Jan Garbarek Group @ Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 09/04/11

14/04/2011 @ 10:44
Ομολογώ πως γνώρισα τον Jan Garbarek μέσα από τις συνεργασίες του με τον Keith Jarrett, ίσως τον πιο αγαπημένο μου τζαζίστα όλων των εποχών. Όταν όμως ο μεγάλος Νορβηγός με το σαξόφωνό του έρχεται στην πόλη σου, δε μπορείς παρά να τον τιμήσεις, ακόμα και αν το εισιτήριο είναι τσουχτερό και ο ήχος του μακριά από αυτό που θα λέγαμε «μαύρη» jazz. Ας είναι όμως. Η νορβηγική πρεσβεία κάλεσε τον μεγάλο αυτό μουσικό και το συγκρότημά του και η πολυπληθής, απ' ό,τι φάνηκε, για άλλη μια φορά, jazz κοινότητα της Αθήνας συνέρρευσε στο Μέγαρο το Σάββατο το βράδυ, για να απολαύσει λίγη ευρωπαϊκή jazz, εξαντλώντας τα ακριβά εισιτήρια του Μεγάρου, αφήνοντας όμως και κάποια από τα φτηνότερα αδιάθετα!

«Με κοιμίζει» είχε πει συνάδελφος μουσικόφιλος και εραστής της jazz, για να δικαιολογήσει το σταυρό που του έβαλα στο απουσιολόγιο. Δε μπορώ όμως να παραβλέψω το προφανές: ο Garbarek βγάζει στη μουσική του αυτή την ηρεμία και την αυτοσυγκράτηση των Βορειοευρωπαίων, που οι ambient ήχοι του αέρα και της θάλασσας, οι οποίοι τυλίγουν τον βαθύ ήχο του τενόρου σαξοφώνου του, κάνουν τον ήχο του κάπως παγερό, ε, και να μην κρυβόμαστε, «λευκό».



Σκεφτείτε δηλαδή όλα τα κλισέ που θα μπορούσατε να σκεφτείτε για τις μαύρες καταβολές της jazz (από το χορό και τα ιδρωμένα κορμιά δηλαδή, μέχρι την κάπνα, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, σε συνδυασμό με τις άναρχες δομές και το αναβλύζον πάθος) και διαγράψτε τα: ο ήχος του «τενόρου» Garbarek θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί -με μια δόση υπερβολής- ήχος κρουαζιερόπλοιου, καθώς οι πιο ambient φόρμες του, η εσωτερικότητα του μουσικού και η αυστηρότητα των μέτρων του δεν άφηναν και πολύ χώρο σε κανέναν από τη μπάντα του να ξεφύγει από το αυστηρό πλαίσιο, αλλά και το βλοσυρό βλέμμα του ψιλόλιγνου σαξοφωνίστα. Εκεί όμως που έλεγες πως οι σκανδιναβικές ρίζες θα κάρφωναν τον ήχο του στο φολκλόρ της χώρας καταγωγής του, ο Garbarek μας έδειχνε το άλλο του... όργανο, το σοπράνο σαξόφωνο δηλαδή, στο οποίο και απογειωνόταν.



Οι ρυθμοί άλλαζαν σε αφρικάνικους, τα κομμάτια του ξέφευγαν από τις δομές που είχε προηγουμένως ορίσει και τα κρεσέντα στα τελειώματα των φράσεων υποχρέωναν και τον πιο νηφάλιο ακροατή να χειροκροτήσει ένθερμα, καθώς ο Νορβηγός μας επεφύλασσε τελικά δύο πρόσωπα, με το δεύτερο να προέρχεται από τις στέπες του Νίγηρα. Σε αυτό βοηθούσε τα μέγιστα και η μπάντα του: ο Rainer Bruninghaus προσπαθούσε να διασώσει το δεξί του χέρι από τις αλογόμυγες του Νείλου, που το έκαναν να τραντάζεται άναρχα και να θυμίζει... τη διαφορετική χρήση των πορτοκαλιών στο πιάνο, όπως τη δίδαξε πρώτος ο Chico Marx, ενώ ο Yuri Daniel πρέπει να συνάντησε με το βλέμμα του κάποια κόμπρα, γι' αυτό και παρέμεινε σοβαρός, ευθυτενής και υπόγειος στο παίξιμό του, σε ένα ρόλο μάλλον βοηθητικό και άχαρο, άποψη που δε μας άλλαξαν ούτε τα περιορισμένα και ψιλοαδιάφορα του solo.



Ο πραγματικός όμως star της μπάντας, ένας Ινδός σαμάνος, του οποίου τα χέρια κινούσαν αρχαία πνεύματα και τα πόδια του κυνηγούσαν ζέβρες και αντιλόπες, ήταν αναμφίβολα ο drummer Irilok Gurtu, ο οποίος ήταν και η αποκάλυψη της βραδιάς, καθώς θαρρείς πως πάλευε να καταστρέψει την τάξη του μυαλού του Garbarek με τους ζωώδεις ρυθμούς του, το παιχνίδισμα με τους ήχους του δάσους και του ποταμού, αλλά και το έντονο ταμπεραμέντο του. Αν το set του Garbarek θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την πορεία μιας ημέρας, στην αρχή του κάθε κομματιού τους οι τρεις μουσικοί μας περιέγραφαν με τυπικότητα την επανάληψη της ρουτίνας και το συναίσθημα της καθημερινότητας, προς τέρψιν μιας γλυκιάς νυχτερινής αναμονής, για την οποία ο Gurtu προετοιμαζόταν σε όλη τη διάρκεια του κομματιού, για να την αποθεώσει κάθε φορά στο τέλος, με το παίξιμό του.



Όλο το set των δυόμιση ωρών κινήθηκε σε αυτή τη λογική, καθώς παρακολουθούσαμε τη νηφαλιότητα των ήχων του Garbarek να συγκρούεται με τη ζωώδη έξαψη των μαύρων ρυθμών του Gurtu, υπό την επιτήρηση και το χρωματισμό των ήχων τους από πιάνο και μπάσο, σε μια συναυλία που μας κέρδισε με την απαιτητικότητα των ήχων της, τις συχνές εναλλαγές συναισθημάτων και ρυθμών, αλλά και το πάθος των μουσικών της. Ευρωπαϊκή jazz με αφρικανικό υπόστρωμα δεν ακούς συχνά, ιδιαίτερα σε ένα τόσο καλό χώρο, με τόσο εξαιρετικό ήχο.



Αναμφίβολα μια βραδιά jazz υψηλού επιπέδου, που έτερψε και τον πιο απαιτητικό ακροατή.

Κείμενο: Λουκιανός Κοροβέσης
Φωτογραφίες: Μιχάλης Λαζαρίδης
  • SHARE
  • TWEET