One Love Summer: Capleton, Gentleman, Mad Professor, κ.α. @ Ιππικός Όμιλός Γουδή, 15/07/10

Από τον Κώστα Σακκαλή, 20/07/2010 @ 15:21
Οι προηγούμενες συναθροίσεις μεγάλων μουσικών της reggae έδειξαν ότι όχι μόνο το συγκεκριμένο είδος έχει κοινό στην Ελλάδα αλλά και ότι όσοι το θεωρούν αποκλειστικά καλοκαιρινή μουσική πλανώνται πλάνη οικτρά. Φυσικά η σύμπτωση της συγκεκριμένης συναυλίας με τους πρώτους καύσωνες του Ιουλίου ήταν ταιριαστή και το ζεύγος βερμούδα-σαγιονάρα που κυριάρχησε στην ενδυμασία των ακροατών, απαραίτητο συμπλήρωμα.


Αν μπορούμε να βάλουμε μία χρονική ταξινόμηση των τριών συναυλιών θα διαπιστώσουμε ότι ταυτίζεται η παλαιότητα των καλλιτεχνών με αυτή της εμφάνισής τους στη χώρα μας. Θέλω να τονίσω δηλαδή ότι, αν για κάποιους ο Lee Scratch Perry, ο Max Romeo και ο Alpha Blondy αποτελούν την «παλιά φρουρά» της reggae, τότε κανείς δεν μπορεί να πει το ίδιο για τον Gentleman και, ως ένα βαθμό, και τον Capleton.

Με αυτές τις σκέψεις πορεύτηκα στα δρομάκια του Πάρκου στο Γουδή που αποτελεί έναν σαφέστατα φιλόξενο και άνετο από όλες τις απόψεις χώρο, τόσο για τις συγκοινωνίες που τον εξυπηρετούν, όσο και για την άνεση στο παρκάρισμα. Στα «συν» εντάσσεται και η δυνατότητα για βόλτες που θεωρώ ότι είναι απαραίτητο συμπλήρωμα ενός καλοκαιρινού φεστιβάλ. Μόνη παραφωνία αποδείχθηκε, αργότερα, το χώμα που στις περιπτώσεις έντονου χορού σηκωνόταν με ευκολία, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις και όλα. Ακόμα πιο φιλόξενοι, δε, αποδείχτηκαν οι άνθρωποι της διοργάνωσης, γεγονός παράδοξο για τα δεδομένα της Ελλάδας. Από το χώρο των εισιτηρίων, τις κοπέλες που έδιναν τα βραχιολάκια (εκ των προτέρων «σε περίπτωση που θες να βγεις έξω»), την άνεση να μπεις και να βγεις από το χώρο, ακόμα και τους σεκιουριτάδες που με παροιμιώδη ευγένεια σου ζητούσαν να ανοίξεις την τσάντα σου (εσύ, όχι αυτοί) για να ελέγξουν για οινοπνευματώδη, ένιωθες το αυτονόητο: άνθρωπος, για να μην πω και πελάτης.

Δυστυχώς η πίεση της καθημερινής δε μας επέτρεψε να παρακολουθήσουμε από νωρίς το πρόγραμμα παρά την καθυστέρηση που σημειώθηκε για την έναρξή του. Έτσι λοιπόν η είσοδός μας στο χώρο συνοδεύτηκε από τους ήχους του dj Iosif Vagger και μόλις είχαν τελειώσει οι Fundracar. Περίπου καμιά πενηνταριά άτομα χόρευαν στη μικρή σκηνή ενώ οι περισσότεροι περίμεναν στη μεγάλη σκηνή την εμφάνιση του Gentleman ακούγοντας τη μουσική από μακριά. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να χαζέψω στους πάγκους με τους μικροπωλητές που βρίσκονταν μέσα στο χώρο, να παραγγείλω (και πάλι με άνεση) μία μπύρα και να πάρω κι εγώ θέση στην κανονική σκηνή καθώς η προσέλευση του κόσμου συνεχιζόταν ακόμα αμείωτη για να σταματήσει κάπου στις 3000 κόσμου περίπου όταν εμφανίστηκε και ο Gentleman στη σκηνή.

Ο Γερμανός στην καταγωγή αλλά Τζαμαϊκανός στην ψυχή, ξεκίνησε το τραγούδι του πριν καλά καλά πατήσει το πόδι του στο σανίδι αλλά με το συγκρότημα που τον συνοδεύει να έχει ήδη πιάσει το γνωστό reggae groove. Δύο πλήκτρα, μπάσο, κιθάρα, ντραμς, κρουστά, σαξόφωνο και δύο τραγουδίστριες ήταν η πολυπληθής ορχήστρα του και τους αξίζουν εξίσου τα εύσημα για το απολαυστικό σόου που ακολούθησε. Με ήχο πολύ σύγχρονο που με βάση την dancehall reggae ενσωματώνει επιρροές και από πολλά μη συναφή είδη όπως το hip-hop / r'n'b, την ροκ και τη soul κέρδισε αμέσως το κοινό το οποίο, αν και εμφανώς μη εξοικειωμένο με τα όλα τα τραγούδια του (έπαιξε εξάλλου και από τον καινούριο του δίσκο) έδειχνε να περνάει καλά. Συνήθως σε γρήγορους ρυθμούς, καμιά φορά μάλιστα και με τα πλήκτρα να παράγουν ηλεκτρονικά beat, αλλά και με μπαλάντες, κράτησε σε υψηλότατο επίπεδο όλο το show του.



Ούτε το διάλλειμα με τις solo ερμηνείες των δύο τραγουδιστριών του δεν ήταν ικανό να σπάσει το ρυθμό, ενώ και το ντουέτο του με μία από αυτές (δεν μπόρεσα να ενημερωθώ αν ήταν η σύζυγος του που από όσο γνωρίζω είναι γενικά και στο συγκρότημά του) αποτέλεσε μία από τις κορυφαίες στιγμές της συναυλίας του. Αυτές εξάλλου δεν ήταν και λίγες και σίγουρα θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η ξαφνική εμφάνιση-σίφουνας του Capleton για να τραγουδήσει μερικούς στίχους μαζί του. Σε γενικές επευφημίες αποχώρησε από τη σκηνή μετά από περισσότερη από μία ώρα παράστασης. Ο περισσότερο «δυτικός» ήχος του, η αλήθεια είναι ότι σε έναν σποραδικό ακροατή της reggae όπως και του λόγου μου ήταν πιο οικείος με αποτέλεσμα να αποτελέσει την καλύτερη εμφάνιση του φεστιβάλ.



Αυτό όμως δεν το ήξερα ακόμα όταν και αμέσως μετά κατευθυνθήκαμε εκ νέου στη μικρή σκηνή προκειμένου να ακούσουμε τον Έλληνα dj Professor Skunk. Περίπου 500 άτομα είχαν την ίδια ιδέα με εμένα και υπό, εν γένει, dub ήχους επιδωθήκαμε σε νέες χορευτικές φιγούρες διασκεδάζωντας το κενό μέχρι την εμφάνιση του headliner της ημέρας. Ακόμα και το ζωντανό ραπάρισμα με ελληνικό στίχο πάνω στους ρυθμούς του dj δεν ήταν ενοχλητικό, όπως θα περίμενα, αλλά ούτε και ικανό να με κρατήσει μακριά από την κεντρική σκηνή για πολύ ώρα αφού γρήγορα βρέθηκα και πάλι μπροστά περιμένοντας την μορφή (κυριολεκτικά και μεταφορικά) του Capleton.

Το ξεκίνημα της συναυλίας έδειχνε ιδανικό με μία από τις επιτυχίες του ("Small World") να ζεσταίνει τον κόσμο που τον περίμενε με ανυπομονησία και τον ίδιο να έχει πολύ όρεξη. Η συνέχεια όμως έμελλε να είναι όλο και χειρότερη. Μπορεί αναμφισβήτητα να αποτελεί σημαντικό όνομα τουλάχιστον της νεότερης reggae ιστορίας αλλά δεν το είδαμε αυτό στην εμφάνισή του. Ή τουλάχιστον δεν το κατανοήσαμε. Και πώς να το κατανοήσουμε όταν τα β' διαλογής πλήκτρα του θύμιζαν στην καλύτερη περίπτωση 80s ποπ και στη χειρότερη σκυλάδικο της εθνικής, όταν η μπάντα αμέτρητες φορές έδειχνε να μην μπορεί να συντονιστεί μαζί του αλλά και μεταξύ τους και όταν και ο ίδιος με τα ασταμάτητα λογύδρια του και την επικοινωνία με το κοινό χάλαγε χωρίς λόγο τις στιγμές που η μουσική έδειχνε να απογειώνεται.



Με τον τρόπο αυτό η συναυλία δεν απέκτησε ποτέ ρυθμό, οι ακροατές όλο και λιγότερο συμμορφώνονταν με τις προτροπές του είτε να ανάψουν τους αναπτήρες τους, είτε να φωνάξουν για το πόσο αγαπάνε τη μαμά τους(!), είτε για τον Jah. Η προσωποκεντρική παράστασή του έμπαζε από παντού, καθώς περιελάμβανε πολλή διακήρυξη και γενικώς πολλή προσπάθεια, αλλά χαμηλό αποτέλεσμα. Για να μην τον αδικήσω, να παραθέσω το στοιχείο ότι κάπως έτσι αμφίδρομη είναι η επαφή καλλιτέχνη - κοινού στη Jamaica και ήταν εμφανής η πρόθεσή του να επικοινωνήσει με το κοινό, αλλά το λάθος του ήταν ότι δεν προσπάθησε περισσότερο αυτό να το πετύχει μέσω της μουσικής. Οι θεατές η αλήθεια είναι ότι στην αρχή με θέληση και αφοσίωση στην ιστορία του Capleton προσπάθησαν να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους, αλλά επειδή και ο ψυχαναγκασμός έχει τα όριά του, μόνο τυχαίο δεν είναι ότι προς το τέλος της συναυλίας ο κόσμος είχε αραιώσει αισθητά, τα χειροκροτήματα ακόμα περισσότερο και το encore φυσιολογικά δεν ήρθε, ουσιαστικά, ποτέ.



Σοφά σκεπτόμενοι ή τυχεροί όντας, οι διοργανωτές είχαν φροντίσει να κρατήσουν για το τέλος τον Mad Professor (αν και τρίτο κατά σειρά όνομα στο billing) να παίζει με την κονσόλα του και την Sista Aisha στο μικρόφωνο να ανεβάζουν και πάλι τους ρυθμούς στη μικρή σκηνή σε όσους είχαν απομείνει στο χώρο. Τόσο το περασμένο της ώρας όσο και σε ένα βαθμό η απογοήτευση δεν πρέπει να είχε αφήσει πάνω από 1000 άτομα στον Ιππικό όμιλο, αρκετά όμως για να ξαναφέρουν το κέφι στα επίπεδα που θα έπρεπε να είναι. Αν και η μίξη ηχογραφημένης μουσικής με ζωντανά φωνητικά αποδείχθηκε ελκυστική και εκπλήρωσε στο 100% το σκοπό της, δεν μπορώ να την συγκρίνω με την ύπαρξη κανονικών μουσικών, κατά συνέπεια η αποχώρησή μου από το Γουδή εξακολουθούσε να έχει ως πιο έντονη ανάμνηση την παρουσία του Gentleman.



Πέρα όμως από την απογοήτευση που μας επεφύλαξε η παρουσία του headliner, το φεστιβάλ κρίνεται απόλυτα πετυχημένο αφού στοχεύοντας σε ένα συγκεκριμένο και τελικά μέχρι σήμερα πολύ παραμελημένο κοινό, έδειξε ξεκάθαρα ότι ήξερε τι ήθελε να πετύχει, ήξερε πώς να το φέρει εις πέρας και αποδείχθηκε εξαιρετικά συνεπές ως προς αυτό.


Κώστας Σακκαλής
  • SHARE
  • TWEET