μια ψυχολογική «εξάντληση» για εκείνους που θέλεις, αλλά δεν προλαβαίνεις να δεις, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα. Αυτή είναι μια πραγματικότητα με την οποία ζουν οι επισκέπτες των σύγχρονων «μεγάλων» φεστιβάλ και εύκολα εντάσσεται στην κατηγορία του «ευχάριστου πονοκέφαλου».



Σχετικά με την εξάντληση λόγω των μεγάλων αποστάσεων, με μια απλή τροποποίηση / προσθήκη των διοργανωτών, άλλαξαν πολλά. Φέτος υπήρχαν τρία (αντί για δύο) «μεγάλα» stages (επί συνόλου έντεκα), εκ των οποίων τα δύο -όπου ήταν προγραμματισμένα τα πιο «τρανταχτά» ονόματα- ήταν αντικριστά τοποθετημένα σε απόσταση περίπου 350 μέτρων (Sony και Heineken stages, δεξιά στον ακόλουθο χάρτη του Parc del Forum). Έτσι, από εκεί που ξεποδαριαζόμασταν, πέρυσι, για να δούμε τα απολύτως απαραίτητα ονόματα με την ψυχή στο στόμα, φέτος νιώθαμε ότι τα βρίσκαμε στο πιάτο με μια απλή «μεταβολή» (αργόσυρτη, εννοείται, λόγω του συνωστισμού). Για να καταλάβετε τι εννοώ, σκεφτείτε ότι στο περυσινό event η δεύτερη μεγάλη σκηνή (Primavera την έλεγαν) βρισκόταν εκεί που φέτος ήταν στημένη η σκηνή του ATP (από το All Tomorrow’s Parties), η οποία -όπως είπαμε- απέχει περισσότερο από ένα χιλιόμετρο από τη Heineken που παρέμεινε στο ίδιο σημείο, αλλά άλλαξε προσανατολισμό (δείτε τον περσινό χάρτη εδώ). Κάπως έτσι, γλιτώσαμε καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα ποδαρόδρομο κατά το βασικό τριήμερο του φεστιβάλ. Σημαντικότατη βελτίωση που άπτεται τόσο της χωροταξίας, όσο και του scheduling και δείχνει ότι οι άνθρωποι του φεστιβάλ προσπαθούν για το καλύτερο.



Τέλος, όσον αφορά στον τρίτο παράγοντα της περσινής «εξάντλησης», αυτόν του άγριου ωραρίου και εκεί υπήρξε μια αισθητή βελτίωση. Μπορεί το βασικό πρόγραμμα να μην άλλαξε (από τις 16:00 μέχρι τις 06:00 της επόμενης), αλλά οι headliners κάθε ημέρας έπαιξαν, κατά μέσο όρο, δύο ώρες νωρίτερα σε σχέση με πέρυσι, δηλαδή περί τις 00:30 («ανθρώπινη ώρα βρε αδερφάκι μου», όπως είπε κάποιος από την παρέα μας). Επίσης, γύρω στις 23:00 κάθε ημέρας ήταν προγραμματισμένο ένα όνομα αντίστοιχου βεληνεκούς (Queens Of The Stone Age, Pixies, Godspeed You! Black Emperor).  Έτσι, μπορούσες να δεις ακόμη και την μπάντα που έβγαινε μετά τους headliners (κατά κανόνα μπάντα μεγάλου ενδιαφέροντος κι αυτή, όπως οι Foals) περί τις 02:20 και να φύγεις άνετος και ωραίος κατά τις 03:30, χωρίς να νιώθεις ότι έχεις χάσει κάτι συνταρακτικό.

Μια άλλη διαφορά, η οποία υποδηλώνει και μια αισθητή αλλαγή στη φιλοσοφία του φεστιβάλ είναι ότι τα «μεγάλα» ονόματα στο φετινό event ήταν περισσότερα και «μεγαλύτερα» από ό,τι συνήθως. Αυτό, ωστόσο, αλλοίωσε ελάχιστα το χαρακτήρα της ναυαρχίδας των «ανεξάρτητων» ευρωπαϊκών φεστιβάλ (εκτός Ην. Βασιλείου), όπως θέλει -και δικαιούται να λέγεται- το Primavera. Βλέπετε, για κάθε «φτασμένους» Arcade Fire, Queens Of The Stone Age, The National, Pixies, Godspeed You! Black Emperor και Nine Inch Nails που εμφανίστηκαν, υπήρχαν δεκάδες ανερχόμενα ονόματα που μπορούσαν να ικανοποιήσουν τη δίψα των μυριάδων hipsters που συνέρρευσαν και φέτος, για του οποίους πρέπει να υπογραμμιστεί ότι διαχρονικά αποτελούν τον πυρήνα πάνω στον οποίο «χτίστηκε» το εν λόγω φεστιβάλ. Άλλωστε, όπως γράφαμε και πέρυσι, ένα φεστιβάλ που έχει γιγαντωθεί μέσα σε ελάχιστα χρόνια (από 8.000 το 2001 έφτασε πέρυσι να έχει περισσότερους από 170.000 επισκέπτες ημερησίως!, όπως βλέπετε στο ακόλουθο διάγραμμα με τη διαχρονική εξέλιξη της ημερήσιας προσέλευσης) χρειάζεται την απαραίτητη κλιμάκωση που προσφέρουν οι big-time «κράχτες», ώστε να είναι ευκολότερα «διαχειρίσιμα» τα πλήθη.



Αλλά, αρκετά με τις γενικές περιγραφές και τα διαγράμματα. Ας περάσουμε στο «ζουμί». Όσο, ωραίο κι αν είναι το venue, όσο καλύτερη δουλειά κι αν έχουν κάνει οι διοργανωτές, όσο χαμογελαστός και ευδιάθετος κι αν είναι ο κόσμος, η ουσία δεν παύει να είναι η μουσική και οι μουσικοί. Χωρίς αυτή και αυτούς, τίποτε από αυτά δεν θα συνέβαινε και όλοι εμείς δεν θα είχαμε, καν, υπόσταση.

Πάμε λοιπόν, να καταγράψουμε τις εντυπώσεις μας για τις εμφανίσεις που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε. Για τις ανάγκες των άρθρων (τις επόμενες ημέρες θα διαβάσετε τις εντυπώσεις μας για τις δύο επόμενες ημέρες) θα εστιάσουμε στο κυρίως μενού των τριών -κύριων- ημερών του φεστιβάλ (από Πέμπτη 29 έως Σάββατο 31 Μαΐου), αλλά θα κάνουμε και μια σύντομη αναφορά σε μερικά από τα ονόματα που είδαμε την Τετάρτη 28 Μαΐου («προπαρασκευαστική» ημέρα) και την Κυριακή 1η Ιουνίου («αναρρωτική» μετά την καθιερωμένη ολονυχτία της τελευταίας ημέρας), καθώς και τις ημέρες αυτές είδαμε ουκ ολίγα «καλούδια». Πάμε να τα θυμηθούμε αναλυτικά.



Τετάρτη 28/05/2014 - Η «προπαρασκευαστική» ημέρα

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, κατά την παραμονή της πρώτης κύριας ημέρας του φεστιβάλ ήταν προγραμματισμένες ωραιότατες δωρεάν συναυλίες, τόσο στον κύριο χώρο του Parc Del Forum, όσο και σε μερικούς από τους καλύτερους κλειστούς συναυλιακούς χώρους της πόλης.

Από τη μία, λοιπόν, στο Forum έπαιξαν οι ανερχόμενοι Temples (λόγω μιας νεροποντής με το που βγήκαμε από το μετρό δεν τους προλάβαμε), ο δημοφιλέστατος Βέλγος Stromae, το νέο pop grunge φαινόμενο που ακούει στο όνομα Sky Ferreira και οι ενόργανοι ηλεκτρονικατζήδες της DFA Holy Ghost! και από την άλλη σε clubs όπως τα Apolo και  BARTS οι The Ex, οι Brian Jonestown Massacre και πολλοί άλλοι. Ακολουθούν οι εντυπώσεις από αυτά που είδα στο Forum.

Stromae (20:40 ATP Stage)

Ο καιρός την παραμονή της πρώτης κύριας ημέρας τους φεστιβάλ μάς τα έκανε μούσκεμα. Έτσι, ο Βέλγος Stromae ανέβηκε στη σκηνή στις 20:40, αντί για τις 20:10 που ήταν αρχικά προγραμματισμένος. Χαριτωμένος, με τις ψηλές καλτσούλες του, το παπιγιόν και το γιλεκάκι του. Λεπτοκαμωμένος, «λοξός» και θεατρικός, σαν ξεχαρβαλωμένο σκιάχτρο που χρειάζεται καλιμπράρισμα. Με πάρα πολλούς φίλους από κάτω μετέδωσε το κέφι του και κράτησε με άνεση το μεγάλο πλήθος, στο οποίο υπήρχαν αμέτρητοι Βέλγοι (με τις σημαίες τους, λες και βρίσκονταν στο Μουντιάλ), που έμοιαζαν να έχουν κάνει απόβαση στο Parc del Forum. Άργησα να μπω στο κλίμα, καθώς δεν έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον καλλιτέχνη πέρα από τα χιτάκια του, ενώ δεν ήμουν και σε καλή θέση, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι από τη στιγμή που κέντρισε το ενδιαφέρον μου ερμηνεύοντας το "Ave Cesaria" (για την Cesaria Evora - το δεύτερο από τα επτά κομμάτια που μας είπε) δεν τον «ξαναέχασα».



Έξυπνη χορευτική μουσική που έχει ως αφετηρία την υπέροχη γαλλική μουσική παράδοση, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτή, καθώς ενσωματώνει στοιχεία από το eurodance, το rap αλλά και τους ήχους της Αφρικής (με μια ωραιότατη κλάβι μπάσα κιθάρα). Μου έμεινε η εικόνα με κάτι πιτσιρίκια  που τραγουδούσαν με πάθος κάθε στίχο του "Papaoutai" (των 160 εκατομμυρίων views στο youtube) σκαρφαλωμένα σε κάτι πυλώνες στα 50 μέτρα μακριά από τη σκηνή, ενώ ιδιαίτερα δυνατή ήταν και η στιγμή με το παθιασμένο sing-along στο "Formidable". Όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε ο κακός χαμός στο "Alors On Danse", που συνοδεύτηκε από έναν χορό «απελευθερωτικό». Όλα του «πήγανε» του Maestro. Ακόμη κι ο καιρός, καθώς από τις επτά το απόγευμα μέχρι τη μία το βράδυ, το μοναδικό διάστημα που δεν έβρεξε ήταν εκείνα τα πενήντα λεπτά που βρέθηκε στη σκηνή.

Sky Ferreira (22:00 ATP stage)

Με τη βροχή να έχει ξανακάνει την εμφάνισή της και με τρία τέταρτα καθυστέρησης, αφού το πρόγραμμα είχε πάει πίσω, λόγω της απογευματινής νεροποντής, βγήκε στη σκηνή η καλιφορνέζα Sky Ferreira με το τετραμελές της group (κιθάρα, μπάσο, ντραμς, πλήκτρα). Όλοι τους στα δερμάτινα και η μελαχρινή, πλέον, Sky με μαύρα γυαλιά και ύφος καμιά δεκαριά καρδιναλίων. Είχε πλάκα στην αρχή που τα «I love you» που της απηύθυναν κάποιοι θαυμαστές της τα παράκουσε και απορημένη απάντησε «What? Fuck you?» . Ξεκίνησε με το εναρκτήριο "Boys" του πολύ καλού περσινού της άλμπουμ "Night Time My Time", το οποίο είναι γεμάτο χιτάκια (θυμίζω ότι βρέθηκε στην 45η θέση της αθροιστικής λίστας που ετοιμάσαμε με τα καλύτερα άλμπουμ του 2013, όπως αυτά προέκυψαν από τις επί μέρους λίστες του διεθνούς μουσικού Τύπου). Στα πρώτα κομμάτια ο ήχος δεν ήταν καλός. Ιδιαίτερα τα ακουστικά κύματα του μπάσου (από synth) ήταν τόσο παραμορφωμένα που έκαναν τις σταγόνες να πετάγονται από τα αδιάβροχα όσων τυχερών φορούσαν. Παράλληλα, ένα πρόβλημα με το ακουστικό την ανάγκασε να φύγει για λίγο από τη σκηνή, αλλά σύντομα τα προβλήματα αποκαταστάθηκαν και μέχρι το "24 Hours" που παίχτηκε τρίτο, όλα ήταν στη θέση τους.



Synth dark pop συνθέσεις με grunge, αλλά και goth περιτύλιγμα («Cross my heart and hope to die, stick a needle in my eye»), αλλά ξεκάθαρο pop πυρήνα. Μου θύμισε την Kim Wilde στις αρχές των '80s. Η σκηνική της παρουσία δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Χαριτωμένη ομολογουμένως (διάσημοι μόδιστροι την έχουν ξεχωρίσει ως τη νέα τους Μούσα), αλλά σχεδόν στατική πάνω στη σκηνή. Η φωνή της, από την άλλη, ήταν μια χαρά, αλλά δεν έχει, δα, και τίποτα απαιτητικά τραγούδια. Μου έμεινε η ερμηνεία της στο "Heavy Metal Heart", όπου έδειξε κάποιο πάθος που την ευθυγράμμισε με τη δύναμη της μπάντας που τη συνόδευε. Υπήρχε μεγάλη διαφορά στην ανταπόκριση που είχαν στον κόσμο τα μελωδικά της κομμάτια (π.χ. τα "24 Hours" και "I Blame Myself" ή το "You're Not The One" με το οποίο έκλεισε) σε σχέση με τις πιο φασαριόζικες στιγμές του setlist της, στις οποίες οι αντιδράσεις του κόσμου ήταν σαφώς πιο αμήχανες. Δικαιολογημένο, λοιπόν, το hype γύρω από το όνομά της; Θα έλεγα πως ναι. Η 21-χρονη φαίνεται να έχει ό,τι χρειάζεται για να μας απασχολήσει στο μέλλον.

Holy Ghost! (23:15 ATP Stage)

Παρ' ότι η βροχή έπεφτε αδιάκοπα, ο κόσμος περίμενε υπομονετικά για τους Αμερικανούς Holy Ghost! και σε μεγάλο βαθμό δικαιώθηκε από τη δυναμική εμφάνιση του ντουέτου της DFA. Τυπικά πρόκειται για ντουέτο, αλλά πάνω στη σκηνή υπήρχαν πέντε υπερδραστήρια άτομα που συνεργάζονταν αρμονικά για την παραγωγή ενός «επιστημονικού» χορευτικού ήχου γεμάτου "Dumb Disco Ideas", που θυμίζουν περισσότερο τους Hot Chip, παρά τους LCD Soundsystem. Τα κομμάτια που μας έπαιξαν προερχόταν κυρίως από το πρώτο τους άλμπουμ ("Holy Ghost!", 2011) και λιγότερο από το περυσινό "Dynamics".



Οφείλω να πω έναν καλό λόγο για αυτούς, γιατί -αν μη τι άλλο- κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν τη βροχή προς όφελός τους. Χωρίς πολλά-πολλά, η εμφάνισή τους μετατράπηκε σε ένα πάρτι με σχεδόν καθολική συμμετοχή. Αντί να ξενερώσει, ο κόσμος χόρευε μέσα στη βροχή, λες και αυτή του φόρτιζε τις μπαταρίες. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν χορός που είχε σκοπό να ξορκίσει τον καιρό που απειλούσε να χαλάσει ένα φεστιβάλ που το περιμέναμε όλοι μας πως και πως, αλλά το πάρτι που στήθηκε δεν μπορεί να ήταν τυχαίο, όλο και κάτι θα έκαναν οι Holy Ghost! με τα ευφυή μπλιμπλίκια τους. Μπορεί να μην έχουν τραγούδια που μένουν αξέχαστα, αλλά κατάφεραν να μεταδώσουν πολύ ωραία vibes.

Κάπου εκεί τελείωσε η «προπαρασκευαστική» ημέρα του φεστιβάλ για εμένα. Θα μπορούσα να συνεχίσω σε κάποιο από τα clubs, όπου εμφανίζονταν εξίσου -ή και περισσότερο- ενδιαφέροντα ονόματα, αλλά υπήρχαν τόσα πολλά που θα έβλεπα τις επόμενες ημέρες και έτσι προτίμησα να κάνω συντήρηση δυνάμεων και να μαζευτώ στο κατάλυμα μου για να στεγνώσω.



Πέμπτη 29/05/2014 - Πρώτη ημέρα

Ο τουρισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι σε τέτοια ταξίδια, για αυτό και η παρέα μας είχε προγραμματίσει, εκ των προτέρων, μια εκδρομή στο μουσείο του Salvador Dalí που βρίσκεται στη Figueres, 150 χιλιόμετρα βορειότερα της Βαρκελώνης. Έτσι, με το πρόγραμμα της πρώτης κύριας ημέρας του φεστιβάλ να ξεκινάει στις 16:00 (με το σαξοφωνίστα Colin Stetson στο κλειστό αμφιθέατρο Auditori Rockdelux), όταν φτάσαμε αργοπορημένοι στις 19:30 στο Parc Del Forum είχαν ήδη ολοκληρώσει τις εμφανίσεις τους δεκαπέντε ονόματα που έπαιζαν παράλληλα στις έντεκα σκηνές του φεστιβάλ! Ευτυχώς ήμασταν εκεί εγκαίρως για τους Midlake.

Midlake (19:35 Sony stage)

Μια μπάντα που δεν εκπλήρωσε τις μεγάλες προσδοκίες που είχε δημιουργήσει στο ξεκίνημά της. Δείχνει να εξακολουθεί να ψάχνει τον προσανατολισμό της μετά την αποχώρηση του βασικού συνθέτη και τραγουδιστή της Tim Smith, παρ' ότι ο κιθαρίστας Eric Pulido που ανέλαβε τον ρόλο του frontman μετά την αποχώρηση, δείχνει να αναπληρώνει με ικανοποιητικό τρόπο το κενό (ακόμη κι οι φωνές τους μοιάζουν). Μπροστά σε αρκετό κόσμο οι Midlake παρουσίασαν ένα set που είχε κάποιες καλές στιγμές, καθώς επίσης και τις αναμενόμενες συγκινητικές (π.χ. στο αδιανόητα όμορφο "Roscoe"). Το κοινό δεν ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτικό, αλλά σπανίως βλέπεις έντονες αντιδράσεις σε ήχο σαν το δικό τους μια αναβίωση κλασικού rock με έντονα ψυχεδελικά χαρακτηριστικά). Και για την μπάντα τα πράγματα δεν ήταν πολύ εύκολα, καθώς έπαιζε ακριβώς απέναντι στον ήλιο που έδυε.



Κάτω από τη σκηνή υπήρχαν ακόμη λακκούβες με νερό από τις νεροποντές της προηγούμενης βραδιάς. Τρεις κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα και ντραμς και οι γνωστές τετραφωνίες δημιούργησαν μια ωραία ατμόσφαιρα και θύμισαν τους Fleet Foxes (π.χ. στο αιθέριο "Antiphon"). Τα έντεκα κομμάτια που έπαιξαν είχαν μεγαλύτερη διάρκεια από εκείνη που έχουμε συνηθίσει στα άλμπουμ με επτά από αυτά προέρχονται από το περσινό "Antiphon" και τέσσερα από το σπουδαίο "The Trial Of Van Occupanther" (2006), ενώ δεν ακούσαμε τίποτε από το "The Courage Of Others" (2010). Μας αποχαιρέτησαν με το πολύ όμορφο "Going Home" και εισέπραξαν ένα ζεστό χειροκρότημα, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν μου έμειναν και πολλά από την εμφάνισή τους.

Warpaint (20:40 Heineken Stage)

Αντί για τους Jamie XX, Majical Clouds και Sun Ra Arkestra που εμφανίζονταν την ίδια ώρα, επιλέξαμε τις καλιφορνέζες Warpaint και δεν πολυδικαιωθήκαμε. Το ανερχόμενο κουαρτέτο, που στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με τον John Frusciante δημιούργησε μια ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα, αλλά δεν μας συγκίνησε. Η πειραματική τους pop έχει συγκριθεί με τους Cocteau Twins και την Siouxsie & The Banshees, αλλά αυτό μόνο σαν υπερβολή μπορεί να εκληφθεί. Το επίπεδο της εμφάνισης δεν ήταν χαμηλό, αλλά σίγουρα δεν κατάφερε σε καμία στιγμή να ξεπεράσει κάποιο αξιομνημόνευτο επίπεδο. Κύρια αιτία η έλλειψη αξιόλογων μελωδιών. Έτσι, μοιραία το μόνο που μας έμεινε ήταν μια χαριτωμένη εκτέλεση του "Ashes To Ashes" του τεράστιου David Bowie.



St. Vincent (21:20 Sony Stage)

Εδώ είχαμε μεγάλο πόνο για αυτά που παίζονταν την ίδια ώρα και μοιραία θα χάναμε. Neutral Milk Hotel (ίσως μια μέρα να χτυπάω το κεφάλι μου), Future Islands και Peter Hook έφαγαν άκυρο, καθώς στη Sony Stage υπήρχε κάτι πραγματικά ξεχωριστό...

«Greetings. Fellow analog witnesses, to maximize enjoyment from this evening's entertainment please refrain from digitally capturing this experience. Thank you. St. Vincent.»

Με την προτροπή αυτή από μια ψηφιακά επεξεργασμένη φωνή βγήκε στη σκηνή η St. Vincent, κατά κόσμον Annie Clark. Ιδιαίτερη μορφή και αντίστοιχη σκηνική παρουσία που δεν αφήνει την προσοχή του θεατή να ξεφύγει. Ρομποτικός χορός με μικρά βηματάκια και φουτουριστικό μαύρο κοστούμι που θυμίζει το "Ashes To Ashes" του Bowie. Παρά τη λεπτή της σιλουέτα, η παρουσία της ήταν πληθωρική, καθώς βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Πολλά έχουν γραφτεί για το μοναδικό της παίξιμο στην κιθάρα. Παρ' όλα αυτά, όσο υποψιασμένος κι αν έχει προσέλθει κανείς, είναι δύσκολο να μην ξαφνιαστεί από τον τρόπο που η Clark μεταχειρίζεται το όργανο. Απλά καθηλωτική. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι -παρά τα κόλπα της- η απόδοση των κομματιών ήταν τέλεια. Αυτό που ακούσαμε διέφερε ελάχιστα από αυτό που ξέρουμε στις ηχογραφήσεις της. Το set άνοιξε ιδανικά με τα "Rattlesnake" και "Digital Witness" από τον φετινό της δίσκο (από τις δυο-τρεις κυκλοφορίες της χρονιάς μέχρι στιγμής κατά την άποψή μου) και συνέχισε με το "Cruel" με τις αφρικάνικες αναφορές από το "Strange Mercy" (2011). Κάπου εκεί μας καλωσόρισε με ιδιαίτερο τρόπο («A very special welcome to the freaks and to the others»).



Το ιδανικό ξεκίνημα κορυφώθηκε με τα "Birth In Reverse" (με τον απίθανο στίχο «Oh what an ordinary day, take out the garbage, masturbate») και "Regret" και όλοι είχαμε μείνει άναυδοι. Θεατρικότητα και απόδοση σε τέλεια ισορροπία. Παρ' όλα αυτά, το άψογο ξεκίνημα έκρυβε μια παγίδα, καθώς οι άσσοι είχαν βγει όλοι μαζί και νωρίς-νωρίς από το μανίκι. Έτσι, καθώς το show προχωρούσε, άρχισε να γίνεται μια κοιλιά και το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε περισσότερο στη σκηνική της παρουσία, παρά στα τραγούδια και αυτό -ως γνωστόν- είναι κατά κανόνα προβληματικό. Ξεχωριστή στιγμή ήταν το "Prince Johnny", μια εξαιρετική μπαλάντα από τον τελευταίο της δίσκο, από όπου προέρχονταν τα περισσότερα κομμάτια (ακούσαμε και τέσσερα από το "Strange Mercy" του 2011).



Μια μαγική εικόνα με την Clark να το ερμηνεύει από την κορυφή του βάθρου που δέσποζε στο σκηνικό. Ο κόσμος καθηλωμένος της έδωσε απλόχερα το χειροκρότημά του. Στο τέλος του κομματιού κατέρρευσε (σκηνοθετημένα) και χύθηκε έρποντας από το βάθρο. Ωραιότατη παράσταση. Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω, το hype γύρω από το όνομά της είναι απολύτως δικαιολογημένο. H St. Vincent είναι ένα από τα αδιαμφισβήτητα πρόσωπα της χρονιάς. Art Pop στα καλύτερά της.

Queens Of The Stone Age (23:00 Heineken Stage)

Μετά το άψογο (δεν χωράει άλλη λέξη από αυτή) θέαμα της St. Vincent ο πήχης είχε ανέβει πολύ ψηλά για τους Queens Of The Stone Age. Ο κόσμος που είχε συρρεύσει για να λάβει θέση από νωρίς επιβεβαίωνε ότι οι καλιφορνέζοι ήταν μια από τις πιο πολυαναμενόμενες μπάντες, μολονότι ο ήχος της δεν βρίσκεται στον πυρήνα του γούστου των indaδων, που διαχρονικά αποτελούν τον κύριο όγκο των επισκεπτών του εν λόγω φεστιβάλ.

Η συναυλία ξεκίνησε με τα φώτα να πέφτουν στον Jon Theodore (πέμπτoς drummer στην ιστορία της μπάντας), ο οποίος ξεκίνησε φουριόζος, οδηγώντας τον κόσμο σε αυθόρμητα, ρυθμικά παλαμάκια. Σύντομα η σκηνή γέμισε «βαρβατίλα» του αμερικανικού Νότου (με το σχεδόν δίμετρο Josh Homme να δεσπόζει) και δόθηκε πυρ με το "You Think I Ain't Worth A Dollar, But I Feel Like A Millionaire" από το "Songs For The Deaf" (2002). Η αντίδραση του ξαναμμένου κοινού άμεση με sing-along και κοπάνημα υπό τους στίχους «gimme toro, gimme some more» και αμέσως μετά το "No One Knows", το οποίο ήρθε σαν επιβράβευση. Ήταν από τις στιγμές που ευγνωμονούσες τη βροχή της προηγούμενης ημέρας που κρατούσε υγρό το λεπτό χαλικάκι και έτσι δεν σηκώθηκε ντουμάνι σκόνης από τους φίλους της μπάντας που χοροπηδούσαν σαν ενιαία μάζα.

Ωστόσο, η ανταπόκριση του κόσμου είχε σκαμπανεβάσματα, καθώς τα αναμενόμενα πολλά κομμάτια (έξι σε σύνολο δεκαέξι) που ακούστηκαν προερχόμενα από το περυσινό "...Like Clockwork" δεν έτυχαν αντίστοιχα θερμής υποδοχής με τα παλαιότερα. Εξαίρεση το δυναμικό βαλς "My God Is The Sun" και το πολύ καλό "If I Had A Tail" που με το groove και το βάθος του προετοίμασε το έδαφος για το "Little Sister" (όπως ήταν φυσικό το τραγούδησαν άπαντες).

Περί το μέσο του set τα κομμάτια του τελευταίου τους άλμπουμ αναμείχθηκαν κυρίως με μερικά από το "Lullabies To Paralyze" (2005). Εκτός από το "Little Sister", από εκεί ακούσαμε μια «δαιμονισμένη» εκτέλεση του "Burn The Witch" (φοβερός «διάλογος» μεταξύ κοινού και μπάντας στην εισαγωγή και το κουπλέ) και ένα ψυχωμένο "In My Head", που έδεσε με το κλασικό "Feel Good Hit Of The Summer", το οποίο ήταν και το μοναδικό από το ιστορικό, δεύτερό τους άλμπουμ ("Rated R", 2000). Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Homme ήταν αρκετά επικοινωνιακός και δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραμερίζει τη macho εικόνα του, εκφράζοντας -επανειλημμένως- την αγάπη του προς όλους εμάς.  



Όσο η ώρα προχωρούσε, οι μελό στιγμές είχαν αρχίσει να πυκνώνουν και στο "Make It Wit Chu" (από το "Era Vulgaris" του 2007) με τα χαρακτηριστικά falsetto πίσω φωνητικά είχαμε την αναμενόμενη ρομαντζάδα (όταν τα blues γίνονται pop). Υπήρχε ψυχή και ο κόσμος το εκτίμησε και σύντομα ξέσπασε σε ρυθμικά παλαμάκια, καθώς ο Homme (με την πλάτη γυρισμένη) έδωσε ένα ωραίο κιθαριστικό solo, καθώς παράλληλα λίκνιζε τους γοφούς του. Το "I Sat By The Ocean" που ακολούθησε ταίριαξε γάντι στην ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί.

Μια χαρά πέρναγα, αλλά δεν μπορούσα να ρισκάρω να δω τους Arcade Fire από τα 100 μέτρα. Έτσι, κάπου εκεί άρχισα να αποτραβιέμαι από τη Heineken Stage, προσδοκώντας να πιάσω μια καλή θέση στην απέναντι σκηνή (σύντομα, βέβαια, διαπίστωσα ότι εκεί επικρατούσε ήδη μεγάλος συνωστισμός). Έστω κι από απόσταση, πάντως, μπορούσα να δω τους ρυθμούς να ξανανεβαίνουν στη σκηνή που άφηνα πίσω μου με το "Sick, Sick, Sick". Το κομμάτι αυτό επί της ουσίας «προλόγισε» το χαμό που ακολούθησε στα "Go With The Flow" και "A Song For The Dead", με το οποίο οι Queens Of The Stone Age ολοκλήρωσαν μια πολύ καλή εμφάνιση.

Τι μου έμεινε; Μα τί άλλο από αυτόν τον απαράμιλλα σφιχτοδεμένο ήχο ενός rhythm section που, ως γνωστόν, σπάει κόκκαλα και φυσικά εκείνα τα ιστορικά, πλέον, riff που «προσγειώνονταν» το ένα μετά το άλλο. Αυτό το -αρκετά σκληρό για τα αγόρια και όσο γλυκό χρειάζεται για να αρέσει στα κορίτσια- hard rock είχε εκπληρώσει για άλλη μια φορά την αποστολή του. Όπως έλεγε πρόσφατα κι ο Alex Turner (μαθητής του Homme - μην το ξεχνάμε) των Arctic Monkeys στο μεθυσμένο λογύδριο που έβγαλε στα BRIT Awards:

«Yeah, that rock 'n' roll, it seems like it's faded away sometimes, but it will never die. And there's nothing you can do about it.»

Setlist: You Think I Ain't Worth A Dollar, Βut I Feel Like A Millionaire / No One Knows / My God Is The Sun / Burn The Witch / Smooth Sailing / In My Head / Feel Good Hit Of The Summer / ...Like Clockwork / If I Had A Tail / Little Sister / Fairweather Friends / Make It Wit Chu / I Sat By The Ocean / Sick, Sick, Sick / Go With The Flow / A Song For The Dead.

Arcade Fire (12:30 Sony Stage)

Στην κριτική που είχα γράψει τον περασμένο Νοέμβριο για το "Reflektor" σημείωνα ότι το τέταρτο άλμπουμ των Arcade Fire θα λειτουργήσει περίφημα στις ζωντανές τους εμφανίσεις, καθώς περιέχει πληθώρα «συναυλιακών» κομματιών. Μπορεί σε αυτό να υπάρχουν λιγότερα κομμάτια-ύμνοι (είδος στο οποίο δεν τους φτάνει καμία μπάντα μετά το 2000), αλλά δεν ήταν αυτά που τους έλειπαν. Εκεί που «υπολείπονταν» ήταν στα «πανηγυρτζίδικα», δηλαδή στα κομμάτια με τα οποία ο κόσμος, όχι απλά θα τραγουδάει, αλλά θα ξεπατώνεται σε έναν ανέμελο χορό και το "Reflektor" -όπως διαπιστώσαμε κι από κοντά- ήρθε για να γεμίσει εκείνο το κενό.

Πλέον, μαζί με τα κομμάτια του τέταρτου άλμπουμ τους, οι Arcade Fire έχουν ένα απίθανο οπλοστάσιο με εξαιρετικές συνθέσεις στη φαρέτρα τους. Κομμάτια για κάθε περίσταση. Από το λυτρωτικό (αλλά και σκοτεινό) "Funeral" του 2014, στο χρωματιστό (αλλά με έντονο άρωμα από τον Κάτω κόσμο, λόγω της αναφοράς στο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης) "Reflektor" του 2013 έχουν διαγράψει μια απίθανη μουσική τροχιά. Την πλέον αξιοζήλευτη που έχει διαγράψει μπάντα κατά τα τελευταία δέκα χρόνια.

Όπως είναι φυσικό, αυτός ο απροσδόκητος θρίαμβος των outsiders αντανακλάται στις ζωντανές τους εμφανίσεις και δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί κανέναν από τους τυχερούς που έχουν την ευκαιρία να τους δουν από κοντά. Ωστόσο, παρά τη γιγάντωσή τους, εξακολουθούν να διατηρούν ακέραιη την ψυχή που τους έκανε αυτό που είναι. Αυτό που είδαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 30/05/14 ήταν ένα άκρως χορταστικό οπτικοακουστικό θέαμα που δύσκολα θα ξεχάσουμε.

Την εισαγωγή έκανε ο γνωστός ογκώδης καθρεφτένιος χαρακτήρας του Reflektor, ο οποίος τους προλόγισε στα ισπανικά από ένα stand που βρισκόταν απέναντι στο stage. Την ίδια ώρα ανέβαινε στη σκηνή η μπάντα (για δεύτερη φορά μετά το 2005) με τον Win Butler ντυμένο στα λευκά και φωσφοριζέ. Όπως ήταν αναμενόμενο, τη συναυλία άνοιξε το ομότιτλο τραγούδι του τελευταίου τους δίσκου σε κλίμα ιδιαίτερου ενθουσιασμού. Ακολούθησε το "Flashbulb Eyes", ένα reggae κομμάτι που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τους Καναδούς να ερμηνεύουν πριν από πέντε χρόνια. Κατάλληλη στιγμή για να μετρήσει κανείς τα άτομα που βρίσκονταν επί σκηνής: δεκατέσσερις μεταξύ των οποίων και δύο περκασιονίστες από την Αϊτή, οι οποίοι την είχαν καταβρεί πίσω από τα πολύχρωμα bongos τους.



Δύο κομμάτια από το "Funeral", το "Neighborhood #3 (Power Out)" και το "Rebellion (Lies)" μας οδήγησαν στο πρώτο καθολικό sing-along, καθώς ο κόσμος -όπως συνηθίζεται- συνέχισε να τραγουδά το τελευταίο, ακόμη και μετά το τέλος του. Το είχα ξαναζήσει το σκηνικό και προ τριετίας, όταν τους έβλεπα για πρώτη φορά στο Benicassim, αλλά αυτό δεν στέρησε τίποτε από τη μαγεία της στιγμής. Παρεμπιπτόντως, περιττό να αναφέρω ότι επικρατούσε το αδιαχώρητο. Κάπου διάβασα (στον Telegraph αν δεν κάνω λάθος) ότι υπήρχε 70.000 κόσμος μόνο στους Arcade Fire (χώρια δηλαδή εκείνους που βρίσκονταν σε κάποια από τις υπόλοιπες 10 σκηνές του φεστιβάλ την ίδια ώρα).



Ακούσαμε κομμάτια και από τα τέσσερα συγκλονιστικά τους άλμπουμ με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει -όπως είναι φυσικό- στο "Reflektor" που εκπροσωπήθηκε με οκτώ κομμάτια. Δεν υστέρησε το "Funeral" (2004) με έξι, τα οποία, κακά τα ψέματα, εξακολουθούν να ηχούν αξεπέραστα. Από κοντά το "The Suburbs" (2010) με πέντε και τελευταίο το "Neon Bible" (2006) με δύο ("No Cars Go" και "Keep The Cars Running"). Περί τα μέσα του set, που παίχτηκαν τα παλαιότερα κομμάτια έγιναν και οι καθιερωμένες μετακινήσεις με τα μέλη του group να εναλλάσσονται από όργανο σε όργανο και τη Regine να περνάει όλο και περισσότερο χρόνο στα drums (π.χ. στο "Suburbs").

Μια λεπτομέρεια που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι στο πολύ έντονα παιγμένο "Rococo" (μαζί με το "Flashbulb Eyes", το μοναδικό μη χιτάκι που ακούσαμε) ο Win Butler αναπαρήγαγε τα λόγια «sugar plum fairy» που ακούγονται στην εισαγωγή του "Α Day In The Life" των Beatles (στην εκτέλεση που βρίσκουμε στην ανθολογία τους, δια στόματος Lennon εκεί), ενώ το ολοκλήρωσε με μερικούς στίχους από το "Helter Skelter", επίσης των «σκαθαριών». Ωραίος τρόπος να αποτίνει τιμή προς εκείνους που τον «διαμόρφωσαν».

Μια άλλη αξιομνημόνευτη στιγμή ήταν όταν προς το τέλος η Regine μεταφέρθηκε στη μικρή σκηνή που βρισκόταν νωρίτερα ο Reflektor για τις ανάγκες του εξαιρετικού "It's Never Over (Oh Orpheus)", το οποίο είναι το αγαπημένο μου track από τον τελευταίο τους δίσκο. Παρ' ότι το μπάσο δεν είχε τη δυναμική που ακούμε στο άλμπουμ και συνολικά ο κόσμος δεν έδειξε να συνεπαίρνεται, το κομμάτι αυτό με την υπέροχη μεταφορά του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης (εξ' ου και ο συμβολισμός με τη Regine σε διαφορετική σκηνή) ήταν από τα αγαπημένα μου σημεία στη συναυλία.



Μετά το "Sprawl II (Mountains Beyond Mountains)", με το οποίο η Regine μας μετέφερε στον πολύχρωμο κόσμο της, ανέβηκαν στη σκηνή οι περίφημες, πλέον, μάσκες με τις φιγούρες των Reflektors, αλλά και μερικές από τις πιο διάσημες φυσιογνωμίες των ημερών μας, υπό τους ήχους μιας latin εκτέλεσης του "Tequila". Ξεχώριζε η φιγούρα του Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος έπεσε και άρχισε να σπαρταρά καθώς η μπάντα ξεκινούσε το ιδανικό για κοπάνημα "Normal Person". O Butler αστειευόμενος μας πληροφόρησε ότι ο «Πάπας» είχε πιει πολύ καθαγιασμένο ύδωρ («oh-oh the Pope had toο much holy water. I told you not to drink too much holy water Pope»). Αμέσως μετά, ωστόσο, ξέχασε τα λόγια του κομματιού και κάπου εκεί έδειξε συστολή για τη «βλασφημία» του («I forgot the fucking words because of the Pope. God have mercy on my soul»). Παρ' όλα αυτά εμφανίστηκε ετοιμόλογος φτάνοντας στο ρεφρέν («But you guys know the chorus, right?»), προς γενικό χαμό.

Το ξέφρενο πάρτι συνεχίστηκε με το υπέροχα πανηγυρτζίδικο "Here Comes The Night Time", κατά τη διάρκεια του οποίου ο ουρανός γέμισε κομφετί. Απίθανη στιγμή με ένα κομμάτι που, πλέον, συνιστά μια από τις πιο απροσδόκητα επιτυχημένες «κωλοτούμπες» στην πρόσφατη ιστορία του rock. Χοροπηδούσαν κι οι πέτρες.



Η εμφάνιση των Καναδών ολοκληρώθηκε στις 02:25, μετά το λυτρωτικό "Wake Up", για το οποίο ό,τι και να γραφτεί είναι αδύνατον να μεταφέρει με ακρίβεια τη μέθεξη της στιγμής - όσες φορές κι αν την έχεις ξαναζήσει. Μου έκανε εντύπωση, πάντως, ότι το sing-along αυτού του ύμνου δεν συνεχίστηκε για ώρα μετά το τέλος του κομματιού, όπως συνηθίζεται στις συναυλίες τους. Θυμάμαι τον κόσμο στο Benicassim που είχα βρεθεί προ τριετίας, να τραγουδάει το ρεφρέν, όλο και πιο δυνατά, για τουλάχιστον ένα πεντάλεπτο. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι το πρόγραμμα του Primavera ήταν πολύ πιεστικό και ο κόσμος προτίμησε να κάνει ό,τι μπορούσε για να βρεθεί σε κάποιο άλλο σημείο του πάρκου, όπου όλο και κάτι ενδιαφέρον θα βρισκόταν σε εξέλιξη, παρά να στέκεται σε ένα σημείο και να παρατείνει μια στιγμή. Όπως και να έχει, οι Arcade Fire επιβεβαίωσαν ότι βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση -πιο εξωστρεφείς από ποτέ- και δεν άφησαν κανέναν παραπονεμένο.

Θα μου επιτρέψετε και μια αφιέρωση: «Το Kath (the amazing English girl who was drunk enough to love my voice :p)»
SETLIST

Reflektor
Flashbulb Eyes
Neighborhood #3 (Power Out)
Rebellion (Lies)
Joan Of Arc
Rococo
The Suburbs
Ready To Start
Neighborhood #1 (Tunnels)
Neighborhood #2 (Laika)
No Cars Go
Haiti
Keep The Car Running
We Exist
Afterlife
It;s Never Over (Oh Orpheus)
Sprawl II (Mountains Beyond Mountains)
Normal Person
Here Comes The Night Time
Wake Up

Disclosure (02:30 Heineken Stage)

Ο μεγαλύτερος όγκος του πλήθους που βρέθηκε στους Arcade Fire έκανε μια αργόσυρτη (λόγω του συνωστισμού) μεταβολή και κατευθύνθηκε προς τη Heineken Stage για να χορέψει υπό τους ήχους του garage-house ντουέτου των Disclosure. Έχοντας στις αποσκευές τους έναν άκρως επιτυχημένο δίσκο (θυμίζω ότι το "Settle" βρέθηκε πολύ ψηλά σε πάρα πολλές λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ του 2013 και τελικά κατατάχθηκε στην έκτη θέση της αθροιστικής υπέρ-λίστας που ετοιμάσαμε αθροίζοντας τις λίστες με τα «καλύτερα» άλμπουμ της χρονιάς, σύμφωνα με το διεθνή μουσικό Τύπο).



Μέχρι να φτάσουμε στη σκηνή που εμφανίζονταν οι Βρετανοί, ο χορός είχε στηθεί υπό τους ήχους του οικείου deep house groove από το remix του "F For You" (με τη σπουδαία Mary J. Blige στα φωνητικά). Η φλόγα δεν ήθελε πολύ για να ανάψει και να γίνει φωτιά και το πάρτι εδραιώθηκε για τα καλά με το "When The Fire Starts To Burn". Ωστόσο, η ώρα για τους Metronomy πλησίαζε και έτσι έπρεπε να διαλέξουμε. Έτσι, αφού οι Disclosure μας έκαναν τη χάρη να παίξουν τα "You & Me" και "White Noise" νωρίς (πέμπτο στο setlist τους) μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και -με βαριά καρδιά- ξεκινήσαμε προς τη Ray-ban Stage (κανένα τέταρτο από εκεί που ήμασταν) έχοντας τη συνείδησή μας ήσυχη, καθώς είχαμε ακούσει τα απολύτως απαραίτητα (ok, χάσαμε το "Latch", αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα). Ωραίοι και οι Disclosure και τρομερό ηχητικό contrast μετά τους Arcade Fire, που έκανε τη φεστιβαλική αδρεναλίνη να χτυπήσει κόκκινο.

Metronomy (03:15 Ray-ban Stage)

Υπάρχει ένας κανόνας στα φεστιβάλ που λέει ότι τα καλύτερα live έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις. Τέτοια ήταν, περίπου, η περίπτωση των Metronomy. Δεν ήταν ότι δεν τους περιμέναμε, από νωρίς τους είχαμε βάλει στο πρόγραμμα. Παρ’ όλα αυτά, κανείς από την επταμελή παρέα μας δεν ανέμενε αυτό το άψογο αποτέλεσμα. Ήταν κι η ώρα προχωρημένη και ως γνωστόν όταν τα βλέφαρα και τα γόνατα έχουν βαρύνει χρειάζεσαι ένα πολύ ισχυρό ερέθισμα για να συνεχίσεις. Αυτό ακριβώς ήταν που -απροσδόκητα- μας έδωσαν ο Joseph Mount και η εξ ορισμού soft μπάντα του. Μας πήραν από το χέρι και μας ανέβασαν στο σύννεφο που έχουν καταλύσει και από εκεί είχαμε την καλύτερη δυνατή θέα ενός επικαμπύλιου ουράνιου τόξου. Έτσι, αντί να νιώθουμε την κόπωση της μεγάλης μέρας (και νύχτας), νιώθαμε λες και είχαμε μόλις ξυπνήσει από τον πιο αναζωογονητικό ύπνο.

Το set τους ήταν μοιρασμένο, ανάμεσα στα (όχι εξαιρετικά είναι η αλήθεια) κομμάτια του τελευταίου τους δίσκου και τα παλαιότερα, σαφώς πιο αγαπημένα, τα οποία ο κόσμος τα χόρευε με ένα χαμόγελο που ξεχείλωνε τα ζυγωματικά. Άψογοι στιλιστικά, με τα λευκά τους κοστουμάκια και τα σκηνικά τους να εκπέμπουν εναλλασσόμενα απαλά χρώματα μπροστά σε ένα ροζ σύννεφο. Σε ένα τέτοιο σκηνικό η τελειότητα του "The English Riviera" (2011) λαμπύριζε σε όλο της το μεγαλείο (κι εγώ αναψοκοκκίνιζα από ντροπή που κάποτε το είχα χαρακτηρίσει «μέτριο» και απαξίωσα να γράψω την κριτική του για το Rocking.gr).



Τέλειος ήχος, πνευστά που έδιναν μια extra ευχάριστη νότα σε αυτή τη συμφωνία της wonky pop ευθυμίας. Ωραίος κι ο Mount με τα νιαουρίσματά του, αλλά εκείνη που έκλεψε την παράσταση ήταν η χαριτωμένη κοκκινομάλλα Anna Prior στα drums (τη φωνή και αλλού). Καθώς το set τους προχωρούσε, γινόταν όλο και καλύτερο για να φτάσει σε μια υπέροχα αισιόδοξη κλιμάκωση με τα "Corinne", "Everything Goes My Way", "The Upsetter" και "The Bay" να παίζονται δίπλα-δίπλα. Στο τέλος τα έσπασαν με το σούπερ "You Could Easily Have Me". Να μην τα πολυλογώ, θυμάμαι τους Metronomy σαν μια από τις πιο ευχάριστες νότες ενός -ούτως ή άλλου- χαρακτηριστικά χαρωπού φεστιβάλ.

Επίλογος 1ης ημέρας

Η ώρα πλησίαζε τις 04:30 και παρ' ότι υπήρχαν πολλά καλούδια να δει κανείς (π.χ. Jamie xx), αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε έναν από τους άγραφους κανόνες του φεστιβάλ σύμφωνα με τον οποίο: «μία ώρα λιγότερη σήμερα, δύο ώρες περισσότερες αύριο». Αν έγραφα κάτι σαν συμπέρασμα για την πρώτη ημέρα του φεστιβάλ αυτό θα ήταν ότι και μόνο για αυτά που είδαμε κατά τη διάρκειά της, άξιζε το ταξίδι στη Βαρκελώνη.

Μείνετε συντονισμένοι στο Rocking.gr για να διαβάσετε τις εντυπώσεις μας για τις άλλες δύο (κύριες) ημέρες του φεστιβάλ. The National, Pixies, Nine Inch Nails, Dr. John, Television, Foals και πολλοί-πολλοί άλλοι. Χρειάζεται να γράψουμε περισσότερα για να σας παρακινήσουμε;

Φωτογραφίες: Dani Canto - Παντελής Μαραγκός
  • SHARE
  • TWEET