Alabama Thunderpussy, Firebird @ AN Club, 03/11/07

05/11/2007 @ 06:46
«Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες» ίσως να είναι η κατάλληλη φράση για να προσδιορίσω το άρωμα που ανέδιδε το βράδυ του περασμένου Σαββάτου το AN Club. Με πρωταγωνιστές / γητευτές αυτή τη φορά τους blues rockers Firebird και τους stoners Alabama Thunderpussy, γνωστοί και φίλοι βρεθήκαμε πιστοί στο ραντεβού μας λίγο μετά τις εννιά, για να παρακολουθήσουμε ένα live show που δεν τάραξε ιδιαίτερα τους μουσικούς κύκλους πριν την πραγματοποίησή του, λόγω σφοδρής συναυλιακής περιόδου, αποδείχτηκε όμως ένα καταπληκτικό live αποτύπωμα του φετινού χειμώνα.



Η οικογενειακή, τελικά, ατμόσφαιρα είναι ασύγκριτη και όπως και να το κάνουμε έχει τη δική της ομορφιά - όχι αυτή των χαοτικών συναυλιακών χώρων με τις χιλιάδες κόσμου, αλλά την πιο οικεία, την πιο άμεση και αδιαμφισβήτητα την πιο «ζεστή». Φτάνοντας έξω από το AN Club, λίγα λεπτά μετά τις 9, όσοι έπρεπε να παρευρίσκονται ήταν ήδη εκεί και περίμεναν με κεφάτη διάθεση και θετικά σχόλια τα δυο αγαπημένα συγκροτήματα, γιατί πραγματικά δε θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τους Firebird support σχήμα, σε καμία περίπτωση - ειδικά μετά από αυτό που ακολούθησε.



Μετά από μισή περίπου ώρα καθυστέρησης από την προαναγραφόμενη του live, οι πρωτοεμφανιζόμενοι Firebird ανέβηκαν στην σκηνή του AN με περίσσια άνεση, δείχνοντας από τα πρώτα κιόλας λεπτά πως ήρθαν για να περάσουν και να περάσουμε καλά, παίζοντας κομμάτια κυρίως από την τελευταία τους δουλειά, ροκάροντας για τα καλά, ακόμα και τους πιο δύσπιστους. Χωρίς πολλά λόγια, αλλά με ένα μπάσο, μια κιθάρα, τύμπανα και μια Gallagher-οφωνή, κατάφεραν να μας ταξιδέψουν αβίαστα σε μια εποχή που άλλοι πιστεύουν πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί και άλλοι φαντάζουν ακόμη θερμοί υποστηρικτές της.



Ο κύριος Bill Steer έκλεψε την παράσταση συνοδευόμενος από την «κυρία» Junior του (στην κιθάρα του αναφέρομαι), αφήνοντάς μας άφωνους για το που έκρυβε τόσα χρόνια αυτόν τον εαυτό του και ο κύριος Smok Smoczkiewicz υπήρξε άξιος συμπαραστάτης του με το αγέρωχο μπάσο και την old fashioned τζην καμπάνα του. Βέβαια, δε μπορούμε να παραλείψουμε και την εμφάνιση του κυρίου Ludwig Witt, ο οποίος αν και κρυμμένος πίσω από τα παλιομοδίτικα (με την καλή έννοια) τύμπανά του, μας σφυροκόπησε καθ' όλη την διάρκεια του live και με το ολιγόλεπτο drum solo του μας έφερε στο μυαλό -θα τολμήσω να πω- τον αξεπέραστο John Bonham.



Ο ήχος ήταν κάτι παραπάνω από καλός και κλείνοντας τα μάτια βρίσκονταν όλοι εκεί μπροστά: ο Rory, ο Jimi, ο Robert, ο Frankie έπαιζαν στην πραγματικότητα, εν σώματι Firebird που ουσιαστικά μας μετέφεραν μέσα σε μια χρονοκάψουλα και μας δίδαξαν πώς ήταν 30 χρόνια πριν στα συνοικιακά μπαρ, εκεί όπου το μεράκι ήταν τρόπος ζωής και οι απλοί άνθρωποι άφηναν τους εαυτούς τους στη μαγεία του ταλέντου, ξεφεύγοντας από τη δύσκολη καθημερινότητα. Τα όνειρα δυστυχώς όμως δεν κρατούν πολύ και πριν καλά καλά συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει, τα 45 λεπτά της εμφάνισής τους είχαν περάσει στην ιστορία και αποσβωλομένοι από την live εκτέλεση του "Horse Drawn Man" και "Misty Morning" προσπαθήσαμε να συνέλθουμε γρήγορα, καθώς οι βετεράνοι πολεμιστές του stoner / southern rock ήταν έτοιμοι να αναλάβουν τα ηνία και σε λιγότερο από 15 λεπτά θα έρχονταν με την σειρά τους για μερικά μαθήματα σύγχρονου rock.

Οι προετοιμασίες για την αλλαγή στη σκηνή έγιναν αρκετά γρήγορα, όλοι πήραν τις θέσεις τους με ηγετική μορφή τον Bryan Cox και τις κοτσίδες του (!) στα ντραμς και 5 λεπτά μετά τις 11, ο Kyle Thomas (με αρκετό τρακ αρχικά που στη συνέχεια εξατμίστηκε λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που έσφυζαν το κλαμπ αλλά και τους θαμώνες του) μας καλωσόρισε με το τελευταίο κομμάτι του "Open Fire", το "Greed". Το ζέσταμα δεν άργησε να έρθει υπό τους ήχους του "Whiskey War" και "Brave The Rain", αλλά δυστυχώς στο δεύτερο σημειώθηκαν τα πρώτα προβληματάκια στον ήχο, καθώς το μικρόφωνο του Kyle έκανε διακοπές, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται η φωνή του, ειδικά στα ρεφρέν, γεγονός που ξενέρωσε λιγάκι κοινό και μπάντα, αλλά ευτυχώς όχι για πολύ.

Ο Erik Larson και ο Ryan Lake στις κιθάρες ήταν πραγματική απόλαυση, ο ένας απόλυτα ήρεμος και ο άλλος, ο ορισμός της έκρηξης με σώμα και μαλλιά που ξεπηδούσαν μέσα από το μαύρο του jockey το οποίο δεν αποχωρίστηκε ούτε δευτερόλεπτο σε όλο το live. Βαριές και «βρώμικες» κιθάρες που ήρθαν από μίλια μακριά για να ξεπλύνουν τις αμαρτίες μας, ως άλλοι «demon cleaners», απόλυτα τεχνικοί και με ανελέητη διάθεση, μας απέδειξαν περίτρανα «τι εστί βερίκοκο» όπως λένε και στην Virginia και δεν ξέρω τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα, αλλά ετούτοι εδώ είναι αυτό που λέμε «άλλο φρούτο»!



Για τον Mike Bryant τι να πει κανείς; Μάλλον το t- shirt του "The Tori" που συνηθίζει να φοράει τα λέει όλα από μόνο του. Χωρίς καμία αμφιβολία πρόκειται για τη μια «Μορφή», εκ των δυο των Alabama (η έταιρη είναι ο Cox). Tο rock πρέπει να κυλάει στο αίμα του. Χαμογελαστός, κεφάτος, καταιγιστικός «μάστορας», είναι αυτός που κάνει τη «βρώμικη» δουλειά και ρυθμίζει τα πάντα στο δέσιμο του γκρουπ και στο live, πολλά μάτια ήταν συνεχώς καρφωμένα επάνω του.

Στο μουσικό μέρος τώρα, παίχτηκαν κυρίως κομμάτια από την τελευταία τους δουλειά αλλά και μερικά από παλιότερες, αφήνοντας ίσως κάποιους οπαδούς τους ανικανοποίητους που ζητούσαν ακατάπαυστα το "Mosquito", όπου και αναγκάστηκε ο Kyle να ξεστομίσει πως δε μπορούν να το παίξουν γιατί δεν ξέρει τους στίχους! "Falling Behind", "The Beggar" (κομματάρα!), "None Shall Return" (που αφιερώθηκε και στους προγενέστερους Firebird), "The Cleansing" και "Open Fire" ήταν κάποιες από τις highlights στιγμές των Alabama και δεν έμεινε κεφάλι για κεφάλι ακλόνητο. Να σημειώσω επίσης πως είχαμε και δυο αποτυχημένες προσπάθειες stage diving στο encore τους, όπου κάποιος θερμός «tifoso» έπεσε πάνω στο ανυποψίαστο κοινό που παρακολουθούσε τη συναυλία, και το οποίο ξαφνικά αποτραβήχτηκε, αφήνοντας τον καημένο τον σκληροπυρηνικό στο κενό, και την πρώτη αλλά και τη δεύτερη φορά. Όσοι ήσασταν εκεί, έχετε γνώση, οι υπόλοιποι χάσατε μια πολύ καλή εμφάνιση των τεσσάρων συν ενός (στον «Οβελίξ» της μπάντας αναφέρομαι) - γιατί ο Cox πάει χωριστά με τα αμέτρητα tattoos του που κοσμούν οποιαδήποτε πλευρά του σώματός του και τις χαρακτηριστικές κοτσίδες του, που εύκολα φέρνουν στο νου την εικόνα του Bill Ward, 35 χρόνια πίσω.

Το set list ήταν:
Greed / Whiskey War / Brave the Rain / Falling Behind / The Beggar / Wage Slave / None Shall Return / Ol’ Unfaithful / The Cleansing / Void of Harmony / Dryspell / Open Fire / 6 Shooter / Motor- Ready



Με μπύρα, ή κάποιο bourbon αν προτιμάτε (σημειώστε πως η τιμή της «ξανθιάς» ήταν 3 euros), με hardcore ή πιο cool διάθεση, το περασμένο Σάββατο γίναμε μάρτυρες ακόμη ενός live που ο κόσμος το αγκάλιασε φιλότιμα και ζεστά για να πορωθεί, να πάρει μαθήματα old fashioned rock, ή ακόμα και να λύσει τις απορίες του περί αμερικανικού southern rock ζωντανά. Μακάρι να φιλοξενηθούν και άλλα τέτοιου είδους συγκροτήματα, μικρά ή μεγάλα, πρωτοεμφανιζόμενα ή όχι, σε ιστορικούς χώρους που υπάρχουν πια στην πόλη μας και με λογικό εισιτήριο, και όλοι εμείς θα τα στηρίξουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αξίζει στο συναυλιακό κοινό μας, δε νομίζετε;

  • SHARE
  • TWEET