Συνέντευξη: Ten Years After

Από τους Μανώλη Γεωργακάκη, Κώστα Σακκαλή, 06/06/2009 @ 07:03
Οι Ten Years After είναι η μπάντα που προσέφερε μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του φεστιβάλ του Woodstock, το 1969, με το δαιμονισμένο "I'm Going Home". Για τη νέα γενιά, είναι η μπάντα που παίζει εκείνο το πανέμορφο τραγούδι στην τηλεοπτική διαφήμιση, που υποστηρίζει ότι «βλέπει τον κόσμο όπως εγώ». Σοκάροντας τους πάντες, το 2004, είχαν επιστρέψει δριμύτεροι, χωρίς την κεντρική φυσιογνωμία του λατρεμένου Alvin Lee και ενισχυμένοι από τον κατά πολύ νεότερο, πλην όμως θεαματικό, Joe Gooch. Η πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα με αυτή την αναζωογονημένη σύνθεση, στις 9 Μαΐου 2009, κατάφερε να ικανοποιήσει ακόμη και τους πιο αντιδραστικούς, ενώ απετέλεσε μια εξαιρετική ευκαιρία για το Rocking.gr ώστε να συνομιλήσει με τον ολοζώντανο θρύλο Leo Lyons και το νεαρό μπροστάρη Joe Gooch.

Πάντα χαμογελαστός, ζεστός και προσιτός ο μεν, ανήσυχος -λόγω των τεκταινομένων στην κατ' ευφημισμόν, εκείνη τη μέρα, πλατειά Ομονοίας- και μετρημένος ο δε, απάντησαν χωρίς δισταγμό στις διψασμένες ερωτήσεις μας.



Κώστας Σακκαλής: Ας ξεκινήσουμε με την τωρινή σας δραστηριότητα. Δεν είστε μια μπάντα που περιοδεύει για να παίζει “oldies”. Έχετε και πρόσφατη δισκογραφία και μάλιστα έναν καινούριο δίσκο να μας προτείνετε. Λέγεται “Evolution” και θα ήθελα να μας πείτε πώς βλέπετε τις αντιδράσεις του κόσμου.
Joe Gooch: Υπάρχει θετική ανταπόκριση στο νέο μας άλμπουμ. Ανάμεσα στα άλμπουμ στα οποία εγώ συμμετέχω, υποθέτω ότι είναι αυτό που προτιμούν οι περισσότεροι. Από τη στιγμή που μπήκα στο συγκρότημα, έχουμε κυκλοφορήσει άλλα δύο. Το “Now” ήταν ο πρώτος μας στούντιο δίσκος με τη νέα σύνθεση και το “Roadworks” είναι ένα διπλό άλμπουμ με πρόσφατες ζωντανές ηχογραφήσεις. Στο “Evolution” η συνεργασία μας ήταν λίγο διαφορετική. Δεν είχε συγκεκριμένο παραγωγό. Στο παρελθόν, ο Leo αναλάμβανε μόνος το ρόλο του παραγωγού, αλλά σε αυτή την περίπτωση συμμετείχαμε και οι τέσσερις. Το καλύτερο θα ήταν να το ακούσει ο κόσμος και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Η ανταπόκριση πάντως είναι καλή και έχουμε δεχτεί πολύ καλές κριτικές στον Τύπο – όχι ότι αυτό σημαίνει κάτι, αλλά... (γελάει) είναι ευχάριστο να μην το θεωρούν τελείως αδιάφορο, έτσι δεν είναι; Περιοδεύουμε λοιπόν για να προωθήσουμε αυτό το άλμπουμ και παίζουμε τραγούδια από αυτό, καθώς και παλιότερα.
Leo Lyons: Ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα. Όπως είπαμε και στην τηλεόραση το πρωί, βρισκόμαστε σε περιοδεία από τον Ιανουάριο και αυτή η περιοδεία λέγεται “The Evolution Tour”. Περιφερόμαστε από δω κι από κει ή, όπως λέει ο Chick (σ.σ.: Churchill), ο κιμπορντίστας μας, «τρεκλίζουμε» από δω κι από κει... (γελάνε) Ίσως έχει κάποιο δίκιο σε αυτό. Πάντως, αυτή τη χρονιά ασχολούμαστε με αυτό το δίσκο. Ήμασταν στη Νότιο Αμερική την προηγούμενη βδομάδα, στη Χιλή. Η επόμενη συναυλία είναι στην Γερμανία. Θα γυρίζουμε την Ευρώπη μέχρι τον Αύγουστο και στη συνέχεια θα πάμε στην Αμερική, όπου θα συμμετέχουμε στην επέτειο για τα 40 χρόνια του φεστιβάλ του Woodstock, που θα εορταστεί με τη λεγόμενη “Heroes Of Woodstock Tour”. Μετά θα επιστρέψουμε στην Ευρώπη για μερικές ακόμη συναυλίες και έτσι θα κυλήσει αυτή η χρονιά.

Κώστας Σακκαλής: Ονομάσατε το νέο άλμπουμ “Evolution”. Τι σημαίνει για εσάς αυτός ο τίτλος;
Joe Gooch: Το βλέπουμε σαν μια πρόοδο, κατά κάποιο τρόπο. Η μπάντα «εξελίχθηκε», αν προτιμάς. Πρόκειται για μια διαφορετική οντότητα, συγκριτικά με αυτό που υπήρξε παλιότερα. Επίσης, ο τίτλος φέρει τον αναγραμματισμό της λέξης «love» και τα τραγούδια έχουν ως βάση τις σχέσεις, με έναν ιδιαίτερα bluesy τρόπο.



Κώστας Σακκαλής: Έχοντας ακούσει το καινούριο άλμπουμ, πιστεύω ότι εσύ, Joe, είχες αρκετό χώρο για να εκφραστείς. Πώς το σχετικά νεοαφιχθέν, αλλά τόσο «κεντρικό» μέλος αποκτά την εμπιστοσύνη των παλαιών μελών, ώστε να του δοθεί αυτή η ελευθερία;
Joe Gooch: Νομίζω πως αυτό ήρθε πολύ εύκολα, ειδικά στα πλαίσια αυτής της μπάντας. Η φύση των προσωπικοτήτων και ο τρόπος που σκεφτόμαστε τη μουσική, είναι οι παράγοντες που απέτρεψαν τα πιθανά προβλήματα. Φαντάζομαι ότι σε άλλες μπάντες θα ήταν πιο δύσκολο, αν λάβεις υπόψη τις δυναμικές τους. Ήταν μια απόλυτα φυσική και σχετικά απλή διαδικασία. Βέβαια, υπάρχει και ο παράγων της σύμπτωσης. Είχαν προηγουμένως δοκιμάσει διάφορους κιθαρίστες, αλλά σε εμένα βρήκαν κάτι που δούλεψε. Ήξεραν τι είναι αυτό που αναζητούσαν.
Leo Lyons: Είναι ευτύχημα να έχεις κάτι καινούριο στη μπάντα. Την τονώνει. Απολαμβάνω πολύ την άφιξη του Joe και όσα έφερε μαζί του. Από πολλές απόψεις, για τον ίδιο τον Joe, η μπάντα αυτή είναι μια καινούρια εμπειρία. Όταν φέρεις κάποιον μαζί σου, για διακοπές, σε κάποιο μέρος που εσύ γνωρίζεις, αλλά εκείνος δεν έχει επισκεφθεί ποτέ, τότε και εσύ αισθάνεσαι μια διαφορετική ανατριχίλα, χάρη σε αυτό, αν καταλαβαίνεις τί εννοώ.

Κώστας Σακκαλής: Από όσο ξέρω, το καινούριο σας άλμπουμ διανέμεται κυρίως μέσω του διαδικτύου και στο χώρο των συναυλιών σας. Δεν υπάρχει κάποια μεγάλη εταιρία από πίσω σας.
Leo Lyons: Πράγματι, δεν έχουμε μία μεγάλη εταιρία πίσω μας. Αυτό που έχουμε είναι επαφές με διανομείς, όπως ακριβώς όλες οι μεγάλες εταιρίες. Δεν ξέρω ακόμη για τη διανομή στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα στην Ευρώπη και αλλού έχουμε διανομείς, στους οποίους πουλάμε τους δίσκους, εκείνοι τους διανέμουν και μοιραζόμαστε τις δαπάνες διαφήμισης και προώθησης, όπως θα έκανε κάθε άλλη δισκογραφική. Η διαφορά είναι ότι δεν έχουμε τη «μεγάλη υποστήριξη» πίσω μας. Βέβαια, με τη μορφή που έχει πάρει η μουσική βιομηχανία, δε νομίζω ότι κανείς θα προσέφερε «μεγάλη υποστήριξη» στους Ten Years After, ούτως ή άλλως.
Joe Gooch: Ο κόσμος που αγοράζει τους δίσκους θα είναι ο κόσμος που αγοράζει τους δίσκους, ανεξάρτητα με το ποιος τους πουλάει. Το πλεονέκτημα είναι ότι έτσι έχουμε πολύ καλύτερο έλεγχο την όλης διαδικασίας.

Κώστας Σακκαλής: Πιστεύετε ότι αυτός ο τρόπος διανομής θα ήταν κατάλληλος και για ένα συγκρότημα που πρωτοξεκινά;
Leo Lyons: Ναι. Σίγουρα, για να πρωτοξεκινήσει, είναι ο κατάλληλος τρόπος. Αν το συγκρότημα ξεκινήσει να «μεγαλώνει», σίγουρα κάποιος θα εμφανιστεί και, θέλοντας να κερδίσει χρήματα από αυτό, θα ενδιαφερθεί να το προωθήσει, αλλά όχι όταν πρωτοξεκινά. Σε ένα σεμινάριο της South By Southwest, στην Αμερική, που αφορούσε τους μάνατζερ και τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιριών, διαπιστώθηκε μια ομοφωνία σχετικά με το γεγονός ότι κανείς δε θα ενδιαφερόταν να ακούσει ούτε καν ένα demo σε κασέτα, αν η μπάντα δεν έχει ήδη κυκλοφορήσει τουλάχιστον έναν δίσκο.
Joe Gooch: Ναι, αυτός είναι πλέον ο κανόνας.
Leo Lyons: Δε θέλουν να χάσουν το χρόνο τους και δεν θέλουν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Θα το πάρουν, θα το προωθήσουν, θα το πουλήσουν, θα βγάλουν κέρδη από αυτό και θα περάσουν στο επόμενο. Τέτοια είναι η φύση της δουλειάς τους.

Κώστας Σακκαλής: Ήταν διαφορετική η κατάσταση κατά τη δεκαετία του ‘60 ή του ‘70;
Leo Lyons: Όχι πολύ. Αλλά υπάρχουν περισσότερα χρήματα στη μουσική βιομηχανία σήμερα. Πιστεύω ότι η ταινία “Woodstock” το προκάλεσε αυτό, γιατί την είδε πολύς κόσμος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις διαφημιστικές. Πάντως και τότε ήταν το ίδιο δύσκολο να τα καταφέρεις. Υπήρχαν και απομονωμένοι καλλιτέχνες και υπήρχε και «υπόγεια» σκηνή, όταν εμείς ξεκινήσαμε. Σε σχέση με σήμερα, οι διαφορές είναι άλλες θετικές, άλλες αρνητικές. Όταν ξεκινήσαμε, μπορούσαμε να παίξουμε ζωντανά σε ένα μπαρ και να βγάλουμε αρκετά χρήματα τουλάχιστον για να φάμε. Τώρα, σχεδόν πρέπει να πληρώσεις, για να παίξεις σε αυτό το επίπεδο. Αλλά το ευτύχημα είναι ότι χάρη στο διαδίκτυο, μπορείς να χτίσεις τις βάσεις σου και ο κόσμος να ακούσει τη μουσική σου. Παραδείγματος χάρη, όταν κάποιος μου μιλάει για μία μπάντα, μπορώ να επισκέπτομαι το YouTube και να διαπιστώνω αν αξίζει. Αυτό είναι καλό. Κατά τα άλλα, ζυγίζοντας την κατάσταση, θα έλεγα ότι είναι περίπου η ίδια, με τη διαφορά ότι αν σήμερα καταφέρεις να ξεχωρίσεις, θα βγάλεις περισσότερα χρήματα σε λιγότερο χρόνο, ίσως όμως δε διαρκέσεις τόσο πολύ.

Μανώλης Γεωργακάκης: Ποιά είναι η γνώμη σας για την πειρατεία της μουσικής στο διαδίκτυο; Αυτό το φαινόμενο σας επηρεάζει;
Leo Lyons: Από τη δική μας οπτική γωνία, η βιομηχανία έχει αλλάξει πολύ και, με αυτό το είδος συγκροτήματος, τα χρήματα βγαίνουν «στο δρόμο». Εμείς πουλάμε δίσκους στις περιοδείες ή πουλάμε σε διανομείς και δε νομίζω ότι είναι τόσο κακό για εμάς και τους ομοειδείς μας. Θα μπορούσες να πεις ότι, στο παρελθόν, οι δισκογραφικές εταιρίες έβγαζαν περισσότερα χρήματα και δεν τα «προωθούσαν». Εκείνες πιστεύω θίγονται περισσότερο και όχι τόσο οι μουσικοί.



Κώστας Σακκαλής: Προέρχεστε από τη δεκαετία του ’60, από την εποχή που τα εξώφυλλα των δίσκων αποτελούσαν μια αυτόνομη τέχνη. Σήμερα, κυρίως λόγω της δυνατότητας αγοράς μεμονωμένων τραγουδιών σε ψηφιακή μορφή, λέγεται ότι το εξώφυλλο είναι μια χαμένη τέχνη. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτό, καθώς και για το γεγονός ότι ίσως και το άλμπουμ τείνει να εκλείψει;
Leo Lyons: Πιστεύω ότι είναι θλιβερό το γεγονός ότι τα μεγάλα εξώφυλλα των δίσκων βινυλίου έχουν ξεπέσει, γιατί ήταν μια πραγματική τέχνη. Πολλοί από μας, στη δική μου γενιά, αγοράζαμε τους δίσκους και τους ακούγαμε, χαζεύοντας το εξώφυλλο και διαβάζοντας που ηχογραφήθηκε, ποιος έκανε τι κλπ. Προσπαθείς να βάλεις όσες πληροφορίες μπορείς στο CD, αλλά τελικά είναι γελοίο. Είναι πολύ μικρό και δεν διακοσμείται από ένα πραγματικό εξώφυλλο, όπως εκείνο του βινυλίου. Όμως, αν αγοράσεις νομίμως ένα δίσκο, μπορείς να κατεβάσεις το artwork στον υπολογιστή σου, να το μεγεθύνεις και να το εκτυπώσεις. Αυτό θα ήταν καλό. Από την άλλη πλευρά, η αγορά μεμονωμένων τραγουδιών επιτρέπει σε κάποιον να έρθει σε μια πρώτη επαφή με το άλμπουμ, αν και δε φέρνει πολλά κέρδη στις εταιρίες. Μέχρι να ξεκινήσει αυτή η τάση, παρουσίαζαν ένα single κι άλλο ένα single και μετά οκτώ fillers και πουλούσαν ένα CD. Αυτό δεν είναι πλέον δυνατό. Δεν το κάνουν τόσο συχνά.

Κώστας Σακκαλής: Όμως το βινύλιο επιστρέφει.
Leo Lyons: Πράγματι. Σκεφτήκαμε να κυκλοφορήσουμε το “Evolution” και σε βινύλιο, αλλά είναι τόσο πολυδάπανη η διαδικασία, που δε νομίζω ότι θα άξιζε τον κόπο. Επιπλέον, πιστεύω ότι ο ήχος του βινυλίου δε θα ήταν ευεργετικός συγκεκριμένα για αυτό το άλμπουμ.

Κώστας Σακκαλής: Joe, έχοντας ακούσει το “Evolution”, θα έλεγα ότι είσαι το ίδιο καλός κιθαρίστας με τον Alvin Lee και ίσως καλύτερος τραγουδιστής. Όμως, το όνομα των Ten Years After είναι πάντα συνδεδεμένο με τον Alvin Lee. Βρίσκεις τη σύγκριση εκνευριστική;
Joe Gooch: Όχι. Είναι αναπόφευκτη όταν αναλαμβάνεις μια δουλειά σαν κι αυτή. Πάντα θα σε συγκρίνουν, μέχρι το τελευταίο λεπτό. Όταν δέχτηκα να το κάνω, ανέλαβα και αυτή την ευθύνη. Το περίμενα και δε με ενοχλεί καθόλου. Θα ήμουν αφελής αν προσδοκούσα κάτι διαφορετικό. Ο εκνευρισμός θα ήταν ανώφελος, γιατί πραγματικά η σύγκριση είναι μοιραία.



Μανώλης Γεωργακάκης: Joe, έγινες μέλος της μπάντας στην ηλικία των 27 ετών. Ο Alvin Lee ήταν επίσης 27 ετών, όταν πρωτοτραγούδησε το “I‘d Love To Change The World”, πριν από 38 χρόνια. Πόσο διαφορετικοί πιστεύεις ότι ηχούν οι στίχοι αυτοί στο δικό σου στόμα, σήμερα;
Joe Gooch: Καταβαίνω τι εννοείς. Νομίζω πως το συναίσθημα και το ρεφρέν κουβαλάνε κάτι που μπορείς να το τραγουδήσεις και σήμερα και να το πιστεύεις. Προφανώς υπάρχουν πάρα πολλές αδικίες στον κόσμο και πολλά πράγματα που θα ήθελες να αλλάξεις, αλλά από πού να αρχίσεις; Αισθάνεσαι ανίσχυρος. Βέβαια, υπάρχουν κάποιοι στίχοι στο τραγούδι, που πλέον δεν είναι τόσο “politically correct”... (γέλια)

Κώστας Σακκαλής: Μάλλον εννοείς κυρίως το πρώτο δίστιχο... (σ.σ.: επιχειρούμε μια μετάφραση: «Παντού βρίσκεις φρικιά και μαλλιάδες, λεσβίες και αδελφές. Πες μου που πήγε η σύνεση;»)
Joe Gooch: Ναι, ακριβώς. Πάντως, το γενικό αίσθημα του τραγουδιού παραμένει επίκαιρο και φέρει ένα θετικό μήνυμα.

Κώστας Σακκαλής: Υποθέτω πως σας έχουν ενημερώσει ότι λόγω μιας διαφήμισης στην τηλεόραση, το κομμάτι αυτό γνωρίζει νέες δόξες στην Ελλάδα. Πως βλέπετε το γεγονός ότι ένα τέτοιο τραγούδι, με τόσο ριζοσπαστική οπτική γωνία, χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς;
Leo Lyons: Ειλικρινά, δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Δεν ξέρω καν αν πληρωνόμαστε για αυτή την εκμετάλλευση του τραγουδιού (γελάει). Δεν έχει καμία σημασία, για εμένα. Αν στον κόσμο αρέσει η μουσική, αυτός ήταν ο σκοπός εξαρχής. Αν είσαι τυχερός, κερδίζεις τα προς το ζην χάρη στη μουσική και εμείς αυτό κάνουμε. Δεν είμαι ούτε καπιταλιστής, ούτε από την άλλη πλευρά. Δεν με ενοχλεί. Απλώς αν κάποιος βγάζει πολλά χρήματα χάρη σε κάτι που εγώ έφτιαξα, με κάθε ειλικρίνεια, ομολογώ ότι θα ήθελα και εγώ ένα μέρος αυτών των χρημάτων. Δεν μπορείς να προσλάβεις έναν υδραυλικό και να περιμένεις ότι δε θα ζητήσει αμοιβή, επειδή του αρέσει η δουλειά του.
Joe Gooch: Αν επρόκειτο για δικό μου τραγούδι, θα είχα πρόβλημα αν το χρησιμοποιούσε κάποιος για να προωθήσει ή να διαφημίσει κάτι με το οποίο ηθικά δεν συμφωνώ.
Leo Lyons: Ναι, όντως, αυτή είναι η ορθή άποψη.
Joe Gooch: Δε θα ήθελα ένα δικό μου τραγούδι να διαφημίζει τα McDonalds, για παράδειγμα.
Leo Lyons: Έχεις απόλυτο δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί από αυτή τη σκοπιά.
Joe Gooch: Ποιο προϊόν αφορά η εν λόγω διαφήμιση;



Κώστας Σακκαλής: Τα προϊόντα μιας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας.
Joe Gooch: Μάλιστα... Είναι αρκετά ουδέτερο.
Leo Lyons: Ναι. Αν στον κόσμο αρέσει τόσο πολύ το τραγούδι, ώστε να αποφασίσουν να αγοράσουν τα συγκεκριμένα προϊόντα, τότε αυτό είναι δική τους επιλογή. Έτσι δεν είναι; Πάντα πίστευα ότι αν είσαι μουσικός, ο κόσμος δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει το δίσκο σου ή να έρθει στις συναυλίες σου. Δεν είναι σαν τις φαρμακευτικές εταιρίες, για παράδειγμα, που παράγουν ένα φάρμακο και το χρεώνουν είκοσι φορές περισσότερο από όσο θα έπρεπε επειδή ο κόσμος το έχει ανάγκη. Κερδίζουμε τίμια το ψωμί μας (γελώντας). Έστω κι αν ιστορικά οι μουσικοί έχουν συνδεθεί – και ίσως όχι αδίκως – με πόρνες, απατεώνες και κλέφτες, η δουλειά μας παραμένει έντιμη. Αν βέβαια μπορείς να την αποκαλέσεις δουλειά.

Μανώλης Γεωργακάκης: Λόγω της διαφήμισης, ένα νέο κύμα κόσμου, από νεότερες γενιές έμαθε και αγάπησε το “I‘d Love To Change The World”. Πρόκειται όμως για ένα από τα πιο “pop” τραγούδια της καριέρας σας και σίγουρα απέχει πολύ από το τωρινό σας ύφος. Θα ακολουθούσατε αυτό το δρόμο, αναλογιζόμενοι ότι μια μερίδα του κοινού προτιμά αυτό το ύφος;
Leo Lyons: Δεν ξέρω αν μπορούμε. Σε όλη την καριέρα των Ten Years After, υπάρχει αρκετή ποικιλία. Δεν είχαμε κάποια σταθερή κατεύθυνση. Είχαμε λίγο από jazz, λίγο από country, λίγο από blues, λίγο από rock, λίγο από rock‘n’roll και τα συνδυάζαμε. Όταν αυτό το τραγούδι ηχογραφήθηκε, για το δίσκο “A Space In Time”, είχαμε αποφασίσει να σταματήσουμε τις περιοδείες για ένα χρόνο, όλοι μας είχαμε βγάλει κάποια χρήματα, αγοράσαμε εξοχικά και απλά καθόμασταν. Ήταν μια κατά κάποιο τρόπο ήρεμη εποχή. Αντικατόπτριζε αυτό που κάναμε εκείνη την εποχή, όπως το “Evolution” αντικατοπτρίζει αυτό που κάνουμε σήμερα. Δεν θα μπορούσαμε να παίξουμε rap, γιατί νομίζω πως η μπάντα δεν είναι ικανή να παίξει κάτι τέτοιο. Δεν θα μπορούσαμε να παίξουμε χαζοpop, επειδή πιθανόν η χαζοpop να πουλάει, γιατί δε θα ήταν ειλικρινής κατεύθυνση και ο κόσμος θα το καταλάβαινε αμέσως.
Joe Gooch: Αν γράφαμε ένα άλμπουμ με τραγούδια όπως το “I‘d Love To Change The World”, θα ήταν εμφανές ότι θα κυνηγούσαμε κάτι που δε θα ήταν αληθινό, έτσι δεν είναι; Δε νομίζω ότι μπορούμε να το ελέγξουμε. Έτσι βγαίνει και μετά, είτε σου αρέσει, είτε δεν σου αρέσει.
Leo Lyons: Γράφεις όπως αισθάνεσαι και έτσι βγάζεις κάτι. Ιδανικά, η ίδια η μουσική μπορεί να σε οδηγήσει και να δημιουργήσεις κάτι διαφορετικό και ειλικρινές. Πάντως, το “I ‘d Love To Change The World” ήταν ένα πολύ καλό τραγούδι, αν εξαιρέσεις κάποιους στίχους. Εγώ είχα «ξαναγράψει» τους στίχους, αλλά ο Alvin δεν ήθελε να τους αλλάξει. Αν τους αλλάζαμε, κατά τη γνώμη μου, το τραγούδι θα είχε γίνει πιο ουσιώδες. Ίσως και να γνώριζε ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία. Αλλά δε συμφώνησε τότε (γελάει).

Κώστας Σακκαλής: Είστε μια από τις πρώτες μπάντες, μετά τους Cream, που έπαιξε το blues με τόση ορμή. Οι μπάντες στα 60s προσπαθούσαν συνεχώς να παίξουν πιο δυνατά και πιο γρήγορα από όλους τους άλλους;
Leo Lyons: (σ.σ.: καθώς ο Joe Gooch χαμογελάει πλατιά) Όχι. Δε θα έλεγα «πιο δυνατά». Δεν είμαι καν σίγουρος για το «πιο γρήγορα». Για εμάς, ο κινητήριος παράγων ήταν η ενέργεια. Συνεργαζόμουν με τον Alvin πολύ πριν τα 60s. Εκείνος ήταν 15 κι εγώ 16 ετών. Από τότε αναζητούσαμε περισσότερη ενέργεια, περισσότερο rock. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να το περιγράψεις. Πιο σκληρό, πιο σφιχτό.



Κώστας Σακκαλής: Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, το ψυχεδελικό rock ήταν περισσότερο «της μόδας» – ας πούμε. Τι είναι αυτό που σας έκανε να επιμείνετε σε αυτό το “hard rocking blues”;
Joe Gooch: Εννοείς τους Pink Floyd ή κάτι τέτοιο;

Κώστας Σακκαλής: Ναι. Ή ακόμη το κίνημα “flower power”...
Leo Lyons: Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μεγαλώσαμε με Elvis και Chuck Berry. Αυτά ακούγαμε και αρκετό blues. Το βασικό στοιχείο της μουσικής που μου αρέσει είναι το blues και η country που είναι κοντά στο blues. Κατά μία άποψη, γράψαμε και ψυχεδελικά κομμάτια, όπως το “50000 Miles Beneath My Brain”, αλλά πάντα επιστρέφαμε στο κλασσικό δωδεκάμετρο. Ίσως από τεμπελιά, όπως είπε κάποιος πρόσφατα (γελάει). Δεν κάναμε ποτέ πρόβες. Ίσως να είχαμε πειραματιστεί περισσότερο, αν κάναμε πρόβες, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Κώστας Σακκαλής: Ένα από τα στοιχεία που πάντα μου άρεσαν στους Ten Years After είναι το γεγονός ότι η ρυθμική βάση, δηλαδή ο Leo κι ο Ric, βρίσκονταν πάντα μπροστά. Δε στήριζαν απλά την κιθάρα, αλλά αποκτούσαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Δε θέλατε να συμβιβαστείτε με την τάση που ήθελε το μπάσο και τα ντραμς να υποστηρίζουν απλώς τον μπροστάρη;
Leo Lyons: Αυτή ήταν πάντα η «συμφωνία», ανάμεσα στον Alvin και σε εμένα. Έτσι αρχίσαμε να παίζουμε. Πριν έρθει ο Chick, ήμασταν τριμελές σχήμα, οπότε το μπάσο ήταν πάντα φορτωμένο. Πιστεύω ότι αυτό έχει σχέση με το jazz στοιχείο.

Κώστας Σακκαλής: Συνεχίζετε να επιδιώκετε αυτή την αναλογία των δυνάμεων;
Joe Gooch: Ναι. Ειδικά το μπάσο είναι πρωτεύων παράγοντας, έχει έντονη προσωπικότητα. Συνεχίζουμε να λειτουργούμε έτσι.
Leo Lyons: Έτσι ήμασταν πάντα και έτσι συνεχίζουμε. Πάντως, όπως είπα μου αρέσει και η country, που είναι τελείως διαφορετική, και μπορώ να το κάνω και αυτό. Μπορώ απλά να στέκομαι εκεί και να απολαμβάνω.

Μανώλης Γεωργακάκης: Πως προέκυψε το όνομα Ten Years After;
Leo Lyons: Το 1967, νομίζω, αποκτήσαμε μάνατζερ και χρειαζόμασταν ένα νέο όνομα, γιατί, ως τότε, λεγόμασταν The Jaybirds. Ψάχναμε όλοι και, μια μέρα, όπως διάβαζα ένα περιοδικό με το πρόγραμμα του ραδιοφώνου, είδα ένα άρθρο σχετικά με τη Διώρυγα του Σουέζ, που είχε τίτλο “Ten years after Suez”. Μου φάνηκε καλή ιδέα, για το όνομα της μπάντας, και τελικά όλοι συμφωνήσαν. Ο κόσμος ρωτάει συχνά για το όνομα. Πάντα ρωτούσε. Για αυτό επινοήσαμε διάφορες απαντήσεις, όπως «δέκα χρόνια μετά το rock‘n’roll» κλπ. Το «10» είναι ένας αρκετά μαγικός αριθμός. Έχει το ένα και το μηδέν και είναι σημαντικός αριθμός και στα ταρώ, γιατί σημαίνει την αρχή και το τέλος. Πρόκειται για ένα από αυτά τα πράγματα, που όταν καπνίσεις πολλά ναρκωτικά, νομίζεις ότι είναι πολύ σημαντικά (γελάει). Πιστεύω ότι είναι ένα καλό όνομα.

Κώστας Σακκαλής: Το φεστιβάλ του Woodstock υπήρξε ένας πολύ σημαντικός παράγων για τις καριέρες των καλλιτεχνών που συμμετείχαν. Πιστεύετε ότι οι Ten Years After θα είχαν την αίγλη και την εικόνα που έχουν σήμερα, αν δεν ήταν η μπάντα που έπαιξε το “I’m Going Home”, σε αυτό το ιστορικό φεστιβάλ;
Leo Lyons: Πράγματι, πιστεύω ότι στήριξε την καριέρα μας για 40 χρόνια. Πριν το Woodstock παίζαμε σε μεγάλους συνοικιακούς χώρους, με πέντε χιλιάδες θεατές. Είχαμε καριέρα και είχαμε και δύο άλμπουμ που μπήκαν στα charts. Η ταινία «Woodstock» ήταν το κρίσιμο σημείο. Μας άνοιξε τις πόρτες κάθε μικρής πόλης της Αμερικής και κάθε χώρας στον κόσμο. Το “I’m Going Home” ήταν το κομμάτι που έφερε την εμπορική επιτυχία.

Μανώλης Γεωργακάκης: Ποια είναι η πιο τρελή σου ανάμνηση από το Woodstock;
Leo Lyons: Όταν παίξαμε στο Woodstock, για εμάς ήταν απλά άλλη μια συναυλία. Αν σου έλεγα, θυμήσου τι ακριβώς έκανες μια συγκεκριμένη μέρα, πριν από 40 χρόνια, τι θα μου απαντούσες; Νομίζω πως αν ήξερα τότε ότι ήταν τόσο σημαντικό, θα έδινα όλη μου την προσοχή (γέλια). Ήταν απλά μια συναυλία, μια καλή συναυλία, με καλό κοινό, αλλά μετά θυμάσαι και τις αναποδιές, τη βροχή, τη λάσπη, δεν υπήρχε φαγητό, δεν είχαμε κοιμηθεί αρκετά. Όλοι άρχισαν να το θεωρούν μεγίστης σημασίας μόνο όταν βγήκε η ταινία και επειδή συγκέντρωσε μισό εκατομμύριο κόσμο.

Μανώλης Γεωργακάκης: Δεν υπήρχε λοιπόν κάτι το ξεχωριστά μαγικό σχετικά με αυτό το τριήμερο, που αποτελεί μια μεγάλη στάση στη rock μυθολογία;
Leo Lyons: Όχι. Για εμένα τουλάχιστον, απολύτως τίποτα. Παίξαμε στο Newport Jazz Festival και στο Texas Pop Festival στην ίδια περιοδεία. Βέβαια, όχι μπροστά σε μισό εκατομμύριο κόσμο, αλλά από 30 μέχρι 60 χιλιάδες. Ήταν πολύ καλά φεστιβάλ. Όλη εκείνη η εποχή ήταν καταπληκτική. Αυτό που η ταινία κατάφερε – κι αυτό ίσως είναι μαγικό – ήταν να καταγράψει το πνεύμα της εποχής, για αυτούς που δεν ήταν εκεί.

Μανώλης Γεωργακάκης: Τι θα συνέβαινε αν ο Alvin Lee τηλεφωνούσε αύριο το πρωί και έλεγε «θέλω να επιστρέψω»;
Leo Lyons: Όχι, δεν μπορείς να επιστρέψεις! Ο Alvin είναι ο αδερφός που ποτέ δεν είχα, αλλά δε θα ήθελα να δουλέψω μαζί του ξανά. Εκείνος βέβαια δε θα ήθελε να γυρίσει, γιατί δε θέλει πια να παίζει, οπότε η ερώτηση είναι μάλλον τελείως υποθετική. Πάντως, διάφοροι τρίτοι έχουν τηλεφωνήσει για να μας πουν ότι, αν ξαναπαίζαμε με τον Alvin, θα μας πλήρωναν τόσες χιλιάδες δολάρια. Απέρριψα όλες αυτές τις προτάσεις. Συνεπώς, όχι, δε θα ήθελα να το κάνω και είμαι ικανοποιημένος με αυτό που κάνω τώρα.

Μανώλης Γεωργακάκης: Τι γεύση σου έχει αφήσει η τελευταία «επανένωση» της μπάντας με τον Alvin Lee;
Leo Lyons: Νομίζω ότι το πρόβλημα αυτών των «επανενώσεων», τη δεκαετία του ’80, είναι ότι έγιναν για τους λάθος λόγους. Και τις δύο φορές, ο Alvin Lee το έκανε για τα χρήματα. Μου είπε ότι ήθελε να δουλέψουμε, αλλά δεν ήθελε πραγματικά να δουλέψει. Μου αρέσει να πληρώνομαι για να κάνω αυτό που μου αρέσει, αλλά δεν θέλω να κάνω πράγματα μόνο για τα χρήματα, γιατί αυτό με καταπιέζει και μου προκαλεί κατάθλιψη.

Κώστας Σακκαλής: Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα μόνο τραγούδι από την καριέρα των Ten Years After, όχι το αγαπημένο σου, αλλά το πιο αντιπροσωπευτικό του ήχου σας, ποιο θα διάλεγες; Για μένα θα ήταν το “Good Morning Little Schoolgirl”, γιατί πιστεύω ότι αυτός είναι ο ήχος των Ten Years After, αλλά θα ήθελα πολύ να ακούσω τη δική σου επιλογή.
Leo Lyons: Δε θα διαφωνήσω μαζί σου. Πάντως ο κόσμος προτιμά το “I’m Going Home”. Είναι αυτό που όλοι θέλουν να ακούσουν.

Κώστας Σακκαλής: Σας ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.
Leo Lyons: Εμείς σας ευχαριστούμε.

Μανώλης Γεωργακάκης, Κώστας Σακκαλής
  • SHARE
  • TWEET