Primavera Sound, Βαρκελώνη, Parc Del Fòrum, 22-26/05/2013 (Blur, Nick Cave, Phoenix κ.ά.)

«Το Primavera Sound είναι ένα φεστιβάλ εξαντλητικά χορταστικό, αλλά συγχρόνως, άκρως εθιστικό»

Από τον Παντελή Μαραγκό, 07/06/2013 @ 13:22
Το Rocking.gr βρέθηκε στη Βαρκελώνη για το 13ο Primavera Sound, το φεστιβάλ που -μέσα σε ελάχιστα χρόνια- έχει αναδειχθεί στην αιχμή του δόρατος των «ανεξάρτητων» ευρωπαϊκών events. Με προσέλευση μόλις 8.000 θεατών στην παρθενική του διοργάνωση το 2001, με μια πολύ έξυπνη στρατηγική που επικεντρώνεται σε line-ups με ανερχόμενα, «ψαγμένα» ονόματα, έφτασε να έχει σχεδόν 150.000 επισκέπτες (hipsters όλου του κόσμου ενωθείτε) στην περυσινή διοργάνωση και λογικά, ακόμη παραπάνω στη φετινή.

Primavera attendance

Η ραγδαία αύξηση στην προσέλευσή, το έχει μετατρέψει στο τρίτο πιο επικερδές event της Ισπανίας, αποδεικνύοντας ότι «δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο». Με δεδομένο το «διαχειρίσιμο» budget που απαιτείται για να κλείσει κανείς τα «ανεξάρτητα» ονόματα, στα οποία εξ ορισμού βασίζεται το Primavera, καταλαβαίνετε ότι μιλάμε για ένα μοναδικό success story. Για να καλυφθεί, μάλιστα, η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, οι διοργανωτές έχουν φτιάξει και ένα δεύτερο (συγκρίσιμα μεγάλο) event, το Primavera Optimus Sound στην Πορτογαλία.

Όπως συμβαίνει ολοένα και συχνότερα στα μεγάλα φεστιβάλ, έτσι και στο Primavera μπορείς να βρεις τα πάντα, καθώς το line-up καλύπτει ένα ευρύτατο μουσικό φάσμα. Από το Mulatu Astatke και τους Wu-Tang Clan, μέχρι τους Neurosis ή τους Om και από την Jessie Ware και τη Solange, μέχρι τους Swans, τους Grizzly Bear και τους Knife. Συνολικά, περισσότερα από 200 (!) ονόματα αποτελούν την πρώτη ύλη για έναν απίθανο φεστιβαλικό αχταρμά. Η γιγάντωσή του, ωστόσο, κατέστησε επιβεβλημένη την εισαγωγή ορισμένων πιο τρανταχτών ονομάτων, (όπως οι Blur, ο Nick Cave με τους Bad Seeds, οι My Bloody Valentine και οι Phoenix, που είχαμε την ευκαιρία να δούμε φέτος), ώστε να υπάρχει η απαραίτητη κλιμάκωση που απαιτείται όταν έχεις να διαχειριστείς τέτοια πλήθη.

Primavera line-up

Κάπως έτσι, μια παρέα τεσσάρων φίλων κλείσαμε το ταξίδι στις αρχές Μαρτίου, λίγο πριν η τιμή του full-festival εισιτηρίου αυξηθεί από τα 175 € στα 195 € (και μετά ακόμη παραπάνω, τη στιγμή που μέχρι πριν λίγες ημέρες μπορούσε κάποιος να το αγοράσει με μόλις 99 € για του χρόνου). Ένα χορταστικότατο line-up με ονόματα που θέλαμε να δούμε, τα οποία δεν είχαν και πολλές πιθανότητες να περάσουν από τα μέρη μας, σε συνδυασμό με ένα ταξίδι στην πανέμορφη Βαρκελώνη στάθηκαν καταλυτικοί παράγοντες για να μην μπορέσουμε να αντισταθούμε στον πειρασμό, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να σφίξουμε κι άλλο το ζωνάρι (συνολικά χαλάσαμε κανά χιλιάρικο έκαστος)...

Δυστυχώς, λίγες ημέρες μετά ήρθε η πρώτη κρυάδα, καθώς από το newsletter των διοργανωτών (το οποίο, συνήθως, μας ενημερώνει για ευχάριστες ειδήσεις) ήρθε μια πικρή ακύρωση. Η εξαιρετική Fiona Apple και οι πολύ καλοί Foxygen ακύρωσαν τις εμφανίσεις τους και η κρυάδα ήταν πολύ μεγάλη, καθώς η πρώτη είναι χρόνιο απωθημένο και είχε την  αγαπημένη μου περυσινή κυκλοφορία, ενώ το άλμπουμ των δεύτερων είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω ακούσει μέσα στο 2013 και αμφότερους τους περίμενα πως και πως. Στην πορεία «χάσαμε» και το Rodriguez και τους Band Of Horses και το πικρό γλυκό «έδεσε». Το χάπι μισο-χρυσώθηκε με την προσθήκη των Django Django, αλλά το μούδιασμα για την απουσία της κυρίας, δυσκολεύτηκα πολύ να το ξεπεράσω.

Fiona Apple

Πέρασε, όμως, ο καιρός˙ πήγαμε και γυρίσαμε και αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω μόνο δύο λέξεις για να περιγράψω το Primavera Sound, αυτές δε θα ήταν άλλες από τη φράση: «εξαντλητικά χορταστικό».

Αρχικά είναι οι εξαντλητικά μεγάλες αποστάσεις που ο επισκέπτης καλείται να καλύψει κινούμενος μεταξύ των δώδεκα (!) σκηνών. Με την απόσταση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων, (Heineken και Primavera, όπου, λογικά, περάσαμε τον περισσότερο χρόνο μας), να χρειάζεται ένα τέταρτο της ώρας για να καλυφθεί με τα πόδια˙ καταλαβαίνετε ότι τα πράγματα στο Primavera είναι ιδιαιτέρως απαιτητικά από πλευράς φυσικής κατάστασης. Συνυπολογίζοντας και την κούραση από το επιβεβλημένο sight-seeing στην πανέμορφη Βαρκελώνη, δε χρειάζεται να σας πω ότι, εαν σκοπεύετε να το επισκεφθείτε και φιλοδοξείτε να μην ξεμείνετε από μπαταρία, θα πρέπει να αρχίσετε προπονήσεις, από τώρα κιόλας. Για του λόγου το αληθές, ιδού ο χάρτης του venue.

Primavera Map

Για να πάρετε μια ένδειξη κλίμακας, υπολογίστε ότι το φωτοβολταϊκό πάρκο πάνω αριστερά έχει μήκος μεγαλύτερο από 120 μέτρα, οπότε καταλαβαίνετε ότι η απόσταση από την Primavera (η μεγάλη σκηνή αριστερά κάτω από το φωτοβολταϊκό πάρκο) μέχρι την Heineken (η μεγάλη σκηνή δεξιά) είναι αρκετά πάνω από ένα χιλιόμετρο και αυτό είναι ένα δρομολόγιο, που εκ των πραγμάτων, ο επισκέπτης το κάνει «Παγκράτι-Κολιάτσου».

Μετά είναι το εξαντλητικό line-up. Μιλάμε για έναν απίθανο αριθμό ονομάτων που εμφανίστηκαν (πάνω από 200), ο οποίος κάνει πολύ εύκολο να πέσεις στην παγίδα να τρέχεις όλη την ώρα από εδώ και από εκεί και τελικά να μη σου μείνει τίποτε. Βέβαια, η κούραση δεν αργεί να έρθει και πολύ σύντομα βάζεις μυαλό, κατασταλάζοντας σε 5-6 πράγματα ανά ημέρα. Μοιραία, γίνονται οδυνηροί συμβιβασμοί και ορισμένοι πολύ ενδιαφέροντες καλλιτέχνες θυσιάζονται και πιστέψτε με˙ αυτό και αν είναι εξαντλητικό!

Κάπως έτσι δεν καταφέραμε να δούμε -μεταξύ πάμπολλων άλλων- τους εξης: The Jesus And Mary Chain, The Vaccines, Swans, Om, Goat, Neurosis, Dinasaur Jr., Metz, Deerhunter, Wild Nothing, John Talabot, Peace, Titus Andronicus, Josef Van Wissem & Jim Jarmusch x Squrl, Matthew E. White, Camera Obscura, Thee Oh Sees, Dan Deacon, Liars και πολλούς, πολλούς άλλους.

Τέλος, το δίχως άλλο, εξαντλητικό είναι και το ωράριο του φεστιβάλ. Όπως συμβαίνει και με το έτερο μεγάλο φεστιβάλ της Ισπανίας, το Benicassim, ο headliner της κάθε ημέρας εμφανίζεται γύρω στη 01:30! Και μην περάσει από το μυαλό σας ότι η ημέρα τελειώνει μετά από την εμφάνιση του εκάστοτε headliner. Εξαιρετικά ονόματα εμφανίζονται και μετά από αυτόν  (εν είδει «αποκλιμάκωσης»), ενώ η ιστορία δε σταματά ούτε εκεί, καθώς γύρω στις 04:00 τα ηνία αναλαμβάνουν πολύ ενδιαφέροντες DJs. Με τα πολλά, η μουσική κοπάζει κατά τις 06:00, για να ξαναρχίσει καμιά 10αριά ώρες αργότερα. Δεδομένου ότι μεγάλα ονόματα στα οποία με δυσκολία μπορεί κανείς να αντισταθεί ξεκινούν να εμφανίζονται από τις 18:00, την ίδια ώρα που μια πανέμορφη πόλη σε καλεί να τη γνωρίσεις, καταλαβαίνετε ότι ο χρόνος για ύπνο και ξεκούραση παίρνει - με συνοπτικές διαδικασίες- αναβολή για την επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Και ναι, αν σε περιμένουν δουλειές και υποχρεώσεις, την πάτησες...

Πάντως, παρά τις υπερβολές και την απίθανη κούραση, το Primavera Sound είναι ένα φεστιβάλ άκρως εθιστικό και το αποχωρίζεσαι με πολύ βαριά καρδιά.

Ray Ban Unplugged Stage

Σε ό,τι αφορά στα λειτουργικά ζητήματα, από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μια διοργάνωση που δουλεύει σαν καλοκουρδισμένο ρολόι και είναι στημένη από ανθρώπους που σέβονται τον επισκέπτη. Εξαιρετικός ήχος (μηδενικό βουητό στα αυτιά παρά τα πολλά db) σχεδόν παντού, ελάχιστος χρόνος για την είσοδο (εφ’ όσον έχεις πάρει το βραχιολάκι και την κάρτα σου), μικρές ουρές αναμονής που κινούνται ταχύτατα (εξαιρούνται, προφανώς, τα events σε κλειστούς χώρους, όπως το Auditorium ή το Apolo Club), αμέτρητες τουαλέτες (ίσως όχι τόσο αμέτρητες για τις γυναίκες, αλλά ούτε και εκεί έβλεπες τρελές ουρές), μεγάλος αριθμός μαγαζιών για να προμηθευθείς (ακριβό είναι η αλήθεια) φαγητό και ποτά, μπόλικα μαγαζιά με βινύλια, cds, μπλουζάκια (ξεχωρίζει το περίπτερο της Rough Trade), άνετη συγκοινωνία (το Parc Del Forum απέχει 6 km από το κέντρο της Βαρκελώνης και εξυπηρετείται από μετρό, τραμ, λεωφορείο, ενώ και το ποδήλατο βολεύει μια χαρά).

Πάμε, λοιπόν, να θυμηθούμε το φετινό Primavera Sound, με δυο κουβέντες για κάθε όνομα.

«Προπαρασκευαστική» ημέρα - Τετάρτη 22/05/2013

Τυπικά η 22/05 ήταν η πρώτη ημέρα του φεστιβάλ, αλλά ουσιαστικά επρόκειτο για την προπαρασκευή πριν το κυρίως πιάτο. Σίγουρα, πάντως, ήταν η καταλληλότερη ημέρα για να ανταλλάξεις το ηλεκτρονικό εισιτήριο με το βραχιολάκι και την κάρτα εισόδου, χωρίς να χρειαστεί να σταθείς σε τεράστιες ουρές (οι οποίες όπως είπαμε, όπου σχηματίζονταν, προχωρούσαν ταχύτατα).  Παράλληλα, η μέρα αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία για να εξοικειωθούμε με το αχανές Parc Del Forum.  

Το line-up δεν είχε κάτι ιδιαίτερο πέρα από τους Vaccines (21:00).  Ωστόσο, την ίδια ώρα στο κέντρο της πόλης (Apolo Club), εξελισσόταν ένα event έκπληξη με την μπάντα που θα εμφανιζόταν στις 22:00 να μην ανακοινώνεται μέχρι τη στιγμή που θα ανέβαινε στη σκηνή. Για να έχεις πρόσβαση στο εν λόγω event έπρεπε να είσαι κάτοχος εισιτηρίου και να έχεις γρήγορα αντανακλαστικά, ώστε να προλάβεις να κατοχυρώσεις μια πρόσκληση, μέσα στον ελάχιστο χρόνο που αυτές υπήρχαν διαθέσιμες από τη στιγμή που το event ανακοινώθηκε στο επίσημο site του φεστιβάλ.

Τελικά, η έκπληξη της βραδιάς ήταν οι Breeders (οι οποίοι έμφανίζονταν και στο κανονικό φεστιβάλ) να παίζουν το ιστορικό τους άλμπουμ “The Last Splash” (1993). Ξεκάθαρα, ο κλειστός χώρος ταίριαζε πολύ καλύτερα στην grunge αισθητική σε σχέση με την εμφάνισή τους στην Primavera stage δύο ημέρες αργότερα, ενώπιον ενός ασύγκριτα μεγαλύτερου κοινού. Αλλά, κάπως έτσι χάσαμε τους Vaccines (έπαιζαν την ίδια ώρα στο Parc Del Forum), που δεν θα ξαναεμφανίζονταν και αυτό έφερε κάποια αμηχανία στον κόσμο που είχε έρθει στο event έκπληξη με τρελές προσδοκίες (με τη ράδιο αρβύλα να κάνει λόγο ακόμη και για ...Daft Punk).

Κι είχαμε και την Kim Deal να μας κάνει πλάκα για τις προσκλήσεις: «Did you have to write an essay to get in here? Ooooh, you must be veeery smart!», για να συμπληρώσει κοφτά «Is it only us you get?».

Breeders

Ήταν πολύ ωραία, πάντως στο Apolo Club. Έπαιζαν κι οι Veronica Falls (μη με ρωτάτε, δεν καταφέραμε να πάμε, γινόταν το αδιαχώρητο στην κάτω σκηνή), ενώ πολύ ενδιαφέροντες  και groovαριστοί ήταν και οι disco chillwavers Poolside από το Λος Άντζελες, οι οποίοι έπαιξαν και μια ωραιότατη διασκευή στο “Harvest Moon” του Neil Young. Δείτε τους σε ένα απόσπασμα (μέσω PrimaveraSoundTV) από την εμφάνισή τους, κατά την πρώτη ημέρα του φεστιβάλ (23/05/2013, 18:30 - Ray Ban Stage).
VIDEO

Εκείνο, πάντως, που μας έμεινε από την πρώτη γνωριμία με το φεστιβάλ ήταν η ξεκάθαρα καλή διάθεση του κόσμου που ακολουθεί το Primavera. Ένα σκουντηματάκι χρειαζόταν και η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού στο Apolo Club ήταν έτοιμη να χορέψει με το χαμόγελο στα χείλη. Εάν αυτό δεν είναι καλό σημάδι, τότε πιο είναι;

Πρώτη ημέρα - Πέμπτη 23/05/2013

Κάτι το ξενύχτι της προηγούμενης ημέρας, κάτι η πανέμορφη Βαρκελώνη, κάτι η πεντανόστιμη paella για τέσσερις που καταβροχθίσαμε˙ με τα πολλά το κυρίως μενού του φεστιβάλ ξεκίνησε για εμάς στις 19:30, παρ’ όλο που είχε πολλά και διάφορα από τις 16:00. Η νύχτα προβλεπόταν μεγάλη, όμως, οπότε μάλλον καλά κάναμε και πήγαμε αργά.

Μια ματιά στο πρόγραμμα μας έβαζε δύσκολα με το καλημέρα. Neko Case (19:20) στην Primavera Stage (δεύτερη μεγαλύτερη σκηνή, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στην είσοδο), Savages (19:30) στη σκηνή του Pitchfork (κανά 5λεπτο από την Primavera, αλλά εμείς πήραμε τον μακρύ δρόμο και το κάναμε 10λεπτο) και Woods (19:15) εκεί κοντά στη Vice Stage (τέρμα πάνω αριστερά πίσω από το τεράστιο φωτοβολταϊκό). Πέσαμε στην κλασική παγίδα και περάσαμε από όλα και όπως καταλαβαίνετε, δεν μας έμειναν και πολλά.

Savages

Λίγο η υπέροχη χροιά της Case (σε κομμάτια, ωστόσο, που δε στάθηκαν ικανά να μας κρατήσουν), λίγο οι ψυχεδελικές κιθάρες των Woods και λίγο το πιστό αντίγραφο των Siouxsie And The Banshees στο πρόσωπο του υπερhype των Savages και πριν το καταλάβουμε είχε έρθει πλέον η ώρα να κάνουμε το πρώτο μεγάλο ταξίδι μέχρι την άλλη άκρη του πάρκου, όπου εμφανίζονταν οι Tame Impala. Προσωπικά, η βόλτα αυτή ήταν μακράν η πιο όμορφη που έκανα, καθώς στην πορεία με περίμενε ένα αναπάντεχο σμίξιμο με δυο αγαπημένους παλιόφιλους (Έλενα + Νικόλα και εις άλλα με υγεία).

Tame Impala (20:30 - Heineken Stage)

Την μπάντα του Kevin Parker την είχα δει προ διετίας στο Benicassim. Και τότε έπαιζαν στη μεγάλη σκηνή, αλλά το κοινό ήταν ελάχιστο μπροστά σε αυτό που συναντήσαμε φτάνοντας στη Heineken Stage. Πλέον το status του συγκροτήματος έχει αλλάξει ριζικά μετά το θρίαμβο του “Lonerism” (2012) και (μη γνωρίζοντας τα κόλπα ακόμη) δεν καταφέραμε να πλησιάσουμε στη σκηνή περισσότερο από 30-40 μέτρα. Προσθέστε και μια ελαφρώς αρνητική κλίση στο σημείο που σταθήκαμε και καταλαβαίνετε ότι δεν καταφέραμε να τους δούμε όπως τους άξιζε (ενώ μας έζωσαν και τα φίδια για το τί θα καταφέρναμε να δούμε στις επόμενες επισκέψεις μας στη μεγάλη σκηνή).

Tame Impala

Παρ’ όλα αυτά, δεν αργήσαμε να βυθιστούμε στους μεθυστικούς psych rock ήχους, οι οποίοι μαζί με το ωραίο video art που έπαιζε στις (μετρίου μεγέθους είναι η αλήθεια) οθόνες και τη νύχτα που έπεφτε σιγά-σιγά, δημιούργησαν μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα. Το κοινό, πάντως, δε φάνηκε να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα, παρά μόνο σε χιτάκια, όπως το πολύ καλό “It Feels Like Going Backwards”.

Jessie Ware (21:55 - Pitchfork Stage)

Τα πόδια στον ώμο και βουρ για την Pitchfork Stage κάτω από το τεράστιο φωτοβολταϊκό πάρκο στη δυτική πλευρά του Parc Del Forum. Πλέον είχαμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι το λίγο από πολλούς ισοδυναμεί με καθόλου και με βαριά καρδιά δεν μπήκαμε στον πειρασμό να κάνουμε στάση στην Primavera Stage για τους Dinosaur Jr. (21:45). Η κίνηση αυτή ανταμείφθηκε με μια πολύ καλή θέση κοντά στη σκηνή και ακόμη περισσότερο με μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση από την Jessie Ware, η οποία έμοιαζε βγαλμένη από το Downton Abbey. Η αέρινη εμφάνισή της μας βοήθησε να βρούμε τα κέντρα μας και να ξελαχανιάσουμε από το πήγαινε-έλα που μας είχε αγριέψει ελαφρώς.

Jessie Ware

Ναί˙ υπάρχει ελπίδα να δεις μια συναυλία νορμάλ στο χαοτικό Primavera (το οποίο αλλάζει διαρρύθμιση κάθε χρόνο, οπότε ακόμη κι οι «παλιοί» σαν την Έλενα - βέρα Primavera- που ήρθε για τρίτη φορά έμοιαζαν να ψάχνονται). Και κάπου εκεί, τα πράγματα έγιναν ακόμη καλύτερα, καθώς ακόμη μία απροσδόκητη έκπληξη περίμενε την παρέα μας: δύο καλοί φίλοι από τα παλιά, η συμφοιτήτρια Μαρία που ζει πλέον στην Ολλανδία εμφανίστηκε από το πουθενά με τον φίλο της Γιώργο και πλέον μέσ’ την καλή χαρά, η διευρυμένη μας παρέα (οκταμελής πλέον) λικνίζεται υπό τους ήχους της Jessie φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο. Για το τέλος το πολύ καλό “Wildest Moments” και το εξίσου όμορφο “Running” (με μια ωραιότατη κορώνα για κλιμάκωση) και η βρετανίδα έχει κερδίσει με άνεση το στοίχημα.

The Postal Service (22:55 - Heineken Stage)

Ωραία η Jessie, αλλά πρέπει να τρέξουμε στην άλλη άκρη του πάρκου για τους Postal Service που ξαναέσμιξαν φέτος για να παίξουν το σημαντικότατο “Get Up” (2003). Χωρίς καλά-καλά να έχουμε φτάσει, έρχονται οι πρώτες ανατριχίλες του φεστιβάλ στο άκουσμα του κοινού να καλύπτει τη φωνή του Ben Gibbard (Death Cab For Cuttie) στο εξαιρετικό “Such Great Heights” (που σβήνει τους ήχους του Bob Mould, ο οποίος παίζει στην ATP Stage που βρίσκεται στο δρόμο μας). O κόσμος έχει πλημμυρίσει τον τόπο και βρισκόμαστε ακόμη πιο μακριά από ό,τι στους Tame Impala, αλλά και μόνο η θέα της γλυκήτατης Jenny Lewis (Rilo Kiley) πάνω στη σκηνή με κάνει να δοξάζω το Μεγαλοδύναμο, καθώς τη λατρεύω αυτήν την κοκκινομάλλα (δείτε αυτό και αυτό και αυτό και θα την αγαπήσετε κι εσείς). Κακά τα ψέματα, όμως, το “Get Up” είναι ένας ιδιαίτερος (έως άνισος) δίσκος που θέλει πολύ φανατικό κοινό για να λειτουργήσει ολόκληρο και έτσι, η ανταπόκριση του κοινού είναι εμφανής μόνο στα  “Such Great Heights” και “We Will Become Silhouettes”, παρά την τίμια εμφάνιση του group.
VIDEO

Grizzly Bear (00:15 - Primavera Stage)

Επιστροφή στην Primavera Stage και η σκέψη και μόνο ότι θα χρειαστεί να κάνουμε άλλες δυο φορές αυτό το ταξίδι (πήγαινε και έλα στη Heineken για τους headliners Phoenix) έχει αρχίσει να μας προβληματίζει έντονα για το πώς θα τη βγάλουμε καθαρή τις ημέρες που έρχονται. Η εμφάνιση των Grizzly Bear δε βοήθησε. Το μεγάλο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί είδε ένα ιδιαιτέρως εσωστρεφές set από το οποίο δεν μας έμειναν πολλά παραπάνω από τα δύο singles του “Shields” (από τις καλύτερες περυσινές κυκλοφορίες) και κάτι μέδουσες που ανεβοκατέβαιναν. Βέβαια, σε έπη σαν το “Two Weeks” και το “Sleeping Ute” (στο video που ακολουθεί ξεκινά στα 02:11), δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς.
VIDEO

Phoenix (01:40 - Heineken Stage)

Μπορεί να έχει ήδη καταντήσει κουραστικό να σας περιγράφω την ταλαιπωρία από το μακρύ ταξίδι μεταξύ των δύο μεγάλων σκηνών (Heineken και Primavera), αλλά φανταστείτε τί πακέτο (ωραίο, μη βλέπετε που γκρινιάζω) φάγαμε εμείς που έπρεπε να το περπατήσουμε έξι φορές (πάνω από 8 km μόνο για αυτό, χώρια όλα τα άλλα) κατά τη διάρκεια της πρώτης ημέρας του φεστιβάλ.

Όταν ανακοινώθηκαν ως headliners στο Coachella, θεωρήθηκε μια τραβηγμένη επιλογή. Ok, παίζουν από τα τέλη των '90s και είναι στην παρέα των Daft Punk και των Air, αλλά -κακά τα ψέματα- πόσοι τους ήξεραν πριν το (εξαιρετικό, είναι η αλήθεια) "Wolfgang Amadeus Phoenix" (2009); Για ένα φεστιβάλ με την «ανεξάρτητη» φιλοσοφία του Primavera, όμως, ταίριαζαν γάντι. Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι στον ήχο τους (και δη σε εκείνον των πρώτων δίσκων τους) συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο και οι σπουδαίοι Strokes.

Όπως ήταν λογικό, μπροστά στην πρώτη τη τάξει σκηνή του φεστιβάλ είχε συγκεντρωθεί το μεγαλύτερο πλήθος που είχαμε συναντήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όπως και στο Coachella, υπήρχε πολύ γόνιμο έδαφος για να ευδοκιμήσει η γνωστή τρολιά που ήθελε τους Daft Punk να ανεβαίνουν στη σκηνή μαζί τους, καθώς κάτι τέτοιο έχει γίνει στο παρελθόν σε μια εμφάνισή τους στο Madison Square Garden. Τελικά, όμως, το μενού περιελάμβανε μόνο την μπάντα του Thomas Mars (σύζυγος της Sophia Coppola από το 2011) και στη μεγάλη μας παρέα έγινε καλός χαβαλές σχετικά με το «βύσμα» του πεθερού Francis Ford Coppola, ο οποίος (και καλά) έχει βάλει λυτούς και δεμένους για να σπρώξει το συγκρότημα του γαμπρού του.
VIDEO

Μια χαρά ήταν οι Phoenix. Ωραία, δεμένη μπάντα, πολύ καλά φωνητικά από τον Mars με την ιδιαίτερη χροιά, τέλειος ήχος, αλλά κάτι τους έλειπε. Πιθανότατα η επιλογή τους να παίξουν μεγάλο μέρος του φετινού (όχι τόσο «άμεσου») άλμπουμ τους “Bankrupt!”, αγνοώντας την προ “Wolfgang…” δισκογραφία τους, ήταν αυτή που έπαιξε καταλυτικό ρόλο, καθώς ο κόσμος δε φάνηκε εξοικειωμένος. Up-tempo διαμάντια σαν εκείνα που βρίσκει κανείς στο “It’s Never Been Like That” (2006), θα ήταν ό,τι έπρεπε για ένα τέτοιο γιγαντιαίο live, όπου ο κόσμος εξέπεμπε τόσο καλά vibes και ήταν ικανός να στήσει τρελλό χορό με το παραμικρό. Εννοείται ότι έγινε χαμός στα απόλυτα hits του προηγούμενου άλμπουμ τους, “1901” και “Lisztomania”, όπως και στο “Entertainment” (με το οποίο έκλεισαν παρέα με τον J. Mascis), το πρώτο single του “Bankrupt!”.  Στο τέλος μας πετάξανε και τα δολάρια της πτώχευσης…



Fuck Buttons (02:25 - ATP Stage)

Όποιος τους είχε δει πριν από λίγα χρόνια στο Γκάζι, στο πλαίσιο του Synch Festival (που τόσο πολύ μας λείπει) θα θυμάται τί χαμός είχε γίνει. Προσωπικά, έχοντας βιώσει «εξωσωματικές εμπειρίες» σε εκείνο το ανεπανάληπτο DJ set (καθώς τα πριόνια μετατρέπονταν σε λυτρωτικές μελωδίες) δεν θα τους έχανα με τίποτε και ας έπαιζαν οι Fourtet (02:25) στην Pitchfork Stage, στην άλλη άκρη του πάρκου.

Fuck Buttons

Ο κόσμος λίγος σχετικά, παρ’ όλο που η ΑΤΡ (από το All Tomorrow’s Parties) Stage βρίσκεται στα 3 λεπτά από την Heineken που μόλις «σχόλασε» για την πρώτη μέρα, μετά την ολοκλήρωση της εμφάνισης των Phoenix. Τα πριόνια στη θέση τους και το κοπάνημα μου ξεκίνησε χωρίς να το πάρω χαμπάρι, λες και κάποιος μου γύρισε κάποιο διακόπτη. Το ίδιο και στους γύρω μου. Κλειστά μάτια και απόλαυση της εμπειρίας, που δεν θα προσπαθήσω να βάλω σε λόγια. Η κούραση της τεράστιας ημέρας δεν με αφορούσε πια. Παραφωνία τα τυπάκια που με «ξύπναγαν», επαναφέροντας με από τα επίπεδα που είχα πιάσει, για να σπρώξουν «κουμπιά». «Δεν θέλουμε κύριοι, love is the drug»!

Animal Collective (03:10 - Primavera Stage)

Εμπρός καλά μας πόδια! Έκτη (και τελευταία για την πρώτη ημέρα) φορά το μεγάλο ταξίδι από την μία στην άλλη άκρη του πάρκου. Μέχρι να φτάσουμε οι Animal Collective έχουν ξεκινήσει και ο κόσμος έχει γεμίσει την Primavera Stage. Καταπληκτικοί ήχοι, από άλλο Γαλαξία έρχονταν στα αυτιά μας και έγινε αμέσως αντιληπτό το μεγαλείο της ψυχεδελικής μπάντας από τη Βαλτιμόρη, που τόσο πολύ βάλλεται στα μέρη μας ως δηθενιά. Μόνο δήθεν δεν είναι οι Animal Collective, αν θέλετε την άποψή μου. Μπορεί το καλλιτεχνικό τους όραμα να μην βρίσκει πάντα στόχο, αλλά αν μη τι άλλο, αυτοί έχουν όραμα και δεν παίζουν στις ασφαλείς ζώνες των αναμασημάτων.

Animal Collective

Στην εμφάνισή τους στο φετινό Primavera, πάντως, το όραμά τους ήταν ξεκάθαρο και στα μάτια και τα αυτιά μου προσομοίαζαν με θαυματοποιούς. Ελεγχόμενοι, επικεντρωμένοι πειραματισμοί συνέθεσαν το σκηνικό ενός ολοκληρωμένου αποτελέσματος, συνεπικουρούμενου από τα πελώρια πολύχρωμα πλοκάμια που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους.  Ωστόσο, η ώρα ήταν προχωρημένη και ο κόσμος εξουθενωμένος και δεν πολυσυμμετείχε. Παρ’ όλα αυτά στο μαγικό “My Girls” υπήρξε έντονη ανταπόκριση. Η εμφάνισή τους έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου σαν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες του φεστιβάλ, αλλά έχω την αίσθηση ότι η κρίση μου μπορεί να επηρεάζεται από τη γενικότερη συμπάθεια που τρέφω για αυτούς, αλλά και την ευφορία που με γέμισε το κοπάνημα στους Fuck Buttons, οπότε κρατήστε και μια πισινή.

Όταν τελειώνουν, η ώρα έχει πάει τις 04:15 και η παρέα μας αποφασίζει να μην οδηγηθεί στο DJ set του John Talabot. Έχουμε άλλες δυο υπερφορτωμένες φεστιβαλικές ημέρες μπροστά μας και μια καταπληκτική πόλη που θέλουμε να γνωρίσουμε, οπότε αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε και να προσπαθήσουμε να βρούμε ταξί μέσα σε τόσο κόσμο. Τελικά, μετά από αρκετή αναζήτηση ανακαλύψαμε ότι τα ταξί έχουν φωλιά στη διασταύρωση των οδών Passaig del Taulat και Carrer Josep Pla (αριστερά όπως βγαίνεις από το Parc del Forum σε απόσταση ενός τετραγώνου).

Δεύτερη ημέρα - Παρασκευή 24/05/2013

Mulatu Astatke (17:00 - Auditori Rockdelux)

Η Βαρκελώνη είναι μια πόλη που ζει και αναπνέει για την αρχιτεκτονική. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι έτσι, όταν εκεί έχει μεγαλουργήσει ο Anton Gaudi. Κτίρια όλων των ειδών με κοινό τόπο μονάχα τη μοναδικότητά τους βρίσκονται σε κάθε γωνιά της πόλης. Το Auditori Rockdelux στεγάζεται σε ένα από αυτά και βρίσκεται ακριβώς πριν την είσοδο του Parc Del Forum. Με χωρητικότητα λίγο μεγαλύτερη από 3000 άτομα αποδεικνύεται πολύ μικρό για τα events του φεστιβάλ που φιλοξενούνται στο αμφιθέατρό του (κάτι σαν τις αίθουσες του Μεγάρου). Οι εμφανίσεις έχουν ξεκινήσει από τις 16:00 με τον Ethan Johns, αλλά εμείς σταθήκαμε στην τεράστια ουρά με τον πολύ αυστηρό έλεγχο για τον Mulatu Astatke και την μπάντα του, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει να παίζουν πριν από λίγη ώρα. Με τα πολλά, βρήκαμε θέση στον εξώστη, τα αναπαυτικά καθίσματα του οποίου αποδείχθηκαν βάλσαμο για την κούραση που είχε συσσωρευθεί από τη τεράστια προηγούμενη ημέρα, αλλά και από μια ωραιότατη βόλτα στο μαγευτικό πάρκο Güell.

Mulatu Astatke

Οι ήχοι της μπάντας του Astatke μέσα στο αμφιθέατρο με την υποδειγματική ακουστική έφταναν στα αυτιά μας σε όλη την τελειότητά τους και αμέσως αισθανθήκαμε το τρομερό contrast σε σχέση με την «ατσαλοσύνη» της βαβούρας των διαφόρων αποχρώσεων της indie που κυριαρχούσε στις υπόλοιπες «γωνιές» του φεστιβάλ. Εξαιρετικοί μουσικοί, περισπούδαστο παίξιμο, χωρίς ωστόσο να λείπει η αμεσότητα. Και πώς θα μπορούσε να λείπει, άλλωστε; Αυτός ο αδιανόητα cool συνδυασμός ανεμοδαρμένων πνευστών, funky drums και ταξιδιάρικων πλήκτρων είναι απλά ακαταμάχητος! Η καλή διάθεση τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στο σώμα των θεατών αναπαραγόταν με αμφίδρομο τρόπο μέχρι να φτάσουμε σε συντονισμό (και αποθέωση) στο “ Yègellé Tezeta ”, που λατρεύτηκε στο φιλμ “Broken Flowers” (2005) του Jim Jarmusch.

Kurt Vile & The Violators (18:10 - Heineken Stage)

Ωραιότατος ο Astatke, αλλά η ώρα είχε ήδη πάει 18:10 κι εμείς καλά-καλά δεν είχαμε μπει στον κυρίως συναυλιακό χώρο του Parc Del Forum. To “Wakin On A Pretty Daze” του Kurt Vile είναι ο αγαπημένος μου δίσκος το τελευταίο διάστημα και ήθελα οπωσδήποτε να ακούσω τα κομμάτια του από κοντά. Παρά τις μουσικές που έφταναν στα αυτιά μας από τις διάφορες σκηνές που προσπερνούσαμε καθ’ οδόν προς το μεγαλύτερο stage του φεστιβάλ και παρά την τεράστια απόσταση που μας χώριζε από τη Heineken Stage ήμουν απολύτως πεπεισμένος ότι ο Vile και η παρέα του έπαιζαν το υπέροχο 10λεπτο εναρκτήριο track (“Wakin On A Pretty Day”) από το τελευταίο του άλμπουμ. Γαμώτο μου, δεν ήθελα με τίποτε να το χάσω! Μέχρι να φτάσουμε είχε παίξει άλλες τρεις από τις κομματάρες του (“Jesus Fever” από το προηγούμενό του και “Was All Talk”, “KV Crimes” από το “Wakin...”) και με το ζόρι προλάβαμε το τέλος του “Shame Chamber”. Καταραμένη απόσταση. Πανάθεμά σε κι εσένα Mulatu Astatke που μας μάγεψες και δεν καταλάβαμε πως πέρασε η ώρα. Το υπόλοιπο του set ήταν λιγότερο μελωδικό και βουτηγμένο σε ζόρικα τζαμαρίσματα. Δεν είναι για αυτά, όμως, που τον αγάπησα και ομολογώ ότι έβρασα στο ζουμί μου για εκείνα που έχασα.

Kurt Vile

Ο κόσμος μπροστά στη σκηνή ήταν αρκετά αραιός και επιτέλους καταλάβαμε με ποιον τρόπο θα καταφέρναμε να βρεθούμε κοντύτερα στη σκηνή, ακόμη και όταν δεν καταφθάνουμε εγκαίρως (βλέπε Blur).

Django Django (20:25 - Heineken Stage)

Οι Σκωτσέζοι συμπεριλήφθηκαν στο line-up του φεστιβάλ, αμέσως μετά την οδυνηρή ανακοίνωση της ακύρωσης των εμφανίσεων της Fiona Apple και των Foxygen. Με έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους της περασμένης χρονιάς στις αποσκευές τους (ο οποίος είναι άκρως συναυλιακός) ήταν από τα ονόματα για τα οποία υπήρχε μεγάλη προσμονή. Και πράγματι, οι προσδοκίες μας αποδείχθηκαν απολύτως δικαιολογημένες με μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του φεστιβάλ (τουλάχιστον από αυτές τις λίγες, εκ των πραγμάτων, που καταφέραμε να δούμε). Οι γρήγοροι ρυθμοί, οι περίεργες μελωδίες, τα έξυπνα εφέ και αυτά τα χαρακτηριστικά «υποβολιμαία» φωνητικά των δύο μπροστάρηδων του συγκροτήματος δεν άφησαν και πολλούς στην ησυχία τους. Τουλάχιστον εκεί μπροστά από τη σκηνή που ήμασταν εμείς, οι πάντες χόρευαν.  Ιδιαίτερα στα “WOR” και “Default” έγινε ένας ωραιότατος feel good χαμούλης.

Django Django

The Breeders performing “Last Splash” (21:25 - Primavera Stage)

Την Kim Deal και την παρέα της είχαμε την ευκαιρία να τους δούμε δυο ημέρες πριν, στο event έκπληξη στο Apolo Club. Έτσι, αποφασίσαμε να κινηθούμε προς τη Solange (21:35 - Pitchfork Stage), κάνοντας όμως πρώτα μια μικρή στάση για να ακούσουμε από κοντά (λέμε τώρα) το θρυλικό “Cannonball”, το οποίο με το ζόρι προλάβαμε ερχόμενοι σχεδόν τρέχοντας από την άλλη άκρη του πάρκου μετά τους Django Django. Γεμάτη η Primavera Stage από κόσμο που έχει μια ευκαιρία να ακούσει έναν από τους σημαντικότερους δίσκους της εποχής του grunge, αλλά εμείς κατηφορίσαμε για τη σκηνή του Pitchfork, όπου ο κόσμος είναι μπόλικος για τη μικρή αδελφή της Beyoncé.

Η παρέα μας δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα από τη neo-soul της Solange και έπειτα από 2-3 κομμάτια, με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίσαμε να ξαναγυρίσουμε στους Breeders. Με τα πήγαινε-έλα, όμως, το διάρκειας 40 λεπτών “Last Splash” οδεύει προς το τέλος του και ακολουθούν μερικά κομμάτια από την υπόλοιπη δισκογραφία της μπάντας που μόλις φέτος -μετά το 1995- επανενώθηκε με την «ιστορική» της σύνθεση. Cool εμφάνιση (ακούστηκε και το “Happiness Is A Warm Gun” των Beatles), αλλά το physique των μελών του συγκροτήματος περισσότερο σε μεγαλογυναίκες που είπαν να αναβιώσουν τις δόξες της νιότης τους παρέπεμπε, παρά σε «rock stars» (sic). Ιδιαίτερα εκείνη η Josephine Wiggs στο μπάσο, έτσι φασκιωμένη που ήταν (είχε πολύ κρύο είναι αλήθεια) έμοιαζε βγαλμένη από την μπάντα του Ρακιντζή στη Eurovision.

Tinariwen (22:45 - Ray Ban)

Την ίδια ώρα που στη μεγαλύτερη σκηνή παίζουν οι Jesus And Mary Chain, η παρέα μας προτίμησε να δει από κοντά τους Tuareg από την έρημο Σαχάρα του βόρειου Μάλι. Η μπάντα σχηματίστηκε το 1979 από τον Ibrahim Ag Alhabib, ο οποίος όταν ήταν μόλις τεσσάρων ετών έγινε μάρτυρας της δολοφονίας του πατέρα του κατά τη διάρκεια της καταστολής μιας εξέγερσης. Έπρεπε να περάσουν πολλά-πολλά χρόνια και τελικά τα blues της ερήμου, αυτής της απίθανα true κολλεκτίβας έγιναν γνωστά στο δυτικό κόσμο μόλις πριν από 6-7 χρόνια (θυμίζω ότι το 2009 μας είχαν επισκεφθεί στο πλαίσιο του πρώτου Kosmos Festival, που -όπως και το Synch- τόσο πολύ μας λείπει τα τελυταία χρόνια).

Tinariwen

Το set ξεκίνησε χωρίς τον Ag Alhabib πάνω στη σκηνή, αλλά οι απίθανες, funky μπασογραμμές, οι γεμάτες ψυχή blues κιθάρες, τα καταπραϋντικά φωνητικά και το συλλογικό πνεύμα κέρδισαν αμέσως τους θεατές. Κι όταν, έπειτα από 3-4 κομμάτια, εμφανίστηκε κι ο ηγέτης της μπάντας, ο κόσμος ξέσπασε από ενθουσιασμό. Δεν ακούσαμε πολλά από το εξαιρετικό “Imidiwan: Companions” (2009), αλλά και πάλι η εμπειρία ήταν ιδιαιτέρως ικανοποιητική. Μια εμφάνιση που ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη. Τόσο από το κοινό, όσο και από την μπάντα.

James Blake (00:15 - Primavera Stage)

Τη neo-soul του Blake την απόλαυσα αραχτός στο χορτάρι, στα 100 μέτρα από την Primavera Stage, κάτω από ένα ολόγιομο φεγγάρι και αν θέλετε τη γνώμη μου δύσκολα θα έβρισκα πιο ταιριαστό σημείο (σύντομα έγινε κι εκεί το αδιαχώρητο, αλλά εγώ είχα ήδη κατοχυρώσει τα τετραγωνικά μου). Φόρτισα τις μπαταρίες μου εν όψει Blur και δε στερήθηκα και πολλά από την εμπειρία.  Aκόμη και σε τόσο μεγάλη απόσταση από τη σκηνή, το ωστικό κύμα από τα dubstep μπάσα έφτανε αυτούσιο στα έγκατα της κοιλιάς μου (ενώ οι φίλοι μου που τον είδαν από κοντά «ανακατεύτηκαν» λιγάκι). Ενδιαφέροντες  ήχοι, αλλά όχι ιδιαίτερα προσβάσιμοι για όποιον δεν είναι εξοικειωμένος με τα τερτίπια του τελευταίου του άλμπουμ, “Overgrown”. Και ναι, το “Limit To Your Love” εξακολουθεί να είναι (με διαφορά) ό,τι καλύτερο μας έχει δώσει.

Blur (01:30 - Heineken Stage)

Εντάξει, ό,τι και να λέμε τώρα δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι το μέγεθος μετράει. Καλά όλα τα άλλα τα «ανεξάρτητα» και τα ανερχόμενα, αλλά η ορμή με την οποία επιβάλλεται το πραγματικά «μεγάλο» όνομα δε συγκρίνεται σε τέτοιες περιστάσεις που πρέπει να ικανοποιήσεις τα πλήθη. Τελεία και παύλα, οι Blur δεν έγιναν μεγάλοι από τύχη. Έχουν βγάλει ένα κάρο εξαιρετικά κομμάτια, που «γέρασαν» με χάρη παραμένοντας αναλλοίωτα (για να μην πω ότι σήμερα ακούγονται ακόμη καλύτερα), ενώ -ούτως ή άλλως- εξ αρχής είχαν την ιδιότητα να αναρριχούνται σε περίοπτη θέση στο soundtrack της ζωής μας.

Είναι αλήθεια ότι στην εμφάνισή τους στην Αθήνα τον Ιούλιο του ’99 δεν είχαν αφήσει και τις καλύτερες εντυπώσεις. Έτσι όπως τα θυμάμαι τώρα, η αστοχία τους εδραζόταν σε τρεις πυλώνες: i. οι μεταξύ τους σχέσεις δεν ήταν και στα καλύτερά τους, ii. έκαναν το «λάθος» να εστιάσουν στο “13” (1999) που είχαν πρόσφατα κυκλοφορήσει (και, ως γνωστόν, κινήσεις αυτού τους είδους δεν τις πολυεκτιμούμε στα μέρη μας) και iii. την ίδια ημέρα είχε προηγηθεί μια εξαιρετική εμφάνιση των Placebo, οι οποίοι την εποχή των δύο πρώτων δίσκων τους είχαν μια απίθανη ορμή, που εξυπηρετούσε απείρως καλύτερα τις ανάγκες του διψασμένου για ψυχωμένα live ελληνικού κοινού.

Από το 2009 που επαναδραστηριοποιήθηκαν έπειτα από μια μεγάλη ανάπαυλα, οι συναυλίες τους θεωρούνται από τα καλύτερα πράγματα που μπορεί να δει κανείς (επανειλημμένως ψηφίζονται ως “best live act” έκτοτε). Του λόγου το αληθές είχαμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε σε μια κατάμεστη, γιορτινή Heineken Stage. Μάλιστα, το διαπιστώσαμε απολαμβάνοντάς τους από αρκετά κοντινή απόσταση, καθώς μετά τις επισκέψεις μας στη σκηνή νωρίτερα το απόγευμα, πλέον είχαμε μάθει τον αποδοτικότερο τρόπο για να την προσεγγίζουμε.

Blur

Αξίζει να σας περιγράψω τον τρόπο με τον οποίο καταφέραμε να παρακάμψουμε χιλιάδες κόσμου και να βρεθούμε μπροστά, καθώς πρόκειται για μια πληροφορία που μπορεί να σας φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμη, εάν κάποια στιγμή βρεθείτε σε εκείνα τα μέρη. Χωρίς να έχουμε φτάσει πολύ νωρίς, λοιπόν, πλησιάσαμε τη σκηνή από την αριστερή πλάγια πλευρά της (από τα δεξιά που ερχόταν ο κόσμος, ούτε κουβέντα, καθώς εκεί εμφανίστηκαν οι The Wedding Present σε μια σκηνή βγαλμένη από το πουθενά), ώστε να μπούμε στον -ανοιχτό από τα πλάγια- χώρο μπροστά στο stage, ο οποίος στο πίσω μέρος του είναι αποκλεισμένος με κάγκελα για την αποφυγή συνωστισμού. Σύντομα κολλήσαμε και ενώ ακόμη βρισκόμασταν πολύ πλάγια, αλλά όταν άρχισε το χοροπηδητό στο “Girls & Boys” με το οποίο ξεκίνησε η γιορτή, βρήκαμε την ευκαιρία μέσα στον καλό χαμό και καταφέραμε να τρυπώσουμε, φτάνοντας πολύ κοντά στο κέντρο (στρατηγική βγαλμένη από τις φάλαγγες του Μεγ. Αλεξάνδρου).

Οι Blur βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση, πράγματι. Ιδιαίτερα τον υπερδραστήριο (και τόσο υποτιμημένο στα μέρη μας) Damon Albarn ο χρόνος μοιάζει να μην τον έχει αγγίξει καθόλου. Σε αντίθεση με ό,τι είχαμε δει στην Αθήνα, ήταν υπερκινητικός και ιδιαιτέρως επικοινωνιακός. Κατέβηκε στον κόσμο (από θαύμα κράτησε το παντελόνι του) και υποστήριξε με άνεση ένα ολοκληρωμένο show. Είναι γνωστό ότι το συγκρότημα έχει τα κομμάτια για να δώσει ένα live γεμάτο οικείες στιγμές, που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο, αλλά ειλικρινά δεν τους περίμενα τόσο καλούς. Ο κόσμος το εισέπρατε και ανταπέδιδε με συνεχές sing along.

Blur

Ακόμη και όταν μετά το χορό του “There’s No Other Way” ήρθε το Beatle-ικό “Beetlebum”, το οποίο μας έβαλε σε μια σειρά από low-tempo κομμάτια, η προσοχή του κόσμου παρέμεινε αμείωτη και η γιορτή δεν είχε χάσει τίποτε από την αίγλη της όταν αναζωπυρώθηκε με ένα τρομερό σερί: “Coffee & TV” (με τον Coxon μπροστάρη), “Tender”, “Country House”, “Parklife”, “End Of A Century”, “This Is A Low” στη σειρά και γέλαγαν και τα μουστάκια μας από χαρά (ιδιαίτερα στο “Tender”, το τραγούδι του κόσμου «σκέπασε» τον Albarn).  

Κάπου εκεί αποχώρησαν από τη σκηνή για να επιστρέψουν με ένα encore που ξεκίνησε με ένα από τα πρόσφατα κομμάτια τους (το πολύ ενδιαφέρον “Under The Westway”) και σιγά-σιγά φτάσαμε στο τέλος μιας φανταστικής εμφάνισης με το μελωδικότατο “The Universal” και το (κάπως αταίριαστο μετά από αυτό) “Song 2”, στο οποίο γίναμε «pins and needles». Εξαιρετικοί.

The Knife (03:20 - Primavera Stage)

Μετά τους Blur επικρατεί πολλή κίνηση και για να καλύψουμε τη μεγάλη απόσταση από τη Heineken στην Primavera Stage χρειαστήκαμε κανά μισάωρο. Εκεί οι Knife από τη Σουηδία είχαν ήδη καταλάβει τη σκηνή και είχε στηθεί ένα περίεργο, αλλά ξεκάθαρα ενδιαφέρον παρτάκι. Χορευτές επί σκηνής δίνουν ένα ξεχωριστό χρώμα που θυμίζει τα καμώματα της Björk. Το ηλεκτρονικό ντουέτο από τη Στοκχόλμη δεν είναι και το πιο εύκολο άκουσμα του κόσμου (ακόμη και για τα μέτρα της πειραματικής indietronica), αλλά κατάφερε με άνεση να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού, που τέτοια ώρα ήθελε απλά να συνεχίσει να χορεύει.

Daphni (dj set) (04:15 - Ray Ban Stage)

Μετά τους Knife, κατηφορίσαμε στη Ray Ban Stage για τον Daniel Victor Snaith, ή αλλιώς Daphni (γνωστός και ως Caribou ή Manitoba πριν από αυτό). Από τους πρώτους ήχους του συνειδητοποιούμε ότι ο 34χρονος Καναδός είναι ένας άνθρωπος που την κατέχει πολύ καλά την τέχνη του. Ομολογουμένως χαρισματικός, ο κάτοχος PhD στα Μαθηματικά γέμισε και ξεσήκωσε τη σκηνή με πανέξυπνα samples (από bluegrass και αφρικάνικα, μέχρι ρετρό σεβεντήλες), χωρίς να παραλείψει τις δικές του «ψαγμενιές» από το εξαιρετικό περσινό του άλμπουμ. Ένα show που σκόρπισε ευφορία και κράτησε ζεστό τον κόσμο, παρά την πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Προσωπικά, πάντως, τα είχα φτύσει από ακόμη μια τεράστια ημέρα και έτσι κουλουριασμένος, όπως  προσπάθησα να τη βγάλω στην κερκίδα (περιμένοντας τα άλλα τα ρεμάλια που είχαν τον ασυμμάζευτο), το δάγκωσα κανονικότατα.

Κάπως έτσι, έκλεισε η δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ. Με την κούραση να έχει βαρέσει κόκκινο και το κρύο να έχει απλωθεί απειλητικότατο καθώς χάραζε. Με τούτα και με εκείνα πάντως, μπορεί να είδαμε πολλά και αξιόλογα, αλλά πολύ περισσότερα ήταν εκείνα που χάσαμε και αυτό, εκτός από το να δημιουργεί ένα αίσθημα ανικανοποίητου, μας έκανε να ξύνουμε τα κεφάλια μας απορημένοι για το υπερφορτωμένο line-up του φεστιβάλ και την σκοπιμότητά του.  

Τρίτη ημέρα - Σάββατο 25/05/2013

Pantha Du Prince & The Bell Laboratory (16:00 - Auditori Rockdelux)

Κακό του κεφαλιού μου, αλλά δεν κατάφερα να παρευρεθώ στην εμφάνιση του Γερμανού minimal techno / dark ambient DJ και παραγωγού Hendrik Weber, γνωστού ως Pantha Du Prince. Ευτυχώς, όμως, ήταν εκεί ο ένας από τους τέσσερις της παρέας μας (ο Στανταλάρας, o MVP), ο οποίος εκστασιασμένος από αυτό που είδε επέμενε ότι ήταν μια τις πιο καλύτερες εμφανίσεις του Primavera, απειλώντας με παράλληλα, πως εάν δεν γράψω για αυτό που είδε θα με ξεκόψει από κουμπάρο!  Σας μεταφέρω, λοιπόν, τις εντυπώσεις του:

«Με ένα σωρό καμπανάκια και κάθε λογής περίεργα όργανα (το μεγαλύτερο εξ αυτών μια «ντουλάπα» - σωστό περίπτερο 2x2x2m) ο Pantha Du Prince και οι The Bell Laboratory που τον πλαισίωναν συνέθεσαν ένα ολοκληρωμένο show που κράτησε κομμένη την ανάσα των θεατών. Παρακολουθώντας το ένοιωθες να γίνεσαι εξυπνότερος, καθώς αυτό το απίθανο ηχητικό μείγμα εισχωρούσε στα έγκατα του εγκεφάλου σου. Καταπληκτικοί, σπάνιοι ήχοι από κάτι τύπους με ποδιές, που συμπύκνωναν την καλή πλευρά του στερεοτύπου του τρελού επιστήμονα. Απολύτως δίκαια, το χειροκρότημα που εισέπραξαν ήταν από τα πιο θερμά του φεστιβάλ και τα 2 encores για αυτήν την υπερπλήρη -γεμάτη θεατρικότητα- οπτικοακουστική εμπειρία ήρθαν ως φυσική συνέπεια. Φέρτε τους γρήγορα στα μέρη μας».  

Dead Can Dance (21:00 - Ray Ban Stage)

Δύο ακυρώσεις (αυτή του Rodriguez που θα έπαιζε στις 19:45 στην Primavera Stage και εκείνη των Band Of Horses που ήταν προγραμματισμένοι για τις 20:55 στη Heineken) άλλαξαν τις προτεραιότητές μας και από το να πάμε νωρίς στο Parc Del Forum προτιμούμε μια άνοδο μέχρι το κάστρο του Montjuic (περνώντας από το Font màgica, το Palau Nacional, το Palau Sant Jordi και το Ολυμπιακό Στάδιο), από όπου έχει κανείς την καλύτερη θέα της Βαρκελώνης.  Με το κρύο να εξακολουθεί να κάνει τη ζωή μας δύσκολη (ευτυχώς γλυτώσαμε τη βροχή) φτάσαμε στην ώρα μας για να δούμε τους Dead Can Dance. Την ίδια ώρα είχαμε τις επιλογές των Deerhunter (20:55 στη Heineken Stage) και του συμπαθητικού Καναδού Mac DeMarco (20:50 στην Pitchfork Stage).  

Η μαγική φωνή της Lisa Gerrard και η ευγενική παρουσία του Brendan Perry συνιστούν σταθερές αξίες και αυτό επιβεβαιώθηκε στην εμφάνισή τους στο Primavera, η οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο υλικό του περυσινού τους άλμπουμ "Anastasis". Όπως είχε συμβεί και στις πρόσφατες εμφανίσεις τους στα μέρη μας, ακούσαμε και το “Είμαι Πρεζάκιας (Πρέζα Όταν Πιεις)” (αθάνατο από τη Ρόζα Εσκενάζυ) με το κοινό να δείχνει θετικότατη ανταπόκριση (η πιο εκδηλωτική στην εμφάνισή τους) τόσο στο κομμάτι, όσο και στην εισαγωγή του Perry, η οποία περιείχε μια ξεκάθαρη έκφραση αλληλεγγύης προς τον δοκιμαζόμενο λαό μας.

Dead Can Dance

Ωστόσο, παρά την αρτιότατη εμφάνιση και την ωραία ατμόσφαιρα που δημιούργησαν δεν θα έλεγα ότι μας επισκέφθηκε η Μούσα της μυσταγωγίας που συχνά «απλώνεται» στις εμφανίσεις τους. Κακά τα ψέματα, οι κλειστοί ή οι ιδιαίτεροι «ιστορικοί» χώροι τους ταιριάζουν καλύτερα από μια από τις πολλές σκηνές ενός φεστιβάλ σαν το Primavera. Μην με παρεξηγήσετε, μια χαρά περάσαμε βλέποντάς τους αραχτοί στο χορτάρι που βρίσκεται παραπλεύρως της κερκίδας της Ray Ban Stage, αλλά δεν μπορώ να πω ότι συγκλονιστήκαμε κιόλας.

Wu-Tang Clan (22:20 - Primavera Stage)

Όταν κατευθυνθήκαμε προς τη δεύτερη μεγαλύτερη σκηνή του Primavera για να δούμε τους Wu-Tang Clan επικρατούσε ήδη το αδιαχώρητο. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι έτσι όταν επί σκηνής βρισκόταν η «Εθνική» hip hop της ανατολικής ακτής; RZA, GZA, Method Man, Raekwon, Ghostface Killah κ.α. κλείνουν φέτος 20 χρόνια (όχι ακριβώς μαζί, αλλά ok) και από καιρό θεωρούνται από πολλούς το σημαντικότερο γκρουπ στην ιστορία του hip hop. Το ευρωπαϊκό κοινό δεν έχει συχνά την ευκαιρία να τους δει, οπότε είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για μια από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές του φεστιβάλ.
VIDEO

Εμείς δεν καταφέραμε να πλησιάσουμε περισσότερο από 50 μέτρα στη σκηνή (τα «κόλπα» μας δεν περάσανε στην Primavera Stage), αλλά ακόμη και σε τέτοια μεγάλη απόσταση ο κόσμος γύρω μας είχε πιάσει το ρυθμό (ενίοτε χοροπήδαγε κιόλας) και γενικά φαινόταν να απολαμβάνει αυτό που έβλεπε, χωρίς να παίρνω κι όρκο ότι καταλάβαινε τί ακριβώς ήταν αυτό. Αυτά είναι τα περίεργα των σύγχρονων μεγάλων φεστιβάλ και αυτή -κατά έναν ανορθόδοξο τρόπο- είναι μια βασική συνιστώσα της ομορφιάς τους. Από τη μία έχεις τον Nick Cave ή (ακόμη περισσότερο) τους Om ή τους Neurosis και από την άλλη τους Wu-Tang Clan. Εμείς, πάντως στις 23:00 φύγαμε, μπας και πιάσουμε καμιά θέση της προκοπής για τον Cave, που έπαιζε μετά από κανά μισάωρο ...στην άλλη άκρη του κόσμου. Όταν αφήναμε τη σκηνή, οι Wu-Tang έκαναν τα δικά τους σαμπλάροντας το “Come Together” των Beatles...

Nick Cave & The Bad Seeds (23:35 - Heineken Stage)

Παρ’ όλο που φτάσαμε στην ώρα μας, ήταν πολύ δύσκολο να καταφέρουμε να πλησιάσουμε τη σκηνή όσο θα θέλαμε. Βάλαμε όλη μας την τέχνη και φτάσαμε περίπου εκεί όπου καταφέραμε να βρεθούμε και την προηγούμενη ημέρα, λίγο πριν αρχίσουν οι Blur. Το πρόβλημα είναι ότι με τον Cave και την παρέα του δεν αναμενόταν κοπάνημα, οπότε δεν βρήκαμε την ευκαιρία να «χωθούμε» περισσότερο σε κάποια χοροπηδηχτή αναμπουμπούλα (όπως συνέβη από το πρώτο κιόλας κομμάτι των Βρετανών).

Δεν πειράζει, όμως˙ κι από εκεί στο πλάι, το μεγαλείο του σπουδαίου Nick Cave ήταν απολύτως ευδιάκριτο. Παρά τα 55 χρόνια του, παραμένει 100% παθιασμένος, αθυρόστομος, θεατρικός, ευλύγιστος και εν γένει φλιπαρισμένα πρόστυχος. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι από τόσους και τόσους που είδαμε στην πολύ κρύα για την εποχή Βαρκελώνη, ήταν από τους ελάχιστους που κατάφερε να στάζει από ιδρώτα.  Αρχικά εμφανίστηκε με λαμέ σακάκι (και περισσότερα μαλλιά απ’ ότι συνήθως...) βρίζοντας «it’s fucking freezin’ out here», αλλά σύντομα (στο θρυλικό “From Her To Eternity” αν δεν κάνω λάθος, το οποίο παίχτηκε τρίτο μετά τα «καινούργια» “We No Who U R” και “Jubilee Street”, όπου χύθηκε το «πρώτο αίμα») έμεινε μόνο με το πουκάμισό του.

Nick Cave & The Bad Seeds

Το setlist ήταν «δύσκολο», με μπόλικες από τις «δολοφονικές» στιγμές του (“Red Right Hand”, “Jack The Ripper”, “Stagger Lee”) και συνολικά περιείχε έντεκα κομμάτια (τέσσερα εκ των οποίων από το "Push The Sky Away"), «απλωμένα» με αιμοσταγή αρχοντιά.

Αυτό που μας παρουσίασαν ο Cave κι οι εξαιρετικοί Bad Seeds καταχωρείται χωρίς πολλά-πολλά, ως μια από τις πιο πειστικές εμφανίσεις του φεστιβάλ που δεν άφησε ασυγκίνητους ακόμη και εκείνους που δε συγκαταλέγονται στους φανατικούς φίλους τους. Ο σπουδαίος Αυστραλός προσέφερε άρτο και θεάματα με γυαλισμένο μάτι και μπόλικο χιούμορ. Τι να πει κανείς για το απίθανο “Stagger Lee”; Θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει ως η καλύτερη στιγμή όλου του φετινού Primavera.

«Cause I’m a bad motherfucker, don’t you know, that I’d crawl over fifty good pussies just to get to one fat-boy’s asshole, cause I’m Mr. Stagger Lee!» (στα 01:51 του video που ακολουθεί και λίγο μετά ένα μεγαλοπρεπές «Suck my dick» προς τον Conway Savage στα πλήκτρα)   
VIDEO

Δεν έλειψαν και τα καθιερωμένα “The Weeping Song”, “Tupelo” (με την απαραίτητη υπόκλιση στο Βασιλιά Elvis) και“The Mercy Seat” («an eye for an eye and a tooth for a tooth and anyway I told the truth and I'm not afraid to die» και η ανατριχίλα να χτυπάει κόκκινο). Γενικά ήταν μια φορτισμένη και χορταστική εμφάνιση που δύσκολα μπορεί κανείς να ξεχάσει, ακριβώς όπως δύσκολα ξεχνιέται ο συγκλονιστικός Cave.

Με τούτα και με ‘κείνα πέρασε μια ώρα χωρίς να το καταλάβουμε. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι μετά από μια τέτοια εμφάνιση προτιμήσαμε να αράξουμε στο πλησιέστερο υπόστεγο για να τσιμπήσουμε (και να χωνέψουμε αυτό που είδαμε), παρά να τρέχουμε για να δούμε τους Liars (01:00 - Pitchfork Stage), ή τους Phosphorescent (00:55 - ATP Stage). Άλλωστε, από τα ηχεία της μεγάλης σκηνής ερχόταν στα αυτιά μας ένα πολύ ενδιαφέρον DJ set.

My Bloody Valentine (02:25 - Heineken Stage)

Το τελευταίο όνομα που εμφανίστηκε στη μεγάλη σκηνή του φεστιβάλ δεν ήταν άλλο από τη δεύτερη μεγαλύτερη επιστροφή της χρονιάς (μην ξεχνάμε, υπάρχει κι ο Bowie). Οι μεγάλοι της shoegazing σχολής My Bloody Valentine επέστρεψαν φέτος έπειτα από 22 (!) ολόκληρα χρόνια με το "M B V" έναν απίθανο δίσκο, που με έναν μαγικό τρόπο συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το εμβληματικό “Loveless” (1991).

Ο Kevin Shields και η παρέα του μπροστά από ένα τείχος ενισχυτών, μας έδωσαν ένα βουνό θορύβου και παραμόρφωσης πλημμυρισμένης με reverb. Παρ’ όλα αυτά, σύντομα συνέβαινε αυτό που στη Νευρολογία αποκαλείται «εξοικείωση υποδοχέα» (η αύξηση του ουδού διεγερσιμότητας, δηλαδή της απαιτούμενης έντασης ενός ερεθίσματος, ώστε αυτό να γίνεται αντιληπτό μετά την επιβολή ενός παρατεταμένου ερεθίσματος) και η βαβούρα μετατρεπόταν σε λευκό θόρυβο που πέρναγε σε δεύτερη μοίρα για να αναδειχθούν οι χαρακτηριστικές μικρομελωδίες των Ιρλανδών.  

My Bloody Valentine

Τα γνωστά ανεπαίσθητα φωνητικά του Shields και της Bilinda Butcher παραήταν ανεπαίσθητα είναι αλήθεια, αλλά η μαγεία του ήχου της μπάντας (απείρως πιο εύκολα κατανοητή στα live απ’ ότι στους δίσκους) προσωπικά με παρέσυρε σε μια εμπειρία ιδιαιτέρως απολαυστική. Και αυτοί, όπως και ο Cave, από τα καλύτερα πράγματα που είδαμε στο φεστιβάλ.

Hot Chip (03:50 - Primavera Stage)

Τους περιμέναμε καλύτερους τους Hot Chip. Στο Synch πριν μερικά χρόνια ήταν εξαιρετικά κεφάτοι και η εμφάνισή τους μας είχε μείνει. Δυστυχώς δε συνέβη το ίδιο στο Primavera και είναι κάπως κρίμα, καθώς ουσιαστικά επρόκειτο για το τελευταίο «μεγάλο» live του φεστιβάλ. Έχοντας την εικόνα τους από το Γκάζι ολοζώντανη στο μυαλό μου, τους ήθελα σαφώς πιο κινητικούς και χαρούμενους. Δεν ήταν κακοί, -κάθε άλλο- αλλά τους έλειπε η γνωστή σπιρτάδα. Ο (πολύς) κόσμος, πάντως, ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει αυτό το υπέροχο πολυήμερο πάρτυ να τελειώσει έτσι απλά και συνέχισε να χορεύει και να περνάει καλά. Ο ρυθμός βοήθησε και θα γινόταν χαμός εάν η μπάντα ήταν σε λίγο καλύτερη φόρμα. Εννοείται, βέβαια, ότι κομμάτια σαν το "Over And Over" δεν υπήρχε περίπτωση να περάσουν «αναίμακτα», ακόμη κι αν τα έπαιζαν από το κρεβάτι τους.

DJ Coco (04:50 - Ray Ban Stage)

Την ίδια ώρα έπαιξε ο DJ Koze (04:40) στην Pitchfork Stage και η αλήθεια είναι ότι για εκεί κάναμε να ξεκινήσουμε, αλλά τελικά μας τράβηξαν οι πιο straight ήχοι του DJ Coco. Δεν τον γνωρίζαμε τον κύριο, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι υποκλιθήκαμε -τόσο εμείς, όσο και όλοι οι υπόλοιποι που ξεφάντωσαν (αυτή είναι η λέξη, τίποτε λιγότερο) στο Parc Del Forum μέχρι να ξημερώσει- στο εξαιρετικό set που μας έδωσε. Καταπληκτικές μίξεις από ένα απίθανο εύρος μουσικών ειδών, που περιελάμβανε από Nina Simone (“Ain’t Got No… I’ve Got Life”), μέχρι Kinks (“You Really Got Me”), Stooges (“I Wanna Be Your Dog”), Bowie (“Modern Love”), αλλά και M83 (“Midnight Love”), Daft Punk (“Da Funk”) και Pulp (“Do You Remember The First Time?”), όλα τους δεμένα με πολύ ωραίο τρόπο. Και το αποκορύφωμα; Τα ηχεία του φεστιβάλ σίγησαν λίγο μετά τις 06:00 με το ανεπανάληπτο “Don’t Stop Believin’” των Journey (δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι πιο κατάλληλο). Κάπου εκεί, σε εκείνο το ξημέρωμα αντιλήφθηκα ότι είχε φτιάξει κι ο καιρός. Ο κόσμος δεν ήθελε να φύγει. Και, αλήθεια τώρα, πώς να θέλεις να φύγεις από τέτοια γιορτή;

DJ Coco

Στην επιστροφή ήταν πολύ δύσκολο να βρεις ταξί. Είχε πλέον για τα καλά ξημερώσει και ακόμη και στη διασταύρωση των οδών Passaig del Taulat και Carrer Josep Pla, όπου τις προηγούμενες ημέρες υπήρχαν δεκάδες ταξί διαθέσιμα, δεν έβρισκες τίποτε παραπάνω από την ομαλή κυκλοφορία της ημέρας. Έτσι επιστρέψαμε κοντά στην είσοδο του φεστιβάλ για να πάρουμε το Μετρό. Οι ουρά ήταν ατελείωτη και υπήρχαν φύλακες που επέτρεπαν σε περιορισμένο αριθμό ατόμων να περάσει, αλλά εμείς ως καλοί ελληνάρες πήραμε το ασανσέρ και κατεβήκαμε ...κύριοι.  Παρά την ταλαιπωρία της ολονυχτίας ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι ιδιαιτέρως ευδιάθετος και χαμογελαστός και παρ’ ότι πηγαίναμε σαν σαρδέλες, όλο και κάποια παρέα θα ξεκίναγε ένα τραγούδι (π.χ. το "Tender" των Blur) μέσα στο συρμό.

Το πιο χαριτωμένο από όλα, όμως, ήταν αυτό που συνέβη στο σταθμό που κατεβήκαμε για να μετεπιβιβαστούμε στο τρένο που θα μας πήγαινε στον τελικό προορισμό μας. Εκεί, μια παρέα Ισπανών άρχισε να παίζει, κοπανώντας ένα μηχάνημα αυτόματου πωλητή που βρισκόταν στην αποβάθρα. Δεν το γνώριζα (νομίζω ούτε κι εκείνοι), αλλά σε κάθε σκούντημα/χτύπημα του μηχανήματος, χτύπαγε ο συναγερμός του για λίγα δευτερόλεπτα. Ε, δεν ήθελε πολύ˙ με το που το καταλάβαν, ο αυτόματος πωλητής μετατράπηκε σε drum kit. Ρυθμικό κοπάνημα του πωλητή, «ίου-ίου» της σειρήνας και σε χρόνο μηδέν στήθηκε ένα σκηνικό stomp με όλον τον κόσμο που περίμενε το τρένο να συμμετέχει με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, χτυπώντας χέρια και πόδια και προσθέτοντας ό,τι άλλο μπορούσε στο αυτοσχέδιο event.  Το πανηγύρι συνεχίστηκε και μέσα στο συρμό με τους υπόλοιπους επιβάτες να κοιτάζουν έκθαμβοι και μια τρελοαγγλίδα να χτυπιέται απαντώντας «to the remix» σε κάθε «ίου-ίου / κλαπ-κλαπ-κλαπ». Δύσκολα περιγράφονται τέτοια σκηνικά, αλλά πιστέψτε με, όσοι το ζήσαμε δεν θα το αλλάζαμε με όλα τα αναπαυτικά ταξί της Βαρκελώνης, έστω κι αν κόντευε 08:00...

Primavera final exit

Η «επόμενη» ημέρα - Κυριακή 26/05/2013

Όπως συμβαίνει με τους δύτες, μετά από τέτοιο συναυλιακό overdose, χρειάζεται «αποσυμπίεση». Το Parc Del Forum μπορεί να μην έσφυζε πλέον από ζωή, αλλά οι διοργανωτές είχαν μεριμνήσει για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή «επανένταξή» μας. Έτσι, από το μεσημέρι της Κυριακής στο πανέμορφο Parc De La Ciutadella (στο κέντρο της πόλης) υπήρχαν δύο μικρές, υπαίθριες σκηνές. Σε αυτές εμφανίζονταν άγνωστα σε εμάς ισπανικά ονόματα, αλλά και ο κεφάτος, ανερχόμενος Καναδός Mac DeMarco (17:15), που ολοένα κερδίζει έδαφος κι ίσως σύντομα γίνει ευρύτερα γνωστός. Ό,τι πρέπει για άραγμα στο γρασίδι και μπύρες, κάτω από τον ήλιο. Το «χαρωπό» live του έκλεισε, όπως το συνηθίζει, με την κοπελιά του ανεβασμένη στους ώμους του.

Mac DeMarco

Αργότερα, (στο πλαίσιο του φεστιβάλ ακόμη) στο Apolo Club είχε ένα ωραιότατο line-up, το οποίο, μεταξύ άλλων, περιείχε τους Allah-Las, τους Merchandise και τους Deerhunter μέχρι το πρωί. Όπως με το αντίστοιχο event που είχε γίνει στον ίδιο χώρο την Τετάρτη, για να μπεις έπρεπε να έχεις πρόσκληση (από εκείνες που έγιναν ανάρπαστες στο site του φεστιβάλ). Προσπάθησα να μπω, αλλά την ώρα που πήγα γινόταν πανικός, με την ουρά έξω από το club να κάνει το γύρο του τετραγώνου! Τελικά, μας έδιωξαν και το event το χαρήκανε λίγοι και καλοί (μεταξύ των οποίων και ο Σταύρακας, που όπως είπαμε δικαιωματικά ανακηρύχτηκε MVP της παρέας μας).  

Συμπέρασμα

Το Primavera Sound είναι ένα φεστιβάλ επιπέδου Champions League (από προημιτελικούς και μετά). Μπορεί να είναι εξουθενωτικό και βουτηγμένο μέχρι το λαιμό στην υπερβολή (τρελές αποστάσεις, υπερφορτωμένο line-up, ολονύχτιο πρόγραμμα), αλλά περνάει με έναν εξόχως απολαυστικό τρόπο και σε αφήνει εθισμένο να ζητάς κι άλλο. Αδυνατώ να εξηγήσω το λόγο, αλλά ο κόσμος του είναι από τους πιο ευδιάθετους που έχω δει σε φεστιβάλ (παρά το κρύο που μας ταλαιπώρησε φέτος) και μια σπίθα αρκεί για να στηθεί ένα ξέφρενο πανηγύρι. Κι αυτό σίγουρα πηγάζει από το φεστιβάλ και έχει τεράστια σημασία. Δεν γιγαντώθηκε τυχαία το Primavera μέσα σε ελάχιστα χρόνια ζωής. Πιάνει με ακρίβεια το σφυγμό της μετάλλαξης του rock που βρίσκεται σε εξέλιξη και κοιτάει μπροστά καλύπτοντας ένα ευρύτατο μουσικό φάσμα. Προσθέστε και την υπέροχη Βαρκελώνη και χωρίς πολλά-πολλά, έχετε ένα must ταξίδι για κάθε φίλο της indie (κυρίως, αλλά όχι μόνο).

  • SHARE
  • TWEET