High Voltage Festival: Emerson, Lake & Palmer, Marillion, Argent, Uriah Heep, Magnum κ.ά. @ Victoria Park (Λονδίνο), 25/07/10

Από τον Κώστα Σακκαλή, 06/08/2010 @ 10:20
Ημέρα δεύτερη, Κυριακή 25/07/2010

Σαφώς πιο ψιλιασμένοι, ενημερωμένοι και προετοιμασμένοι, τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ αποφασίσαμε ότι θα κόψουμε τα πολλά πήγαινε-έλα της πρώτης ημέρας, με σκοπό να καθίσουμε περισσότερο στο κάθε συγκρότημα. Αποτέλεσμα; Είδαμε λιγότερα συγκροτήματα αλλά τα απολαύσαμε σαφώς περισσότερο.

Ο κλήρος έπεσε στην prog σκηνή, την οποία εγκαταλείψαμε ελάχιστα κατά τη διάρκεια της ημέρας και της οποίας το εναρκτήριο λάκτισμα έδωσαν οι Reasoning. Αποτελούμενοι και από πρώην μέλη των Magenta και Karnataka, που έχουν κάποια βάση στο prog κοινό, και με κάποιες ομοιότητες με τους προηγούμενους και τους Mostly Autumn, έδειξαν ορισμένα καλά στοιχεία. Είχαν (περιορισμένο βέβαια) κοινό που τους γνώριζε και αυτό φάνηκε, ενώ και σε εμάς, που δεν ήταν γνωστοί, ακούγονταν ευχάριστα. Αυτό ίσως να οφείλεται και στα πιο pop στοιχεία τους που δίνουν αμεσότητα σε μία συναυλία, αλλά δεν ξέρω πώς θα ηχούν στους δίσκους τους.

Το επόμενο συγκρότημα το περίμενα με ανυπομονησία. Όχι μόνο γιατί θα έπαιζαν ολόκληρο έναν δίσκο που θα μπορούσε να χωράει σε όποια λίστα με τα καλύτερα άλμπουμ, ούτε γιατί είχα καταφέρει να τους χάσω και τις δύο φορές που ήρθαν στην Ελλάδα. Κυρίως γιατί μετά από πολλά χρόνια απουσίας από τη μουσική γενικότερα και από τους Wishbone Ash ειδικότερα (ναι, για αυτούς μιλάμε) θα εμφανιζόταν μαζί τους για αυτή και μόνο τη φορά ο κιθαρίστας της πρώτης τους και κλασικότερης σύνθεσης, Ted Turner. Φυσικά, αυτοί οι Wishbone Ash, του Martin Turner δηλαδή και όχι του Andy Powell, δε δισκογραφούν, αλλά το άκουσμα του "Argus" και μάλιστα ακριβώς όπως ακούγεται και στουντιακά ήταν χαράς ευαγγέλια. Δυστυχώς ο Ted Turner δεν εμφανίστηκε παρά μόνο στο τελευταίο τραγούδι του δίσκου ("Blowing Free") και μάλιστα για να παίξει pedal steel. Αμφότεροι οι άλλοι κιθαρίστες όμως απέδωσαν τον δίσκο εξαιρετικά, ενώ ο Martin Turner με τις φοβερές μπασογραμμές του και τη φωνή του σε πολύ καλά επίπεδα ήταν σε κέφια. Μάλιστα δε δίστασε να κάνει και χιούμορ, παρεμβάλλοντας στο "Warrior" και ένα μέρος του "Lumberjack Song" των Monty Python! Ο Ted παρέμεινε μαζί τους μέχρι το τέλος για δύο εκπληκτικές εκτελέσεις των "Why Don't We" (από το "Here To Hear") και "Jailbait" (από το "Pilgrimage") με τρεις κιθάρες.

Setlist: Time Was / Sometime World / The King Will Come / Leaf And Stream / Warrior / Throw Down The Sword / Blowin' Free (με Ted Turner) / Why Don't We (με Ted Turner) / Jailbait (με Ted Turner)



Οι Wishbone Ash είχαν μαζέψει σχεδόν όλο τον κόσμο του φεστιβάλ εκείνη τη στιγμή και μετά την πρέπουσα αποθέωση οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς την κεντρική σκηνή, όπου θα εμφανίζονταν οι UFO, επιβεβαιώνοντας έτσι τον κλασικοροκάδικο χαρακτήρα των περισσοτέρων. Αντίθετα, εμείς είπαμε να κάνουμε μία πολύ σύντομη διακοπή από την prog σκηνή για να προλάβουμε τα πρώτα δύο τραγούδια ("Charon", "Circus") των Audrey Horne στη σκηνή του Metal Hammer. Μπήκαν αρκετά φουριόζοι κι ας έπαιξαν μπροστά σε ελάχιστο κόσμο (ήταν δεν ήταν 100 άτομα στην αρχή). Ομολογώ ότι από τις στούντιο δουλειές τους είχα προετοιμαστεί για κάτι περισσότερο, ενώ μου φάνηκαν και αρκετά «ψωνισμένοι» στη συμπεριφορά τους. Πάντως το χρονικό διάστημα που τους είδα είναι μικρό για να τους κρίνω.



Ταχύτατα πίσω στην prog σκηνή για έναν από τους βασικούς λόγους που με έφεραν στο High Voltage. Ο Steve Hackett, κιθαρίστας των παλιών καλών Genesis για όσους το αγνοούν, θα έκανε την εμφάνισή του. Αν υπήρχε ένα πράγμα για το οποίο ήμουν σίγουρος εκ των προτέρων ήταν ότι ο Hackett δε θα έκανε εκπτώσεις στον prog χαρακτήρα της μουσικής του και δικαιώθηκα. Η μπάντα φύσαγε επί σκηνής και συμπεριελάμβανε μία γυναίκα στη δεύτερη κιθάρα και έναν άντρα ντυμένο γυναίκα στο μπάσο (ο οποίος Nick Beggs, κάνοντας και επιπλέον επίδειξη των ικανοτήτων του, έπαιξε και με Chapman stick - ήταν, παρεμπιπτόντως, και μέλος των Kajagoogoo, αλλά μην του το καταλογίσετε). Έπαιξε από τα άλμπουμ του των '70s, το καινούριο του cd και το κερασάκι στην τούρτα ήταν το "Los Endos" των Genesis, με το οποίο έκλεισε και επιβραβεύθηκε με το παρατεταμένο χειροκρότημα όλων των παρευρισκομένων. Με λίγα λόγια με άφησε με το στόμα ανοιχτό και μέχρι τελευταία στιγμή πίστευα ότι θα αποτελούσε και την κορυφαία στιγμή του διημέρου.

Setlist: Every Day / Fire On The Moon / Ace Of Wands / Sleepers / Los Endos



Ζαλισμένος ακόμα από την εμφάνιση του Hackett, ανέμενα στωικά την πραγματοποίηση ενός παιδικού (και παιδιάστικου αν θέλετε) ονείρου. Οι Magnum είναι από τα συγκροτήματα που πάντοτε ήθελα να δω ζωντανά και ίσως αυτή η μεγάλη προσμονή να συντέλεσε στην απογοήτευση των πρώτων λεπτών της εμφάνισής τους. Ξεκίνησαν υποτονικά και η φωνή του Catley δεν ήταν αυτό που περίμενα. Η αλήθεια είναι ότι βελτιώθηκε στη συνέχεια, μέχρι που έπιασε και επίπεδα στούντιο ερμηνείας. Αλλά το υποτονικό της υπόθεσης δεν άλλαξε δραματικά, εξαιτίας, εν πολλοίς, του μέτριου τελευταίου δίσκου τους αλλά και της μέτριας επιλογής κομματιών. Πάντως στα κλασικά κομμάτια τους μου θύμισαν γιατί ήθελα τόσο πολύ να τους δω και το απαραίτητο κλείσιμο με το "Kingdom Of Madness" σίγουρα μου άφησε γλυκές αναμνήσεις. Στην κεντρική σκηνή οι Bachman-Turner (χωρίς το Overdrive) πρέπει την ίδια στιγμή να έπαιζαν το "You Ain't Seen Nothing Yet"...

Setlist: Cry To Yourself / Brand New Morning / The Moonking / When We Were Younger / Les Morts Dansant / All Of My Bridges / All England's Eyes / Kingdom Of Madness



Η ώρα της δύσκολης επιλογής ήρθε όταν έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα σε τρία ονόματα που είχα μεν ξαναδεί, είχα όμως επίσης αποθεώσει και από τα οποία ανέμενα τα καλύτερα. Clutch, Joe Bonamassa και Uriah Heep έπαιζαν την ίδια ώρα στις τρεις σκηνές του φεστιβάλ και πόνταρα τα λεφτά μου στους τελευταίους. Πριν ακούσω διαφωνίες, να τονίσω ότι οι Clutch είχαν πριν από τρεις μόλις μέρες τινάξει το μυαλό μου στην εκρηκτική τους εμφάνιση στο Gagarin, ενώ, έχοντας πρότερη εμπειρία, θεωρώ ότι ο Bonamassa είναι πολύ καλύτερος σε κλειστό χώρο και με μεγάλης διάρκειας σετ και έτσι επέλεξα να κρατήσω την ανάμνηση της εμφάνισής του στο Κύτταρο. Τους Uriah Heep είχα να τους δω καιρό και εξάλλου θα έπαιζαν ολόκληρο το "Demons And Wizards", δηλαδή, εκτός των άλλων, τραγούδια που δεν είχα ακούσει ποτέ ζωντανά. Όπως κανείς θα περίμενε, το άλμπουμ αποδόθηκε στην εντέλεια και φυσικά τα λιγότερο διαδεδομένα τραγούδια του ήταν και αυτά που ο κόσμος ευχαριστήθηκε περισσότερο, συν το "Rainbow Demon" που παραμένει ένα διαμάντι στη δισκογραφία τους και ιδιαίτερα συναυλιακό τραγούδι. Η έκπληξη ήρθε με την παρουσία του Mick Moody (των παλιών καλών Whitesnake) στην slide κιθάρα που τζάμαρε μαζί τους σε τρία τραγούδια. Δικαιώθηκα για την επιλογή μου; Τα σχόλια που άκουσα και για τα άλλα δύο συγκροτήματα δε μου αφήνουν περιθώρια να είμαι απόλυτος, πάντως ο άψογος αλλά και εκνευριστικά ίδιος τρόπος που ο Bonamassa έπαιξε το "Just Got Paid" (trivia: το μόνο τραγούδι που ακούστηκε από δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες στο φεστιβάλ) που πρόλαβα να ακούσω με κάνει να μη μετανιώνω. Στη μέταλ σκηνή πάντως έχασα τη συμμετοχή του Per Wilberg των Opeth στην εμφάνιση των Clutch. Oh well, δε μπορείς να τα έχεις όλα...

Setlist: Wizard / Traveler In Time / Easy Livin' / Poet's Justice / Circle Of Hands / Rainbow Demon / All My Life / Paradise / The Spell.



Είναι μάλλον περίεργο το γεγονός ότι πάνω από Wishbone Ash, Steve Hackett, Magnum και Uriah Heep θα έπαιζαν οι Argent. Όσο και αν μου αρέσουν και τους εκτιμώ, δε μπορώ να μη θεωρώ ότι η τιμή αυτή τους ανήκει μόνο επειδή επανενώθηκαν με την αυθεντική τους σύνθεση, ειδικά για το συγκεκριμένο φεστιβάλ, μετά από 37 χρόνια. Βέβαια αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, καθώς, πέρα από την αναβίωση ενός ιστορικού και σεβαστού ονόματος του progressive rock των '70s, θα επανέφερε μαζί στη σκηνή δύο μεγάλες μορφές, όπως αυτή του Rod Argent στα πλήκτρα και του Russ Ballard σε κιθάρα και φωνή. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο ρόδινα. Ξεκίνησαν καλά, με progressive διάθεση, την οποία όμως γρήγορα χάλασαν μάλλον μέσα στην έγνοια τους να αποδείξουν (σε ποιόν;) πόσο άξιζαν ως συγκρότημα και αδικήθηκαν. Έπαιξαν λοιπόν το "She's Not There", σύνθεση του Argent με τους Zombies, το "Since You Been Gone", σύνθεση του Ballard που προοριζόταν (όπως μας τόνισαν) για τους Argent, αλλά κατέληξε στους Rainbow, το "Liar" που το έκαναν επιτυχία οι Three Dog Night, τη νωθρή (όπως παίχτηκε) μπαλάντα "I Don't Believe In Miracles", που δεν είναι μέρος της στούντιο δουλειάς τους, αλλά και αυτή μία από τις πολλές δανεικές συνθέσεις του Ballard, ενώ και όταν έκλεισαν με το "God Gave Rock 'N' Roll To You" δεν ξέχασαν να μας αναφέρουν πως ήταν δική τους επιτυχία πολύ πριν το κάνουν ακόμα πιο γνωστό οι Kiss. Γενικά δεν ήταν κακοί, αλλά αρκετά άδετοι (λογικό μετά από τόση αποχή), αγχωμένοι και γενικώς η εμφάνισή τους στο μυαλό μου καταχωρείται περισσότερο ως μία χαμένη ευκαιρία, παρά ως μία μοναδική εμφάνιση.

Setlist: The Coming Of Kohoutek / It's Only Money part 2/ It's Only Money part 1 / Keep On Rolling  / Rejoice / Liar / She's Not There /  I Don't Believe In Miracles / Since You've Been Gone / Hold Your Head Up / God Gave Rock 'N' Roll To You



Είπαμε ότι θα επιμέναμε στην prog σκηνή την Κυριακή και δεν αστειευόμασταν, αφού δε χάσαμε ούτε ένα από τα συγκροτήματά της. Μία μικρή παρασπονδία για να διαπιστώσουμε τι είναι τέλος πάντων αυτό το περίεργο tribute συγκρότημα του Joe Elliot (των Def Leppard) και των Quireboys στους Mott The Hoople με το όνομα Down 'N' Outz, θα πρέπει να μας συγχωρεθεί. Διορθώθηκε πάντως γρήγορα, καθώς ήταν αδιάφοροι και έδειχναν να αφορούν στο βρετανικό κοινό και μόνο (που όπως και να το κάνουμε έχει σε μεγαλύτερη εκτίμηση τους Mott The Hoople από τον υπόλοιπο κόσμο). Ούτε το δέλεαρ της εμφάνισης του Ian Hunter μαζί τους για να τραγουδήσει κάποια από τα δικά του τραγούδια ήταν αρκετό να μας κρατήσει μακριά από τους Marillion.



Έτσι, βρεθήκαμε εκεί όταν ο Steve Hogarth βγήκε με το παλιάς μόδας κουστουμάκι του, μισοκουτσαίνοντας και κρατώντας το μπαστούνι του, όλα μέρος της παράστασης που συνόδευε το "The Invisible Man". Χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό να δίνει το δικό του show, ο Hogarth οπτικοποιούσε τα τραγούδια και ενδυόταν το ρόλο του πρωταγωνιστή σε αυτά. Ήταν σαφέστατα η κεντρική φιγούρα στη σκηνή, αλλά ουσιαστικότερη ήταν φυσικά η μπάντα που τον συνόδευε. Δεν είναι ανάγκη να τονίσουμε πόσο εξαιρετικοί μουσικοί είναι οι Marillion, ούτε είναι πρωτότυπο να αναφέρουμε ότι στη μουσική τους κάθε νότα είναι στη θέση της και τίποτα δε λείπει, αλλά ούτε και περισσεύει. Πρέπει να καταθέσω όμως την υποκειμενική μου άποψη ότι η εποχή του Hogarth, όπως συνηθίζεται να τη λέμε, είναι σαφώς πιο υποτονική και ατμοσφαιρική και, αν και δεν κάνει εκπτώσεις στον progressive χαρακτήρα της, είναι συνθετικά υποδεέστερη της πρώτης τους περιόδου. Η σύγκριση φάνηκε αμέσως με την προσθήκη του "Slainte Mhath", που ξεχώρισε στην εμφάνισή τους. Και ενώ σιγά σιγά μόνο οι φανατικοί (που δεν είναι και λίγοι) έμεναν μπροστά στη σκηνή και αφού ρισκάραμε την πρόβλεψη ότι ο Fish, που παρακολουθούσε από το κοινό, δε θα ανέβαινε στη σκηνή (και δικαιωθήκαμε), κατευθυνθήκαμε μαζί με όλο τον κόσμο προς τη μεγάλη επανένωση του φεστιβάλ.

Setlist: The Invisible Man/ Cover My Eyes / Slainte Mhath / King / This Strange Engine / Afraid Of Sunlight / The Great Escape / Neverland / This Town-The Rakes Progress-100 Nights



Δε θα πω ψέματα. Πέρα από την ιστορικότητα της στιγμής, δεν περίμενα πολλά πράγματα από τους Emerson, Lake & Palmer. Οι απόπειρες τους να συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησαν στα '70s είχαν αποτύχει όλες, τουλάχιστον σε ό,τι είχε να κάνει με τις στούντιο απόπειρές τους. Από ό,τι φαίνεται όμως, αυτοί οι μουσικοί είναι γεννημένοι για να παίζουν ζωντανά στο κοινό τους και εκεί δείχνουν τον πραγματικό τους εαυτό. Όσο για την απορία πώς θα μπορούσαν τρία άτομα να γεμίσουν μία τεράστια σκηνή, η απάντηση είναι ότι δε μπορούν. Η απόλυτη ακινησία του Lake πίσω από το μικρόφωνό του και ο περιορισμός των Emerson και Palmer πίσω από τα όργανά τους δεν επέτρεπε κάποιου είδους σκηνική παρουσία. Τόσο το καλύτερο όμως. Η μουσική μπήκε σε θέση οδηγού και ειλικρινά έκανε κάθε άλλη απαίτηση να φαντάζει αστεία. Επιλέγοντας πραγματικά τα καλύτερα από τη δισκογραφία τους, η θρυλική τριάδα, που συμβολίζει τα καλύτερα και τα χειρότερα του progressive rock, έπαιξε με θαυμαστή ακρίβεια επί μιάμιση ώρα, η οποία, παρά τις δαιδαλώδεις δομές των συνθέσεών τους, κύλησε νεράκι. Είναι απορίας άξιο το πώς μπορούν τρία άτομα να παράγουν τόσο μεστή, πλούσια και ογκώδη μουσική. Από την άλλη, όταν έχεις στα μετόπισθεν τον άνθρωπο-χταπόδι στα κρουστά και όταν ρίχνεις μια ματιά στο αναλογικό σετ πλήκτρων και τα υπόλοιπα κλειδοκύμβαλα του Keith Emerson, αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μία συνηθισμένη περίπτωση μουσικών. Η κάθε τους ερμηνεία ξεπερνούσε την προηγούμενη, αλλά η κορύφωση πρέπει να ήρθε λίγο πριν το τέλος, με τη διαδοχή του ευαίσθητου "Lucky Man" με το επικολυρικό "Pictures At An Exhibition", που μόνο οι γύρω μου μπορούν να βεβαιώσουν αν όντως έφερε δάκρυα στα μάτια μου. Φυσικά το encore δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο εντυπωσιακό και το medley των "Fanfare For The Common Man" και "Blue Rondo A La Turk" έπρεπε, τιμής ένεκεν, να περιλαμβάνει και την κλασική «ιεροτελεστία» της καταστροφής ενός hammond από τον Emerson, που συντελέστηκε με το κάρφωμά του με μαχαίρια και την ανατροπή του. Παρά τους επίδοξους διεκδικητές τους στέμματος των κορυφαίων του διημέρου, οι Emerson, Lake & Palmer με την εμφάνισή τους αυτή κατάφεραν να αποτελέσουν κάτι πολύ μεγαλύτερο από μία ιστορική και πιθανώς τελευταία εμφάνιση ενός τεράστιου συγκροτήματος. Ανέλαβαν, κατά κάποιο τρόπο, να αντιπροσωπεύσουν και να εξαγνίσουν ένα ολόκληρο μουσικό κίνημα που κατά καιρούς λοιδορήθηκε και χλευάστηκε σε άδικο βαθμό. Ή απλώς να παρουσιάσουν μία εξαιρετική από όλες τις απόψεις συναυλία.

Setlist: Karn Evil 9: 1st Impression, Part 2 / The Barbarian / Bitches Crystal / Knife-Edge / From The Beginning / Touch and Go / Take a Pebble / Tarkus (Eruption / Stones Of Years / Iconoclast / Mass / Battlefield / Aquatarkus) / Farewell To Arms / Lucky Man / Pictures At An Exhibition (Promenade / The Gnome / The Sage / The Hut Of Baba Yaga / The Great Gates Of Kiev) / Fanfare for the Common Man-Drum Solο-Blue Rondo A La Turk (encore)



Με το τέλος του φεστιβάλ και αφού πέρασαν κάποια απαραίτητα λεπτά για να χωνέψουμε την εμπειρία που βιώσαμε δύο ημέρες, η ώρα προσφερόταν για απολογισμούς. Πρώτος και καλύτερος ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει σημαντικότερο φεστιβάλ για το κοινό στο οποίο στοχεύουν στο High Voltage. Μπορεί το Sweden Rock να είχε τη φήμη, αλλά με την πρώτη του κιόλας προσπάθεια το High Voltage κατάφερε να το ξεπεράσει. Οι λόγοι είναι απλοί. Είναι τέτοια η επιρροή των διοργανωτών και των αγγλικών περιοδικών Classic Rock και Metal Hammer που το υποστηρίζουν, που όχι μόνο καταφέρνουν να συγκεντρώσουν πολλά και πολύ μεγάλα ονόματα να παίξουν, αλλά πολλά από αυτά σε αποκλειστικότητα και για μοναδικές εμφανίσεις. Οι Heaven And Hell και οι Emerson, Lake & Palmer είναι τα προφανή παραδείγματα. Επιπλέον η επιλογή των ονομάτων δείχνει σοφή. Πολλά από τα progressive σχήματα δεν ήταν και τόσο progressive, τα metal δεν ήταν μόνο metal και η κεντρική σκηνή είχε από όλα τα είδη, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται μία σχετική συνοχή και μία διαρκής κίνηση ανάμεσα στις σκηνές, έστω και αν συχνά φτάσαμε στο άλλο άκρο, να μην ξέρουμε τι να πρωτοδούμε. Τέλος, η παρουσία του φεστιβάλ στο κέντρο του Λονδίνου, πέρα από τα προφανή οφέλη για τους ταξιδιώτες, δίνει τη δυνατότητα για απρόσμενες συμμετοχές στις εμφανίσεις των συγκροτημάτων, ενώ ακόμα και τριγυρίζοντας στο κοινό, ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να βρεθείς φάτσα με φάτσα με τον Steven Wilson, για παράδειγμα.

Αν ο απολογισμός έχει τρεις συνιστώσες, το συμπέρασμα, πάντως, είναι ένα. Ετοιμαζόμαστε ήδη για το High Voltage του 2011.

Κώστας Σακκαλής
  • SHARE
  • TWEET