Συνέντευξη: Jethro Tull

Από τους Χρήστο Καραδημήτρη, Κώστα Σακκαλή, 15/07/2010 @ 14:44

Το πόσο έξυπνος και καλός αφηγητής ιστοριών είναι ο Ian Anderson το ξέραμε. Αυτό που έμελλε να διαπιστώσουμε ήταν και πόσο απολαυστικός συζητητής είναι, σε μία κουβέντα που μόνο ο χρόνος ήταν ικανός να σταματήσει και αφορούσε στην ιστορία των Jethro Tull, στη μουσική ειδικότερα αλλά και γενικότερα και στα γυναικεία εσώρουχα. Στα... γυναικεία εσώρουχα;


Καλημέρα, ελπίζω να είστε καλά, που σας πετυχαίνουμε;
Είμαι στη Νορβηγία. Όλα είναι καλά, βρέχει λίγο αλλά κατά τα άλλα όλα καλά. Είμαι ζωντανός, ξύπνησα σήμερα το πρωί πράγμα που είναι από τα αγαπημένα μου χόμπυ. (γέλια)



Ας ξεκινήσουμε με τις ερωτήσεις. Ο Ian Anderson έχει κυκλοφορήσει την τελευταία δεκαετία τρία σόλο άλμπουμ ενώ το τελευταίο «κανονικό» άλμπουμ των Jethro Tull ήταν το 1999. Γιατί έτσι; Δεν ταίριαζαν αυτές οι κυκλοφορίες υπό το όνομα των Jethro Tull;
Η μουσική βιομηχανία άλλαξε την τελευταία δεκαετία. Έχει γίνει πραγματικά αγνώριστη σε σχέση με 20, 30, 40 ή 50 χρόνια πριν. Είναι κατά βάση συντονισμένη με το φαινόμενο των δυσκολιών της ηχογράφησης και της διαχείρισης της μουσικής. Νομίζω ότι μπορείς να το εντοπίσεις στην έναρξη της εποχής του mp3. Θυμάμαι όταν ήρθε το mp3, πίστευα ότι η διαφορά ποιότητας μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού ήχου και ο κακός ήχος του mp3 δε θα το έκανε να αντέξει. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή με την κασέτα παλιότερα που είχε επίσης φτωχό ήχο και ο κόσμος συνέχισε να ακούει βινύλια. Μετά ήρθε το CD που κατά πολλούς τρόπους είναι καλύτερο από το βινύλιο αλλά και πάλι είχε περιορισμούς, είχε πιο σκληρό ήχο. Όλοι νομίζαμε ότι το mp3 θα αποτύχει. Αντ' αυτού κυριάρχησε γιατί παρόλο που είναι ένα συμπιεσμένο αρχείο ήχου, είναι εύκολο να το χειριστείς, μπορείς να το «κατεβάσεις» από το internet, να το στείλεις με e-mail... Είναι ένας πολύ εύκολος τρόπος να διαχειριστείς τη μουσική. Αλλά δεν είναι ποιοτικός ήχος. Φαίνεται όμως ότι το κοινό δεν το απασχολεί πραγματικά η ποιότητα. Τους νοιάζει η άνεση. Επιπρόσθετα σε αυτό το στάδιο της ζωής μου έχω μία απλή επιλογή. Μπορώ να βγω και να παίξω μία συναυλία, είτε είναι μία βροχερή ημέρα στη Νορβηγία, είτε μία ηλιόλουστη στη Μεσόγειο ή θα πρέπει να αποφασίσω να περάσω τρεις μήνες της ζωής μου κλεισμένος σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα και να φτιάξω ένα άλμπουμ. Πρέπει να το γράψω, να το ηχογραφήσω, να κάνω το editing και το mastering. Αυτό σημαίνει περίπου τρεις μήνες σκληρής δουλειάς σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα. Εσύ τι θα προτιμούσες να κάνεις; Δεν είναι προτιμότερο να παίζεις μπροστά σε πραγματικούς ανθρώπους πίνοντας την κρύα μπύρα σου;

Ναι, καταλαβαίνω τη λογική σας.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δε συνθέτω νέα μουσική. Σήμερα, ας πούμε, στη Νορβηγία θα παίξω δύο νέα τραγούδια που δεν έχουν ηχογραφηθεί και δε θα είναι τραγούδια του Ian Anderson αλλά των Jethro Tull.



Στις συναυλίες σας όμως, καθώς δεν έχετε νέο υλικό να παρουσιάσετε, τι το καινούριο θα πρέπει να περιμένει το κοινό;
Θα μπορούσαμε να παίζουμε νέο υλικό. Πιθανόν να παίξουμε νέα τραγούδια και στην Ελλάδα. Στο προηγούμενο διάστημα που έκανα solo περιοδεία στην Αμερική τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο έπαιζα περισσότερο νέο υλικό, τραγούδια που δεν είχαμε τη δυνατότητα τότε να κάνουμε πρόβα με το συγκρότημα. Πάντα έχεις την ευκαιρία να παίξεις νέα τραγούδια χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα τα ηχογραφήσεις κιόλας. Απλά αν δεν τα έχεις ηχογραφήσει ο κόσμος δε θα τα αναγνωρίσει.

Πώς είναι όμως οι αντιδράσεις του κόσμου όταν ακούει νέα τραγούδια στις συναυλίες σας; Δε θέλουν το κλασικό ρεπερτόριό σας;
Νομίζω ότι σε εμάς δείχνουν λίγο περισσότερο κατανόηση σε σχέση, ας πούμε, με τους Rolling Stones. Πιστεύω ότι αν οι Rolling Stones ανέβουν στη σκηνή και χάσουν πέντε λεπτά παίζοντας ένα τραγούδι που γράφτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, κανείς δεν θα ενδιαφέρεται πραγματικά, πιθανότατα ο κόσμος θα πάει στην τουαλέτα. Αλλά πιστεύω ότι σε μία συναυλία των Jethro Tull το περιμένουν, ήταν πάντα μέρος του σόου. Θυμάμαι στην Αμερική επί σκηνής να παίζουμε το "My God" πολύ πριν το ηχογραφήσουμε. Πάντα το κάναμε αυτό, πάντα παίζαμε νέα τραγούδια και κάποια από αυτά δεν τα ηχογραφήσαμε ποτέ. Από την άλλη κάποια όταν τα παίζαμε είχαμε και την ευκαιρία να τα διαμορφώσουμε όπως μας άρεσε οπότε όταν τα ηχογραφήσαμε ήταν στη μορφή που είχαμε καταλήξει και ήμασταν ευχαριστημένοι. Είχαμε και την ευκαιρία να δούμε πώς ακριβώς άρεσαν στον κόσμο, να βιώσουμε τις αντιδράσεις του κοινού και έτσι όταν πας να ηχογραφήσεις δουλεύεις ήδη με κάποιες κατευθύνσεις.



Ο περισσότερος κόσμος κατηγοριοποιεί τους Jethro Tull στο είδος του progressive. Εσείς είστε εντάξει με αυτό; Θεωρείτε ότι σας αντιπροσωπεύει;
Εξαρτάται από το ποιος είσαι. Πολύς κόσμος θα μας έλεγε folk rock, σίγουρα άλλοι θα μας έλεγαν hard rock, ίσως και blues rock, δεν ξέρω. Διαφορετικοί άνθρωποι έχουν διαφορετική αντίληψη για τη μουσική. Αλλά πιστεύω ότι ο όρος «ροκ μουσική» αν μιλάς σε εμένα ως μουσικό, είναι ο λιγότερο ταιριαστός γιατί είμαι ένας ακουστικός μουσικός. Ως έφηβος η μουσική που άκουγα εγώ ήταν ακουστική, ήταν jazz, blues, εκκλησιαστική, κλασική μουσική... Όταν ήμουν 17 ή 18 χρονών ξεκίνησα να παίζω ηλεκτρικά blues και δεν μου άρεσε και τόσο. Αλλά ήταν αυτό που έπρεπε να κάνουμε για να μπορέσουμε να γίνουμε αποδεκτοί, να παίξουμε μπροστά σε κοινό, δεν μπορούσαμε να παίξουμε ακουστικά μπλουζ παρόλο που αυτό άρεσε σε εμένα. Τότε ήμουν πολύ αφοσιωμένος σε μουσικούς όπως ο Muddy Waters και ο Robert Johnson. Μου άρεσε να παίζω blues και μάλιστα ακουστικά. Η δουλειά μου όμως ενταγμένη σε αυτό το πλαίσιο υπαγόρευε να αφήσω την ακουστική κιθάρα και να βρω ένα άλλο όργανο να παίξω. Διάλεξα το φλάουτο γιατί δεν υπήρχε στις μπλουζ μπάντες που έπαιζαν εκείνη την εποχή. Ήταν ένα σημείο διαφορετικότητας, ένας τρόπος να σε προσέξουν και να ξεχωρίσεις από τις πολλές μπάντες.

Ας πάμε στο 1968. Πόσο τολμηρό ήταν να ξεκινήσετε την καριέρα σας λέγοντας ότι «αυτός ήταν» (σ.σ. "This Was" το όνομα του πρώτου δίσκου τους) ο ήχος σας; Δε φοβηθήκατε είτε εσείς, είτε η δισκογραφική εταιρία;
Δε νομίζω ότι το κατάλαβαν. Όταν ηχογραφήσαμε τον πρώτο δίσκο το καλοκαίρι του 1968 έγγραφα ήδη τα επόμενα τραγούδια και είχα ήδη αποφασίσει τον ήχο που θα είχε το επόμενο άλμπουμ. Θα ήταν αρκετά διαφορετικός και το ήξερα. Ο τίτλος ήταν ένας τρόπος να πούμε ότι αυτό είναι το ντεμπούτο μας αλλά το επόμενο θα είναι κάπως διαφορετικό. Ήταν τολμηρό κατά μία έννοια. Το "This Was" ήταν το πώς ξεκινήσαμε. Μετά αποφασίσαμε να επεκτείνουμε τον ήχο μας. Αυτό μάλιστα σήμαινε ότι ο Mick Abrahams δεν κόλλαγε με τη νέα μουσική κατεύθυνση, δεν την καταλάβαινε. Ήθελε να παίζει blues και αυτό συνέχισε να κάνει και το έκανε πολύ καλά μάλιστα. Δεν μπορούσε και δεν ενδιαφερόταν να παίξει τη μουσική που είχα εγώ κατά νου και δυστυχώς έπρεπε να εγκαταλείψει το συγκρότημα. Τα προβλήματα ήταν κυρίως μουσικά αλλά και προσωπικοτήτων, καθώς με τον μπασίστα μας, τον Glen Cornick, υπήρχε αμοιβαία αντιπάθεια. Κατά συνέπεια έπρεπε να βρούμε άλλον κιθαρίστα και μετά από λίγο ήρθε ο Martin Barre στο συγκρότημα.



Αν έπρεπε να επιλέξετε έναν δίσκο που αντιπροσωπεύει τον ήχο των Jethro Tull με τον καλύτερο τρόπο, ποιο θα ήταν αυτό;
Νομίζω ότι θα έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στο "Stand Up" ή το "Aqualung". Υποθέτω ότι το δεύτερο συνδυάζει τα στοιχεία του ακουστικού παιξίματος αλλά και του πιο «ροκ», ηλεκτρικού και επιθετικού, κατά μία έννοια. Το μισό είναι παιγμένο στην ακουστική κιθάρα. Tραγούδια όπως το "Aqualung", "Mother Goose",  "Wond'ring Aloud", "Slipstream", ήταν γραμμένα ως ακουστικά. Πήγαινα στο στούντιο και τα έπαιζα μόνος μου και τα είχα ήδη διαμορφώσει όταν οι υπόλοιποι έρχονταν και απλά πρόσθεταν κάτι. Είναι σχεδόν σαν solo κυκλοφορία ο συγκεκριμένος δίσκος. Νομίζω ότι αντιπροσωπεύει πολύ καλά το τι ήταν οι Jethro Tull εκείνη την εποχή, μία ανάμιξη κλασικών οργάνων με ροκ ήχους.

Είναι αυτή μία ισορροπία που έχει κάνει το "Aqualung" αγαπημένο και ανάμεσα στους οπαδούς;
Νομίζω ότι είναι ιστορικά σημαντικό γιατί αντιπροσωπεύει την εποχή που γίναμε πραγματικά διεθνείς, πραγματικά δημοφιλείς σε διάφορα μέρη του κόσμου. Το "Aqualung" είναι ο δίσκος που κατάφερε αυτή τη διείσδυση. Το άλμπουμ που ακολούθησε, το "Thick As A Brick", ήταν πιο χιουμοριστικό και πιο πειραματικό και το οποίο έκανε τον κόσμο να πιστεύει ότι είμαστε μία prog rock μπάντα όπως και το είδος του concept άλμπουμ.

Είναι αυτός ο πιο φιλόδοξος δίσκος σας; Αν όχι ποιος είναι; Ο κόσμος θα έλεγε ίσως τα "Thick As A Brick", "Minstrel In The Gallery" ή "A Passion Play".
Νομίζω το "Thick As A Brick" γιατί εκείνη την εποχή ήταν ριψοκίνδυνο να κάνεις έναν τέτοιο δίσκο. Το "Aqualung" είχε ακουστεί σε όλον τον κόσμο. Το "Thick As A Brick" είχε ρίσκο. Το λογικό θα ήταν να κάνουμε άλλο ένα άλμπουμ που να έχει ένα συνδυασμό ακουστικών και πιο ροκ τραγούδιών. Για τους περισσότερους αντί να κάνουμε ένα τέτοιου είδους concept άλμπουμ θα ήταν πιο λογικό να βγάζαμε ένα "Aqualung Part 2". Κάναμε κάτι πολύ πιο υπερβολικό και πολύπλοκο. Νομίζω ότι είναι το πιο φιλόδοξό μας και ευτυχώς πέτυχε.



Ποια ήταν η πραγματική έμπνευση για το δίσκο αυτό; Γνωρίζουμε ότι ο πρωταγωνιστής, Gerald Bostock, είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, γιατί όμως επιλέγεται να στείλετε τα μηνύματα σας μέσω αυτού και όχι ως Ian Anderson;
Το "Aqualung" χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως concept album, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. Οπότε σκέφτηκα: «Χμ, ας κάνουμε λίγο πλάκα στους κριτικούς». Αφού θέλουν concept album θα τους δώσουμε ένα αλλά και κάτι πολύ περισσότερο, ας φτιάξουμε τη «μητέρα» όλων των concept άλμπουμ. Να κάνουμε κάτι πραγματικά τρελό. Ήταν διασκεδαστικό. Για αυτό στήθηκε με αυτόν τον τρόπο. Το λέει και η πρώτη φράση: «I really don' t mind if you sit this one out». Ξεκίνησα από αυτή και κάθε πρωί σηκωνόμουνα και έγραφα το επόμενο κομμάτι και το απόγευμα μαζευόμασταν με το συγκρότημα στο στούντιο, προβάραμε αυτό που είχα μόλις γράψει και το ενώναμε με τη μουσική που είχαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αυτό μας πήρε δύο εβδομάδες. Γράψαμε και κάναμε πρόβες ολόκληρο το δίσκο σε δύο εβδομάδες και μετά το ηχογραφήσαμε. Αλλά τέλειωσε πολύ γρήγορα. Κατά πάσα πιθανότητα μας πήρε άλλες δύο εβδομάδες να το ηχογραφήσουμε. Δουλεύαμε σκληρά κάθε μέρα.

Ακούγεται μακριά από τη σημερινή πραγματικότητα και ρομαντικό με την καλή έννοια.
Ναι, και έγινε με πολύ ταχύτητα. Θυμάμαι ότι εγώ έπρεπε να δουλεύω για 16 ώρες την ημέρα και οι άλλοι μουσικοί απλά ερχόντουσαν και έπαιζαν για 4-5 ώρες πρόβας. Και όταν ακόμα ήταν στο στούντιο δεν έμεναν εκεί όλη την ώρα. Εγώ ήμουν ο παραγωγός, ο συνθέτης, ο βασικός ερμηνευτής. Ήμουν εκεί όλη την ώρα και για τα πάντα.

Είχατε πει κάποια στιγμή ότι είναι ασφαλέστερο να είσαι το «νούμερο 2» γιατί τα «νούμερο 1» έρχονται και παρέρχονται συχνότερα. Είναι ταπεινοφροσύνη από μέρους σας ή μήπως τακτική; Τι ακριβώς εννοούσατε;
Σίγουρα όχι ταπεινοφροσύνη γιατί στην πραγματικότητα δεν είμαστε ούτε το «νούμερο 2» αλλά μάλλον το «νούμερο 102». Και το λέω αυτό γιατί στα 100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών το "Aqualung" είναι 102ο, κοινώς δεν είναι στα πρώτα 100. Η πραγματικότητα είναι ότι ήμαστε συγκρισιμοι με άλλα παρόμοια μακρόβια συγκροτήματα όπως οι Deep Purple, οι Yes, οι Emerson, Lake & Palmer. Δεν μπορούμε να μπούμε στην κατηγορία τωνRolling Stones ή των U2 ή άλλων σύγχρονων brit pop συγκροτημάτων όπως ίσως οι Coldplay. Θα πρέπει να θυμάσαι, βέβαια, ότι η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία των Coldplay πούλησε 11.000.000 αντίτυπα όταν, εκείνη την εποχή, το "Aqualung" είχε πουλήσει παραπάνω από 12.000.000 αντίτυπα. Υποθέτω ότι μέσα στα χρόνια οι Jethro Tull έχουν κερδίσει το δικαίωμα να είναι κάπου ψηλά. Ίσως δεν είμαστε το νούμερο δύο αλλά είμαστε στη δεύτερη κατηγορία, για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους.

Εγώ πείσθηκα ότι είναι ταπεινοφροσύνη γιατί οι Jethro Tull είναι ανάμεσα στους καλύτερους ακόμα και αν αυτό δεν αντιπροσωπεύεται από τους αριθμούς. Οι αριθμοί δε λένε την αλήθεια. Δεν μετριέται η ποιότητα.
Στην πραγματικότητα, αν μιλήσουμε για νούμερα, αντί να μιλάμε για πωλήσεις είναι προτιμότερο να μιλάμε για το τι κάνει ο κάθε καλλιτέχνης δημιουργικά. Κοιτάω πίσω στο τι έκαναν οι Jethro Tull και βλέπω πολλή καλογραμμένη και καλοπαιγμένη μουσική. Παίζουν επίσης μεγάλο ρόλο και οι στίχοι. Δεν είμαι ίσως ο καλύτερος αλλά σίγουρα είμαι πολύ περισσότερο ικανός με τα λόγια από τους περισσότερους ποπ συνθέτες. Χρησιμοποιώ μερικές φορές τις λέξεις για να εκφράσω ιδέες που δεν είναι πολύ συνηθισμένες. Νομίζω ότι καλλιτεχνικά η μουσική μου είναι πιο αποδεκτή.



Πιστέψτε με κ. Anderson είστε ένας από τους πιο ικανούς μουσικούς στα λόγια.
Ξέρεις, κάποια από τα πιο σημαντικά πράγματα που παίχτηκαν ή γράφτηκαν ήταν υπέροχες, απίστευτα απλές ιδέες. Όπως η 5η του Μπετόβεν: «τα τα τατα» (σ.σ. τραγουδάει την εισαγωγή). Είναι τόσο απλό και όμορφο. Ή το «τα τα τα, τατα τατα» (σ.σ. τραγουδάει την εισαγωγή του "Smoke On The Water" και στη συνέχεια ομοίως με το "Sunshine Of Your Love" και το "Aqualung"). Όλα έχουν κάτι κοινό. Και στιχουργικά ακόμα. Κάποιες από τις καλύτερες ιδέες είναι πολύ απλές. Όπως οι στίχοι στα blues. Υπάρχει ένας στίχος που λέει: «The sun is shining, but it is raining in my heart». Και αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να περιγράψεις ολόκληρη την Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Είσαι στην Μεσόγειο, κοιτάς από το παράθυρό σου και ο ήλιος λάμπει αλλά βρέχει στην καρδιά σας. Μπορείς να έχεις μία πολύ απλή στιχουργική ιδέα και να εκφράσεις, όχι μόνο ένα άτομο, αλλά ένα ολόκληρο έθνος. (γέλια)

Αντιλαμβάνομαι τη θεωρία περί απλότητας. Από την άλλη όμως υπάρχουν μουσικές όπως η δική σας που απαιτούν την προσοχή του ακροατή. Δε θέλετε ο ακροατής σας να εμβαθύνει στη μουσική και να συλλάβει τα νοήματα των στίχων σας;
Δε θέλω στην πραγματικότητα να προτείνω ή να υπαγορέψω στους ανθρώπους πώς να ακούνε οτιδήποτε. Νομίζω ότι τη μουσική πρέπει να την ακούς με έναν πολύ εύκολο τρόπο. Μπορείς να πας βαθύτερα, να αλλάξεις επίπεδο στη μουσική που σε ενδιαφέρει περισσότερο. Είναι σα να περπατάς σε ένα πολυκατάστημα και είσαι σε έναν όροφο και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι υπάρχει και άλλος όροφος και μετά από λίγο ότι υπάρχουν συνολικά δώδεκα όροφοι και δεν ξέρεις από που να ξεκινήσεις. Κάπως έτσι είναι και με τη μουσική. Μπορείς να ξεκινήσεις από το ισόγειο και να καταλήξεις σε κάποιον άλλον όροφο. Μπορείς να κινείσαι διαρκώς ακόμα και αν αυτό σε καταλήξει στον όροφο με τα γυναικεία εσώρουχα.

Ωραία. Μας είπατε για κάποια πράγματα για τα οποία είστε περήφανος...
Εμ... Δεν είμαι περήφανος που πηγαίνω στο τμήμα με τα γυναικεία εσώρουχα. Το κάνω βέβαια μία φορά το χρόνο γιατί πρέπει να πάρω δώρο στη γυναίκα μου. Και ξέρεις ε; Όσο μεγαλώνεις τόσο χειρότερο γίνεται να σε βλέπουν στον όροφο με τα γυναικεία εσώρουχα. Όχι μόνο είσαι ένας γέρος που όλοι αναρωτιούνται, «τι ακριβώς θέλει αυτός εδώ;», αλλά πρέπει και να αγοράζεις διαρκώς ένα νούμερο μεγαλύτερο από αυτό που πήρες ένα ή δύο χρόνια πριν. Και είναι και αυτό ντροπιαστικό, γιατί πας στη γυναίκα σου και της έχεις πάρει το μέγεθος που συνήθιζε να φοράει αλλά πλέον είναι πολύ στενό και δεν της κάνει. Από την άλλη όμως αν της πάρεις το μεγαλύτερο μέγεθος θυμώνει πολύ γιατί αυτό σημαίνει ότι τη «ζύγισες» ότι έχει χοντρύνει. Σε κάθε περίπτωση χάνεις. Είναι πραγματικά πολύ τρομακτική εμπειρία! Κάθε Χριστούγεννα το κάνω και, δεν παίρνω Βάλιουμ, αλλά φροντίζω να έχω ένα ποτήρι μπράντυ στο κομοδίνο μου (γέλια).



Ας προσπαθήσουμε να γυρίσουμε στη μουσική. Πολλοί συνάδελφοί σας από τα 60s και τα 70s δεν είναι και πολύ περήφανοι για τη δουλειά τους στα 80s. Εσείς έχετε μετανιώσει για κάτι;
A, τα 80s... Κάναμε κάποιες καλές κυκλοφορίες στα 80ς. Είχαμε το "Broadswoard And The Beast" όπου είχαμε την επιλογή να κάνουμε για πρώτη φορά χρήση των νέων, τότε, τεχνολογιών. Το 1987 κάναμε το "Crest Of A Knave" που είχε κάποια αρκετά καλά τραγούδια, μερικά τα παίζουμε τακτικά ακόμα και σήμερα. Για μένα είναι εξίσου παλιοί καλοί Jethro Tull δίσκοι. Έχουν όλα τα στοιχεία αυτού που ήμασταν. Κοίταξε, τα 80s ήταν περίεργη περίοδος γιατί ήταν η εποχή που όλη αυτή η τεχνολογία έγινε πρώτη φορά διαθέσιμη και υπήρχε πολλή τάση για πειραματισμό με αυτή. Μπορούμε ακόμα να πούμε ότι απομακρυνθήκαμε και από τη μουσική της Αμερικής, τα blues, το rock 'n' roll και έγινε πιο επιτυχημένη η Ευρωπαϊκή ποπ. Για παράδειγμα οι Spandau Ballet δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι ένα αμερικάνικο συγκρότημα.  Ήταν καλή εποχή να είσαι στην ποπ μουσική, αλλά όχι στην πιο σοβαρή μουσική.

Ξέρουμε για την ιστορία πίσω από τους στίχους αλλά μήπως ο τίτλος "Too Old To Rock 'N' Roll, Too Young To Die" κρύβει και κάποιο προσωπικό άγχος της εποχής;
Όχι, όχι δεν υπήρχε τίποτα αυτοβιογραφικό. Είναι απλά η ιστορία ενός παλιού rocker. Υποθέτω ότι όλοι ξέρουμε κάποιον αντίστοιχο που δεν μπορεί να δεχθεί τον κόσμο και τον προσαρμόζει έτσι ώστε αυτός να νιώθει άνετα. Εγώ δεν είμαι καθόλου έτσι. Αντίθετα πάντα πορευόμουνα με τις αλλαγές των καιρών. Είτε πρόκειται για την τεχνολογία, είτε για τη μουσική. Σίγουρα δεν εννοώ εμένα όταν λέω "Too Old To Rock 'N' Roll". Ίσως ήταν κακή επιλογή τελικά, σε κάθε συνέντευξη με ρωτάνε «είναι ο Ian Anderson πολύ γέρος για το rock 'n' roll»;

Κύριε Anderson σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας και για το χιούμορ σας, να ξέρετε ότι το θεωρώ το αντίστοιχο των Monty Python στο χώρο του ροκ. Ελπίζω να το λάβετε σαν κομπλιμέντο αυτό.
Το θεωρώ μεγάλο κομπλιμέντο όντως. Ευχαριστώ κι εγώ.

 

Χρήστος Καραδημήτρης, Κώστας Σακκαλής
  • SHARE
  • TWEET