Συνέντευξη: Δημήτρης Πουλικάκος

Από τους Μανώλη Γεωργακάκη, Κώστα Σακκαλή, 11/08/2008 @ 02:41
Αγκαζέ με τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον αποκαλούμενο «πατριάρχη» της ελληνικής ροκ σκηνής, το rocking.gr παρουσιάζει μια εφ όλης της ύλης συνέντευξη, μετά σημασίας και ουσίας. Το πλούσιο και καυστικό λέγειν του «θείου Νώντα» σκιαγράφησε ένα μεγάλο μέρος της καριέρας του, με ανείπωτες ιστορίες και απολαυστικά σχόλια. Αν αγνοείτε τη μουσική ταυτότητα του ηθοποιού, εντυπωσιαστείτε από τη μη υποκριτική ταυτότητα του μουσικού. Κι όταν τελειώσετε την ανάγνωση: «Σκέψου, σκέψου, παύσις».

Κώστας Σακκαλής: Η πρώτη φορά που η Αθήνα μαθαίνει το όνομά σου είναι ως μέλος της παρέας των μποέμ/beat/σουρεαλιστών του Κολωνακίου, με τον Πολύτιμο, τον Κουτρουμπούση, τον Βαλαωρίτη, τον Φαληρέα, και λοιπούς. Πώς προέκυψε η παρέα και ποιές ήταν οι δραστηριότητες σας;
Αυτοί που ανέφερες δεν ήταν ακριβώς μία παρέα. Ο Φαληρέας και ο Πολύτιμος δεν είχαν πολλά-πολλά με τον Βαλαωρίτη, ας πούμε. Από αυτούς που σας ενδιαφέρουν, εν πάση περιπτώσει, στην παρέα ήταν ο Πολύτιμος, ο Κουτρουμπούσης και ο Μάνος ο Αρώνης κι ο Ευθυμιάδης, που είχαν εκείνη τη διαφημιστική εταιρία. Ο Πάγκαλος επίσης ήταν σε αυτή την κάπως χαλαρή, ας πούμε, παρέα. Βρισκόμασταν στο «Βυζάντιο», ένα παλιό καφενείο, που υπήρχε στο Κολωνάκι, όπου έβρισκες από νταβατζήδες μέχρι υπουργούς. Πράγμα που πολλές φορές είναι και το ίδιο.

Κ.Σ.: Και οι δραστηριότητες της παρέας;
Αμπελοφιλοσοφία βασικά, πλάκες, ενδιαφέροντα από ιστορία μέχρι υπερρεαλισμό, λογοτεχνία, ποίηση, σινεμά, μουσική.

Κ.Σ.: Η Κ.Δ.Ω.Α. πως προέκυψε;
Κ.Δ.Ω.Α. είναι όρος του Κουτρουμπούση. «Κτηνώδης Δύναμις Ωγκώδης Άγνοια» (σ.σ. το «Ω» σκοπίμως ανορθόγραφο για να τονίσει την άγνοια). Δεν θέλει και πολλές εξηγήσεις. Συνήθως, αυτοί που είναι μέλη της Κ.Δ.Ω.Α δεν το ξέρουν καν.

Μανώλης Γεωργακάκης: Από αυτή την παρέα στο ροκ. Ξεκίνησες την καριέρα σου ως μπασίστας των M.G.C., που είναι το πρώτο συγκρότημα που έπαιξε πραγματικό ροκ στην Ελλάδα. Πες μας πως άρχισαν όλα.
Ήμουν στην Αγγλία και ξεκινήσαμε με έναν φίλο μου Εγγλέζο να κατέβουμε με οτοστόπ στην Ελλάδα. Βρήκαμε κάτι φίλους στο Παρίσι, που είχαν ένα αμάξι με τροχόσπιτο και μας πήραν μαζί. Φτάσαμε στις 14 Απριλίου του 1967. Έγινε η συναυλία των Stones, στις 17 του μηνός, όπου μύριζε μπαρούτι και αυτό συνέβαινε γενικά, εκείνη την εποχή. Το πρωί της 21ης – είχα κοιμηθεί στο σπίτι του Κουτρουμπούση, στην Πλάκα, στα Αναφιώτικα – με ξυπνάνε και μου λένε «Έγινε πραξικόπημα». Νόμιζα πως κάνανε πλάκα. Αλλά, βγαίνοντας έξω, είδα κάτι 100 που κουβαλάγανε στο πορτμπαγκάζ κουραμάνες και τέτοια. Λέω «Μάλλον αλήθεια μου λένε». Μετά περπατήσαμε μέχρι τη Βουλή και είδα και τα τανκς και ... αυτό ήτανε! Για να καταλάβεις σε τί κατάσταση τρέλας βρισκόμουνα, κυκλοφορούσα παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας, και με όπλο στην τσέπη. Έτσι και με πιάνανε θα με στήνανε και στον τοίχο, δηλαδή. Μαζευόμασταν σε ένα σπίτι κάτι φίλων στο Παγκράτι, στη Σπύρου Μερκούρη, από 7-8 μέχρι 20-25 άτομα. Εν πάση περιπτώσει σηκώθηκα κι έφυγα και πήγα στα Μάταλα, όπου έκατσα μέχρι το Σεπτέμβριο, σε μια σπηλιά. Σημειωτέον, ήταν τίγκα οι σπηλιές από κόσμο, όλοι ξένοι, και ήμουνα ο μόνος Έλληνας μέσα σε τριακόσιους-τόσους ξένους. Οι ντόπιοι δεν το πίστευαν ότι ήμουν Έλληνας. Μου λέγανε «Μωρέ καλά τα μιλάς εσύ τα ελληνικά!». (Με ειρωνικό ύφος) Έλεγα «ναι, τα 'χω μάθει καλά». Γύρισα λοιπόν το Σεπτέμβριο και δεν υπήρχε μία. Ο Πολύτιμος ήδη έπαιζε με τους M.G.C. Μου λέει «Ο μπασίστας πάει φαντάρος, δεν κάθεσαι να σου μάθει τα κομμάτια ο Μπεληγιάννης, ο κιθαρίστας, να παίζουμε παρέα;». Και αυτό έγινε και έτσι έγινα μουσικός, να πούμε.

Μ.Γ.: Μιας και μίλησες για την Αγγλία, είναι γνωστό πως πέρασες άλλον ένα χρόνο στην Αγγλία ανάμεσα στους M.G.C. και τον Εξαδάχτυλο. Τί έκανες κατά τη διαμονή σου στην Αγγλία;
Έχω κάτσει εκεί περίπου 6-7 χρόνια, «on and off» ας πούμε.

Μ.Γ.: Αυτό συνέβη και εξαιτίας του καθεστώτος;
Όχι. «Εξαιτίας του καθεστώτος» δεν μπορούσα να βγω από τη χώρα, κατ αρχήν. Απαγορευόταν η έξοδος. Μιλάω για πριν το πραξικόπημα. Τί έκανα στην Αγγλία; Διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η πιο σταθερή δουλειά που είχα ήταν σ' ένα στριπτιτζάδικο στο SoHo. Κάναμε διάφορες βάρδιες. Τσιτσερόνε, δηλαδή, στην είσοδο, τελάλης της «παραστάσεως», κόβαμε τα εισιτήρια, στήναμε τα σκηνικά. Στο υπόγειο είχε και σινεμά 8 mm, που έπαιζε κάτι «ντεμί». Το hardcore το πορνό ήταν πολύ σπάνιο. Ειδικά σε αυτά τα μαγαζιά ήταν soft κατάσταση. Αλλά, εντάξει, για τους Εγγλέζους αυτούς, κάτι τύπους με λιγδιασμένες καμπαρντίνες, που, αφού είχαν δει το στριπτίζ, κατέβαιναν στο υπόγειο να την παίξουν, αυτό αρκούσε. Ξέρεις οι Εγγλέζοι σχετικά με το στριπτίζ δεν είναι σαν τους Γάλλους, που θέλουνε χλιδή και Folies Bergère και Moulin Rouge και τέτοια. Θέλουνε το στριπτίζ να είναι σαν να κάνουμε μπανιστήρι στην κοπελίτσα που μένει δίπλα. Τα περισσότερα τα νούμερα ήτανε τέτοια, δηλαδή μια κοπέλα με ένα αλογάκι κουνιστό ή με έναν ιστό αράχνης ή με έναν καλόγερο. Μέσα στο πρόγραμμα, που ήταν δύο ώρες, η κάθε μία από τις κοπέλες είχε επτά λεπτά για το νούμερό της. Έπαιζε εκεί και μετά πήγαινε και σε άλλα καναδυό μαγαζιά, να πούμε, για να συμπληρώσει μεροκάματο. Από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ, αυτό. Είχαμε κι άλλες δουλειές. Είχαμε ένα φορτηγό με το οποίο κάναμε μετακομίσεις. Είχαμε βάλει μια αγγελία «we move anything, anywhere, anytime». Κι ερχόντουσαν διάφοροι, άλλος με ένα σεντούκι, άλλος με ένα attaché...

Μ.Γ.: Εξ ου και τίτλος του δίσκου σου «Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μητσος»;
Ναι.

Μ.Γ.: Τί είναι αυτό που έκανε τον Εξαδάκτυλο τόσο ξεχωριστό συγκρότημα και πως αποφασίστηκε η επιλογή του ελληνικού στίχου; Και γενικότερα πως αντιμετωπίζατε τον ελληνικό στίχο σε σχέση με τη λογοκρισία της εποχής;
Λογοκρισία υπήρχε από τη στιγμή που θα έβγαζες δίσκο. Έπρεπε να τους δώσεις τα λόγια και τη μουσική. Γιατί και η μουσική πέρναγε από «λογοκρισία». Τώρα, τί είδους λογοκρισία μπορεί να επιβληθεί στη μουσική... Βέβαια μας κόψανε ένα κομμάτι! Ενώ δεν κόψανε, φερ' ειπείν, το "Έχουν Κακούς Σκοπούς", που είναι φανερό και από τον τίτλο, πού το πάμε, μας κόψανε ένα που λεγόταν "Σε Καλή Μεριά", που ήταν ένα αυτοσαρκαστικό περισσότερο κομμάτι. Τώρα, ποιός ξέρει, τα μυαλά τους τί σκεφτήκαν. Ούτως ή άλλως, πρόκειται για αρρωστημένες καταστάσεις, να πούμε.

Κ.Σ.: Ο ελληνικός στίχος ήταν συνειδητή επιλογή από την αρχή;
Όχι από την αρχή. Το πρώτο κομμάτι που παίχτηκε στα ελληνικά ήτανε το “Γύρω-Γύρω Στη Σκοπιά” (σ.σ. Διασκευή, στα ελληνικά, του “All Along The Watchtower” του Bob Dylan). Κι ο Σαββόπουλος, δηλαδή, που το 'παιξε, εγώ του είχα δώσει τα λόγια, και τα άλλαξε απλώς και το έκανε όπως ήθελε (σ.σ. “Ο Παλιάτσος κι ο Ληστής”). Είχε έρθει ένα βράδυ, που το παίζαμε, και μου ζήτησε τα λόγια και του τα έδωσα.

Μ.Γ.: Πες μας για τη σύντομη πορεία των ΑΧ-ΒΑΧ.
Ήταν καλό συγκρότημα οι ΑΧ-ΒΑΧ. Μεταξύ άλλων έπαιζε και ο Σταμάτης ο Σπανουδάκης, μαζί μας, μπάσο και φωνητικά και ο Άλεξ ο Σπυρόπουλος, ο οποίος είχε βγάλει κάτι δισκάκια μαζί με ένα συγκρότημα στην Αγγλία, τους Nirvana. Πολύ αξιόλογος, και συνθέτης και κιμπορντίστας. Είχαμε ωραία σύνθεση τότε. Δύο κιθάρες, δύο κίμπορντς, μπάσο, ντραμς και φωνή. Παίζαμε βασικά στην «Αρχιτεκτονική», που την είχε ο Αντώνης Κιτσίκης. Είχε βάλει και υποψηφιότητα για δήμαρχος τότε, με μια φωνή τέτοια (μιμείται μια πολύ βραχνή φωνή). Πώς έβγαινε και μιλούσε στον κόσμο με αυτή τη φωνή, δεν ξέρω. Βρισκόταν σε μια στοά, στην Πανεπιστημίου. Μόλις κατεβείς τη Βουκουρεστίου και κάνεις δεξιά, τη βρίσκεις. Ξέρεις ποιά λέω. Σ' αυτό το υπόγειο, αργότερα, έπαιζε κι ο Παυλάκης ο Σιδηρόπουλος με το γκρουπ. Μετά άλλαξε όνομα και άλλαξε και διεύθυνση νομίζω. Ο Κιτσίκης, που είχε την «Αρχιτεκτονική», ήταν περίπτωση. Στον ίδιο χώρο, πίσω από μια τζαμαρία, είχε και λέσχη. Ένα βράδυ συνέβη και το εξής περιστατικό, μπαίνουνε δυο ζευγάρια μέσα, που μάλλον αυτοί κάπου τις είχανε ψωνίσει και τις είχανε στο πίτσι-πίτσι, να πούμε. Ενώ δεν παίζαμε και πολύ δυνατά – σε σχέση με τώρα δηλαδή δεν ήταν και τόσο δυνατά – αλλά για μερικά αυτιά μπορεί να ήτανε. Με το που τελειώνει λοιπόν ένα κομμάτι, έξαλλος, ένας από αυτούς σηκώνεται και λέει «Τί θα γίνει τέλος πάντων; Δεν μπορούμε να μιλήσουμε!» (μιμείται θυμωμένη φωνή). Κάτι πήγα να πω και αισθάνομαι δίπλα μου ένα ρεύμα. Περνάει δίπλα μου ο Σταμάτης ο Σπανουδάκης, που είναι και ογκώδης, κι έρχεται στο μικρόφωνο και του λέει «Να φύγεις!» και συνεχίζουμε, εν πάση περιπτώσει. Αυτός φωνάζει ένα γκαρσόνι και του λέει «Φώναξέ μου το αφεντικό». Πάει το γκαρσόνι στο αφεντικό, που βρισκόταν στη λέσχη, του λέει έτσι κι έτσι. «Πες του να πα να γαμηθεί!» (ξανά με τη βραχνή φωνή). Επιστρέφει το γκαρσόνι και λέει στον πελάτη «Το αφεντικό μου είπε να σας πω να πάτε να γαμηθείτε». Εγώ δεν άκουγα εκείνη την ώρα, γιατί παίζαμε, αλλά τους είδα, που έμειναν άναυδοι, για λίγο, και όταν συνήλθαν, σηκωθήκαν και φύγανε. Τρομερό το γκαρσόνι! (γελάει) Τον πούστη!

Μ.Γ.: Ο δίσκος σου “Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος” έχει εμφανείς επιρροές από Frank Zappa. Πώς επηρέασε τη ζωή σου ο περί ου ο λόγος και κατά πόσο ήταν τέτοια ακούσματα προσιτά στην Ελλάδα εκείνη την εποχή;
Προσιτά ήταν για λίγα άτομα. Εδώ δεν ξέρανε τον Bob Dylan, τότε, ας πούμε. Πόσο μάλλον τον Zappa. Κι ακόμα! Κάποτε, που δούλευα στο Rock FM – ο Θεός να τον κάνει rock αυτό το σταθμό – είχαμε βάλει Zappa μια δόση και μπήκε μέσα έξαλλος ένας. «Τί πράγματα είναι αυτά;». «Τί πράγματα είναι αυτά;», λέω, ρε πούστη, Rock FM δεν τον λένε το σταθμό σου; Άμα δεν είναι αυτό ροκ, τότε τί είναι; Εδώ στη Λετονία, στη Λιθουανία, δεν θυμάμαι, υπάρχει προτομή του Zappa. Σκέψου, να πούμε! Θεωρείται και ένας από τους μεγάλους κλασσικούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Υπάρχουνε ακόμη και ensembles δωματίου, στην κεντρική Ευρώπη κυρίως, που παίζουν αποκλειστικά κομμάτια του Zappa. Πολύ μεγάλος. Γενικά μου άρεσε πολύ.

Μ.Γ.: Με πόση μαγκιά λοιπόν προσέφερες, στον Έλληνα, ένα τέτοιο άκουσμα!
Δεν με απασχολεί αυτό το θέμα. Ο κόσμος που ερχόταν και μας άκουγε τον ήξερε και τον Zappa και τον Beefheart, που είναι ακόμα πιο «άγνωστος». Για τους άλλους, «δεν ήξερες, δεν ρώταγες;». Πλέον, βέβαια υπάρχει σχετικά αρκετός κόσμος που τον γνωρίζει.

Κ.Σ.: Πάντως ο γιός του, το θέατρο το γέμισε.
Και βέβαια το γέμισε. Είχες πάει;

Κ.Σ.: Ναι, ναι.
Κι εγώ είχα πάει. Μπροστά-μπροστά, με τον Άλκη τον Παναγιωτίδη, έναν φίλο.

Κ.Σ.: Τον ηθοποιό.
Και μουσικό! Παίζει ντραμς.

Κ.Σ.: Α! Ναι, στα “Κουρέλια”.
Είναι πολύ καλός μου φίλος.

Μ.Γ.: Στο τέλος του δίσκου “Μεταφοραί Eκδρομαί O Μήτσος” ακούγεται η φωνή σου να επαναλαμβάνει «θα τα ξαναπούμε».
«Θα τα ξαναπούμε» (το λέει σχεδόν ταυτόχρονα με την ερώτηση). Πράγματι.

Μ.Γ.: Γιατί τελικά τα ξανάπαμε δισκογραφικά 28 χρόνια μετά;
Αυτό είναι ερώτηση για τις δισκογραφικές εταιρίες.

Μ.Γ.: Ποιές είναι οι σχέσεις σου σήμερα με το Σταμάτη Σπανουδάκη και το Διονύση Σαββόπουλο;
Τον Σταμάτη Σπανουδάκη, κατ αρχήν, δεν είναι εύκολο να τον πετύχεις. Περισσότερο ανταλλάσσουμε χαιρετισμούς, μέσω της μητέρας του ή μέσω της εξ' αγχιστείας αδελφής του, η οποία είναι γυναίκα του Νίκου του Παναγιωτόπουλου, με τον οποίο έκανα μια ταινία τώρα τελευταία. Γιατί δεν βρίσκεται εύκολα. Εδώ, ούτε η μάνα του δεν μπορεί να τον βρει, ας πούμε. Εντάξει, καλές σχέσεις έχουμε. Με τον άλλο δεν μπορώ να πω ότι είναι καλές οι σχέσεις μας. Πάντα μου ενέπνεε υποψίες. Εξ αρχής δηλαδή, που τον είδα, μόλις είχε έρθει από Θεσσαλονίκη. Και είχα δίκιο.

Κ.Σ.: Θυμάμαι ένα σχόλιό σου για το Σαββόπουλο, στην εκπομπή του Rock FM. Παίζοντας ένα κομμάτι του Σιδηρόπουλου με τα Μπουρμπούλια και εξηγώντας πως τα Μπουρμπούλια ήταν το συγκρότημα του Σαββόπουλου, είπες τη φοβερή ατάκα «Ποιός παπάρας ονομάζει το συγκρότημά του, Μπουρμπούλια;», αναφερόμενος στο Σαββόπουλο.
Ε, ναι! «Μπουρμπούλια» τώρα! Είναι σα να τους λέει «είσαστε μαλάκες». Σαν να λέω εγώ τους δικούς μου «Ο Μήτσος Και Τα Κολλητήρια», να πούμε. Αν και τα κολλητήρια είναι καλύτερα από τα μπουρμπούλια, είναι σαλταδόροι, είναι κάτι τελοσπάντων. Γενικά, δεν μπορώ να πω πως τον έχω σε εκτίμηση. Υπάρχουν ορισμένα κομμάτια του που μου αρέσουνε, άσχετο αυτό. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αλλά εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω το άτομο από το έργο. Εξάλλου, πώς να τα ξεχωρίσεις; Δεν γίνεται. Άλλο να έχει κανείς παραξενιές, φυσικό είναι, αλλά είναι και θέμα χαρακτήρα. Δεν μπορείς να κάνεις το παν για να αποφύγεις να πας φαντάρος και μετά να επιμένεις ο γιός σου να πάει. Ένα παράδειγμα τώρα λέμε. Και κάτι άλλο, κάπου έχει καπελώσει και την υπόθεση «Κύτταρο», με το οποίο Κύτταρο δεν είχε καμία σχέση ο άνθρωπος. Το Κύτταρο ήτανε θέμα Socrates και Εξαδάχτυλου. Δε λέω καν του Παύλου του Σιδηρόπουλου, ο οποίος τότε έπαιζε support μαζί με τον Παντελή το Δεληγιαννίδη, ως ντουέτο, «Δάμων και Φιντίας». Το Κύτταρο ήταν φωλιά των Socrates και δικιά μας. Σ' αυτό το «Ζωντανοί Στο Κύτταρο», δηλαδή, οι άλλοι που ήρθανε ως «της προσκολλήσεως», από τον Πατσιφά ουσιαστικά, δεν είχανε παίξει και ποτέ στο Κύτταρο. Ενώ υπήρχανε παιδιά που είχανε παίξει στο Κύτταρο και δεν τους έβαλε καν.

Κ.Σ.: Όπως;
Τί να πω τώρα; Όπως o Ψαριανός, ο Γκαϊφύλλιας, η Μαρίζα Κωχ. Αυτοί δεν ήταν στο «Ζωντανοί στο Κύτταρο». Τώρα τί συζητάμε λοιπόν; Αυτά είναι τερτίπια των δισκογραφικών εταιριών. Ακόμα και του Πατσιφά, που ήτανε από τους καλύτερους ή, αν θέλεις, από τους λιγότερο χειρότερους.

Κ.Σ.: Παρόλα αυτά, ως δίσκος, είναι κατάθεση για το ελληνικό ροκ τελικά, έτσι;
Εντάξει, ναι. Κατά κάποιο τρόπο, ναι.

Κ.Σ.: Η δεκαετία του 1980 έχει πολύ κινηματογράφο με κορυφαία στιγμή το βραβείο για τη “Ρεβάνς”. Αυτό έγινε γιατί η τέχνη δεν έχει σύνορα; Και η πλατιά αναγνώριση μήπως ήρθε, χωρίς να το περιμένεις από τον κινηματογράφο;
Από τους “Αυθαίρετους”. Ούτε καν από τον κινηματογράφο. Αναγνώριση μέσω του κινηματογράφου ήρθε από αυτούς που συνδυάζουν το σινεμά με ακούσματα ροκ. Αλλά σε όποιο ταξί μπαίνω ή κάποιες κυρίες που μπορεί να μένουν στην ίδια πολυκατοικία, με ξέρουν από τους “Αυθαίρετους”.

Κ.Σ.: Το βραβείο της “Ρεβάνς” ήταν μια μεγάλη στιγμή, παρόλα αυτά;
Ναι, εντάξει, καλό ήτανε. Με τα βραβεία και μ 'αυτά, δεν έχω...

Κ.Σ.: Όχι, για το βραβείο, αλλά σαν ερμηνεία σίγουρα...
Καλό ήτανε. Δεν ξέρω αν, μέχρι τότε, είχε παιχτεί από άλλον ρόλος gay, χωρίς να είναι καρικατούρα. Και δεν ήθελα να το παίξω έτσι.

Κ.Σ.: Όπως είπες κι εσύ πριν, η δεκαετία του 1980 είχε και πολλή τηλεόραση και πολλές διαφημίσεις. Πώς προέκυψαν αυτά και τελικά τι γεύση αφήνουν;
Όλα καλά είναι. Εξαρτάται πώς θα τα διαχειριστείς, αν θέλεις. Γιατί ακόμα και στις διαφημίσεις που έκανα υπήρχε πάντα, ερήμην του πελάτη, κάποιο υπερρεαλιστικό ή περίεργο, ας το πούμε, στοιχείο. Βασικά, έχω ένα φίλο, ο ευεργέτης μου, να το πω έτσι, χωρίς τον οποίο ούτε οι “Μεταφορές Εκδρομές” θα είχανε βγει. Από πίσω, που γράφω «Ευχαριστώ το καλό αφεντικό» (σ.σ.: ο Χρήστος Κερασιώτης), αυτόν εννοώ, που έχει την εταιρία και δούλευα μ' αυτούς. Μια εποχή ήμουν και κανονικά, «on the payroll». Διευθυντής δημιουργικού δηλαδή. Είπα να κάτσω 3-4-5 χρόνια, να χτίσω κανένα σπίτι ή κάτι τέτοιο. Ε, στο χρόνο απάνω δεν άντεξα. Δούλευα 18 ώρες μέσο όρο την ημέρα, μόνο για τις ανάγκες της εταιρίας. Αν ήταν 14 θα καθόμουνα, αλλά 18 δεν γίνεται. Θέλω 3-4 ώρες την ημέρα για πάρτη μου, είτε να κάνω είτε να μην κάνω αυτά που θέλω.

Κ.Σ.: Είναι ούτως ή άλλως η εποχή που, στη διαφήμιση, δουλεύουν και μεγάλοι σκηνοθέτες. Η διαφήμιση είχε τότε και καλλιτεχνικό στοιχείο.
Βέβαια. Πάντα έχει καλλιτεχνικό στοιχείο, από ορισμένους τουλάχιστον. Όλοι αυτοί, Πανουσόπουλος, Παναγιωτόπουλος, Θωμόπουλος, Νικολαΐδης, έχουνε κάνει καλές διαφημίσεις. Με το Νικολαΐδη, έχουμε κάνει ένα σωρό διαφημίσεις. Αυτός σα σκηνοθέτης κι εγώ σαν παραγωγός. Μάλιστα σε μία, το γέλιο που είχαμε κάνει είναι άλλο πράγμα. Ήτανε μια της «Ήβη», με την Εύα και τον Αδάμ στον παράδεισο. Έρχεται η Εύα μέσα από τη ζουγκλοειδή βλάστηση – σε ένα θερμοκήπιο, το είχαμε γυρίσει – και δίνει στον Αδάμ ένα πορτοκάλι ή ένα μήλο – δεν θυμάμαι – και εκείνος αρνείται και σηκώνει το χέρι του, που κρατάει την Ήβη, και λέει «Ξέρεις τί πίνεις». Είχαμε βάλει έναν πρώην Mister Ελλάς, τον φουκαρά, κάναμε 70-80 λήψεις και πάλι δεν γινότανε. Έπρεπε να σηκωθεί και μετά να σηκώσει το χέρι του, για να φανεί το κουτάκι. Δεν γινότανε, σήκωνε το χέρι του ταυτόχρονα συνεχώς. Αφού είχαμε βάλει κάποιον να του κρατάει το χέρι, και πάλι εκείνος ζόριζε και σήκωνε και το χέρι μαζί, να πούμε. Με τον Νικολαΐδη, είχαμε κάτσει σε κάτι καφάσια και μας είχε πιάσει νευρικό γέλιο, δεν αντέξαμε. Κάποια στιγμή κουτσοέγινε. «Ξέρεις τί πίνεις». Από τότε μόλις λέγαμε αυτή τη φράση, κατουριόμασταν από τα γέλια.

Κ.Σ.: Από ότι έχω ακούσει έχεις κάνει και κάποιες προσπάθειες για μουσικοθεατρικές παραστάσεις.
Καλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ αυτό, γιατί θέλει κανονικά θεατρική παραγωγή. Τώρα, ποιος θα μας δώσει λεφτά για να τις κάνουμε; Αυτό που κάνουμε, εν πολλοίς, με τον Ζωρζ (σ.σ.: Γιώργος Πιλάλας), έχει κάποια τέτοια στοιχεία. Στο ραδιόφωνο έχω κάνει τέτοια περισσότερο, μαζί με το Γιώργο τον Χριστοδουλάκη. Άλλος μακαρίτης. Εκεί είχαμε κάνει κάμποση δουλειά, στο Δεύτερο και στο Τρίτο, επί Χατζηδάκι. Και ταχυδράματα και άλλα περίεργα πράγματα για ραδιόφωνο. Μέχρι και πρωινό σίριαλ έχω σκηνοθετήσει στο ραδιόφωνο, το “Έγκλημα στο Orient Express”, της Αγκάθα Κρίστι, με Πουαρό τον Καρακατσάνη, που ήταν ό,τι έπρεπε!

Μ.Γ.: Μιας και μιλάμε για ραδιόφωνο, πώς βγήκε το παρατσούκλι «θείος Νώντας»;
Ούτε ξέρω πώς βγήκε. Και μάλιστα «θείο Νώντα» έχω και στο κομμάτι “Μωρό Μου”, και το συνειδητοποίησα εκ των υστέρων.

Κ.Σ.: Τυχαίο;
Ναι, λίγο πολύ τυχαίο.

Μ.Γ.: Ίσως είναι φροϋδικό.
Ναι, ποιός ξέρει.



Μ.Γ.: Τί κρατάει μια φωνή σαν τη δική σου, μακριά από το ραδιόφωνο, σήμερα;
Κάπου έχει πέσει πολύ ισοπέδωση. Και μετά όλα αυτά με τις λίστες, πρέπει να βρίσκεις σπόνσορες... Τυποποίηση. Άσε που είναι ο ένας σταθμός πάνω στον άλλον. Άμα οδηγάς κι ακούς ραδιόφωνο, μόλις στρίβεις αλλάζει κι ο σταθμός.

Μ.Γ.: Η ροκ διασκευή που έχεις κάνει στο «Υπάρχω» του Στέλιου Καζαντζίδη είναι κατά τη γνώμη μου μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές σου. Είχες γνωρίσει τον Καζαντζίδη ή τον Νικολόπουλο, που το έγραψε; Πως αντέδρασαν σε αυτή τη διασκευή;
Τον Νικολόπουλο ναι, τον Καζαντζίδη όχι. Αυτό το πρωτοέπαιξα στου Ζωγράφου. Μία σεζόν που δούλευα με το Σαββόπουλο στην Πλάκα, στο «Σκορπιό», ο Νικολόπουλος θυμάμαι ήρθε ένα βράδυ, παρέα με την Τάνια Τσανακλίδου, με την οποία είχα δουλέψει μία σεζόν στο «Θεμέλιο» μαζί με την Κωχ και τον Μητσιά, όταν είχε βγει το “Πολύ Ωραίο Στυλ”. Από ό,τι έβλεπα είχανε χεστεί στο γέλιο. Ναι, του Νικολόπουλου το ξέρω ότι του άρεσε, το διασκέδασε να πούμε. Ο άλλος δεν ξέρω.

Μ.Γ.: Ποια είναι η αγαπημένη σου από τις διασκευές που έχεις κάνει;
Το “Υπάρχω” βέβαια και το “Crazy Love”. Δεν έχω κάνει και πολλές, πράγμα που θα ήθελα. Έχω δηλαδή μερικά κομμάτια...

Κ.Σ.: Ο “Ανεπρόκοπος”;
Ε, εντάξει ο “Ανεπρόκοπος” ένα απλό δωδεκάμετρο είναι. Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Έχω μερικά κομμάτια, που θα ήθελα να τα συνδυάσω.. Επίσης, ένα των Stones που έχω κάνει, το “She’s…”

Κ.Σ.: “She’s So Cold” (διακόπτει ενθουσιασμένος!). Φοβερή διασκευή!
Ναι καλή είναι. Κι εμένα μ’ αρέσει. Προσπαθώ να τους ψήσω να το παίξουμε, σε reggae ας πούμε. Καλή είναι, καλή διασκευή κι αυτή. Έχω μερικά κομμάτια λαϊκά ή ρεμπέτικα, που θα ‘θελα να τα παίξουμε. “Το Ρολόι και το Κομπολόι”, την “Αυγουλού” κι αυτό σε reggae ό,τι πρέπει είναι. Ήμασταν και φίλοι με τον Παπαϊωάννου, τον Μπαρμπα – Γιάννη. Εκλεκτός! Ήταν κυριολεκτικά ο τελευταίος των λαϊκών gentlemen.. Πολύ σπουδαίος. Τζάμπα πήγε κι αυτός… Γύριζε σπίτι ένα βράδυ από τη δουλειά και - ποιος ξέρει; - τον πήρε ο ύπνος στο τιμόνι, και… Πολλές φορές καθόμασταν εκεί στις Τζιτζιφιές κυρίως, καλοκαίρια, έξω από το μαγαζί, μέχρι να ‘ρθει η σειρά του και λέγαμε διάφορα. Έχω έναν κατάλογο με καμιά εικοσαριά κομμάτια. Ήθελα και το “Σαράντα Παληκάρια” να κάνω ως «βλαχοheavy», όπως λέω αυτό το είδος. (γελάει)

Μ.Γ.: Τι αναμνήσεις κρατάς από το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» και τα «Αδέσποτα Σκυλιά»;
Ε, το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» ονομασία μίας μέρας ήταν. Μία συναυλία που είχαμε κάνει στο Σπόρτινγκ νομίζω. Ήτανε και ο Παύλος, τότε, και ο Λογαρίδης. Απλώς είχα ονομάσει τη συναυλία έτσι. Τα «Αδέσποτα Σκυλιά»... Και τώρα προσπαθώ να τους ψήσω να επανέλθει αυτή η ονομασία. Νομίζω είναι από τις καλύτερες που θα μπορούσε να έχει κανένας στο συγκρότημά του. Ήτανε πολύ δυνατή μπάντα κι αυτή. Δώδεκα άτομα, πνευστά, να πούμε... Ήτανε πολύ καλή. Πού να θρέψεις τέτοια μπάντα τώρα; Αδύνατον! Εδώ, πέντε άτομα είμαστε και δυσκολευόμαστε. Πόσο μάλλον δώδεκα και με τον ηχολήπτη δεκατρείς.

Κ.Σ.: Τί θα είχε αλλάξει στη σκηνή του ελληνικού ροκ αν δεν υπήρχε η δικτατορία και τί θα είχε αλλάξει αν δεν υπήρχε η μεταπολίτευση και το πολιτικό τραγούδι; Στην ουσία, αυτό που θέλω να υπονοήσω: ποιος ήταν μεγαλύτερος εχθρός για το ροκ; Η δικτατορία ή το πολιτικό τραγούδι;
Η κλαψομουνία! Γενικά ο μεγαλύτερος εχθρός είναι η κλαψομουνία, να πούμε. Δεν ξέρω αν και λόγω αυτής να ήρθε και η δικτατορία. Πολύ πιθανόν. Εν πάσει περιπτώσει, σε συνδυασμό σίγουρα. Γιατί η κλαψομουνία οδηγεί, αν όχι σε μία απάθεια, σε μία μοιρολατρία και αυτό το εκμεταλλεύονται πάντα οι «σκοτεινές δυνάμεις». Και τώρα συμβαίνει αυτό. Δηλαδή ειδικά η απάθεια, που έχει επέλθει, είναι άλλο πράγμα. Και δυστυχώς και αυτό και η κοινωνική υποκειμενική κατάσταση του καθενός οφείλεται στην τηλεόραση. Για μένα η τηλεόραση είναι μια καταπληκτική εφεύρεση. Φέρνει το σινεμά σπίτι σου. Αλλά κάπου διέλαφε τις προσοχής των γονέων της και δε θα ‘πρεπε να λειτουργεί όπως λειτουργεί.. Είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα και θα έπρεπε να υπάρχει άλλου είδους control εξαρχής. Γιατί τώρα πλέον δεν γίνεται, έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου και είναι ανεξέλεγκτα τα πράγματα. Δε θα ‘πρεπε να λειτουργεί 24 ώρες το 24ωρο και να μπορεί ο καθένας να ανοίγει έναν σταθμό, να πούμε. Να λειτουργεί 4-5 ώρες την ημέρα το πολύ. Μια – δυο ταινίες, κανένα ντοκυμαντέρ, τα νέα ίσως... Λέω «ίσως» γιατί ο Τύπος ή το ίντερνετ λειτουργούν καλύτερα όσον αφορά στην πληροφόρηση. Το χειρότερο κακό από όλα έχει κάνει η τηλεόραση δυστυχώς.

Κ.Σ.: Να επιμείνω λίγο παραπάνω στην προηγούμενη ερώτηση. Πέρα από την «απάθεια» που ισχύει γενικά, τελικά το ροκ κυνηγήθηκε περισσότερο στη δικτατορία ή στη μεταπολίτευση;
Κοίταξε να δεις, επειδή ως επί το πλείστον ήταν αγγλόφωνο, τουλάχιστον μέχρι κάποιο σημείο, δεν του είχαν δώσει τέτοια προσοχή ούτως ώστε να αντιληφθούνε ότι ενέχει κινδύνους για το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο. Καλώς ή κακώς μέσω Σαββόπουλου έγινε περισσότερο γνωστό ότι έχει και ελληνικό στίχο. Δεν είναι ότι το ίδιο το ροκ κυνηγήθηκε. Άτομα περισσότερο κυνηγήθηκαν και όχι κατ’ ανάγκην σε συνδυασμό με το ροκ. Δηλαδή, πιάναν διάφορους, τους κουρεύαν και τους κόβαν τα μπατζάκια. Τώρα, αν και κατά πόσο είχαν σχέση με το ροκ, δεν νομίζω να το είχαν αντιληφθεί, γιατί αυτό έδρασε περισσότερο υπόγεια, τουλάχιστον μέχρι κάποια εποχή.

(Κάπου εδώ παρεμβάλλεται μία απολαυστική συζήτηση με ένα 8χρονο τσιγγανάκι, που έπαιζε το μπαγλαμαδάκι του. Καθώς ο μικρός έφευγε, ο «θείος Νώντας» σημειώνει «Από νωρίς στα βάσανα. Αλλά εντάξει. Αυτός δεν παθαίνει τίποτα».)

Κ.Σ.: Οι δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 αφήναν την αίσθηση ότι η μουσική μπορεί να αλλάξει την κοινωνία. Ισχύει ή πιστεύεις ότι «δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»;
Όχι, διαφωνώ με αυτό. Για τη μουσική, και οι Αρχαίοι ακόμα το έλεγαν, ότι αλλάζει τις κοινωνίες, με πρώτο τον Πλάτωνα, αλλά και άλλους, όπως οι Πυθαγόρειοι. Σίγουρα! Το ρεμπέτικο δεν άλλαξε την ελληνική κοινωνία; Το rock’n’roll δεν άλλαξε την παγκόσμια κοινωνία; Σε συνδυασμό βέβαια με την πυρηνική έκρηξη. Γιατί ουσιαστικά το rock’n’roll είναι τα παιδιά της ραδιενέργειας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, και τούμπαλιν.

Κ.Σ.: Μετά από 40 χρόνια ελληνικού ροκ, τελικά κατά πόσο αυτό έχει μπει στη νοοτροπία του Έλληνα; Θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει το «σκυλοπόπ»;
Δε νομίζω. Να το «αντικαταστήσει», το αποκλείω. Στον Έλληνα εξ αγχιστείας έχει μπει, ας πούμε. Από το πολύ άκου – άκου. Κατά τύχη. Δε νομίζω να ξέρει ο μέσος Έλληνας να το καθορίσει, ειδικά στις μέρες μας, που το καθετί έχει τη δικιά του ταμπελίτσα. Κακώς, βέβαια. Τί νόημα έχει, τώρα, όλος αυτός ο διαχωρισμός των ειδών; Και με τέτοια λεπτομέρεια κιόλας. Περισσότερο σε μπερδεύουνε. Εδώ άνθρωποι που είναι η δουλειά τους μπερδεύονται, πόσο μάλλον ο μέσος άνθρωπος, που δεν έχει ιδέα. Μετά βίας μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε ρεμπέτικο και ροκ, πόσο μάλλον… Γιατί αυτά συνδυάζονται κιόλας. Αν όχι με το ροκ ακριβώς, με το μπλουζ σίγουρα. Εξάλλου ρεμπέτικο και μπλουζ είναι το ίδιο πράγμα.

Μ.Γ.: Πώς είδε η δική σου η γενιά του ελληνικού ροκ την «άφιξη» στο προσκήνιο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου;
Νομίζω ότι αυτό το παιδί περισσότερο κατά λάθος βρέθηκε σε αυτήν την κατάσταση, να είναι «ο ήρωας των χούλιγκανς», κατά κάποιο τρόπο. Δεν έχει σχέση με αυτά. Ο Βασίλης ένα ήσυχο παιδί είναι. Πιο πολύ με τα «Αγροτικά», που έλεγε, έχει σχέση, παρά με το ροκ σα φορέας του λαβάρου, να πούμε. Και νομίζω ότι, αν έχει κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, μάλλον από αυτό θα ξεκινάει. Δε νομίζω να αισθάνεται πολύ άνετα με αυτόν τον ρόλο που του έχουνε προσδώσει.

Μ.Γ.: Και για μία έκρηξη στο ελληνικό ροκ, που ήταν οι Τρύπες, πως τη βλέπει κάποιος, που έζησε τα γεννητούρια του ελληνικού ροκ;
Κοίτα, αξιόλογοι ήταν. Βέβαια από ότι φάνηκε και εξ αρχής ακόμα, ενώ το γενικεύουμε και λέμε «οι Τρύπες», ουσιαστικά είναι ο Αγγελάκας όλη η ιστορία. Ο οποίος έβγαλε ένα καταπληκτικό δισκάκι, πέρυσι, πριν ενάμιση χρόνο κάπου εκεί (σ.σ.: εννοεί το “Από ‘δω Και Πάνω”, που κυκλοφόρησε το 2005). Πολύ αξιόλογο και σχεδόν έχει περάσει ντούκου, να πούμε! Βλέπεις είναι και αυτοί οι πούστηδες οι δημοσιογράφοι, που ως επί το πλείστον κοιμούνται όρθιοι. Μόνο όταν μυρίσουν μάσα και κονόμα, κάπως κουνιούνται. Μιλάμε τώρα για το Σαββόπουλο, μιλάμε για αυτά, πούτσες μπλε, να πούμε! Τα τελευταία δέκα χρόνια, δε νομίζω να έχει βγει πιο σημαντικός δίσκος στην ελληνική δισκογραφία και εννοώ σε όλα τα είδη.

Μ.Γ.: Δεν έχει δε και ακριβές είδος ο δίσκος.
Ναι. Καλό αυτό. Δε μου αρέσει η εξειδίκευση, είμαι της ποικιλίας. Εξάλλου νομίζω ότι και από το «Μεταφοραί Εκδρομαί» και από τα «Αδέσποτα Σκυλιά» φαίνεται αυτό. Μπράβο του πάντως. Δεν ήταν έκπληξη, γιατί ο σπόρος υπήρχε ήδη από τις Τρύπες, αλλά αυτό βγήκε καταπληκτικό δισκάκι. Πολύ καλό!

Μ.Γ.: Τι σημαίνει για σένα η επιστροφή του «Κυττάρου»;
Ε, εντάξει, με τις «επιστροφές», ξέρεις, δεν τα πάω και πολύ καλά γενικώς, αλλά ότι υπάρχει άλλος ένας χώρος που λειτουργεί, εν πάσει περιπτώσει, κατά αυτόν τον τρόπο, καλό είναι.

Κ.Σ.: Το cd “Αδέσποτα Σκυλιά” περιείχε υλικό δύο δεκαετιών, που εκδόθηκε με καθυστέρηση. Όπως εξάλλου και ο πρώτος δίσκος. Γιατί τόση δυσκολία να κυκλοφορούν τα τραγούδια «στην ώρα τους»;
Αυτό, σου είπα, είναι ερώτηση που πρέπει να απευθύνεται στους επαΐοντες των δισκογραφικών – οι οποίοι κάθε άλλο παρά επαΐοντες είναι. Το μόνο με το οποίο δεν έχουν σχέση είναι με τη μουσική.

Κ.Σ.: Κυκλοφόρησαν όμως τελικά. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μπροστά από την εποχή τους και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή;
Τί να πεις, να πούμε, τί να πεις; Κανονικά έπρεπε να κυκλοφορούνε τα πράγματα την ίδια στιγμή, αλλά τί να κάνεις… Αλλά, να σου πω; Και που κυκλοφόρησαν, τί έγινε; Εδώ βλέπω, από την τηλεόραση, διαφημίζουνε κάτι άτομα που, όχι η μάνα τους, ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουνε ποιοί είναι. Εντάξει, δε λέω τώρα για τη τηλεόραση, αλλά όταν βλέπεις να διαφημίζονται μέχρι και τέτοια άτομα δε θα ‘πρεπε η εταιρία κάτι να κάνει; Εδώ, να φανταστείς ότι τα τρία κομμάτια όπου υπάρχει και οπτικό υλικό (σ.σ.: στο cd “Αδέσποτα Σκυλιά”), τα βιντεάκια δηλαδή, δεν μπορούν να παιχτούν από dvd. Τα έχουν φτιάξει έτσι, ώστε να παίζονται μόνο από computer. Μα για το computer πρέπει να δώσεις τουλάχιστον πέντε κατοστάρικα, ενώ και με ένα πενηντάρικο παίρνεις dvd. Όταν τους το ‘πα, λένε «ααα… δεν το σκεφτήκαμε». Σκέψου πώς λειτουργούν! Κάθονται ξύνουν το μουνί τους, όλη την ημέρα, και πνίγονται σε μια κουταλιά νερό. Τί να πεις; Είναι απογοητευτική αυτή η κατάσταση. Βλέπεις ότι σιγά-σιγά πολύς κόσμος έχει αρχίσει και κάνει τη δουλειά μόνος του, μέσω ίντερνετ. Εξάλλου και από οικονομικής απόψεως, ό,τι έρχεται πάει κατευθείαν σε εσένα. Όχι το 98% να το παίρνει η εταιρία, για ένα υλικό που είναι 100% δικό σου. Τους έχεις γράψει τα κομμάτια, δηλαδή στίχους και μουσική, τα ‘χεις παίξει, τα ‘χεις ενορχηστρώσει, τα ‘χεις τραγουδήσει και σου δίνει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα 7% επί του 90% της λιανικής πώλησης. Δηλαδή ουσιαστικά σου παίρνει το 98%! Από πού κι ως πού; Και δε βοηθάνε κιόλας. Δεν κάνουν και τίποτα. Γιατί στο κάτω-κάτω αυτό το δισκάκι τους στοίχισε ο κούκος αηδόνι, εδώ που τα λέμε. Και δεν κάνεις τίποτα, ρε πούστη, να το σπρώξεις κάπως; Επειδή δεν καταλαβαίνεις εσύ τίποτα; Ακούς και λες «ααα…» (μιμείται την έκφραση του βλακός). Αυτή είναι η αντίδρασή τους. Σε ό,τι δεν έχει «ζούκι», να πούμε, και μια φωνή μπροστά και από πίσω η ορχήστρα χυλός, η αντίδρασή τους είναι αυτή (επαναλαμβάνει την ίδια έκφραση).

Μ.Γ.: Θυμάμαι τον Frank Zappa όμως, να δηλώνει ότι η κατάσταση χειροτέρεψε όταν στη μουσική βιομηχανία μπήκαν άνθρωποι που ξέραν από μουσική.
Ναι, κι έχει δίκιο κάπου. Κι αυτό για λόγους πλέον εγωισμού και διαφόρων διαπροσωπικών καταστάσεων, που δεν έχουν σχέση με την ίδια τη μουσική. Κακώς βέβαια κι αυτό. Έχει δίκιο. Τουλάχιστον αυτοί, που δεν έχουν σχέση με τη μουσική και ασχολούνται με αυτό το κομμάτι, έχουν περισσότερο αντικειμενική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Οι άλλοι μπορεί να σε θάψουν για άλλους λόγους, πέρα από μουσικολογικούς.

Μ.Γ.: Ίσως και όταν δεν έχεις σχέση με τη μουσική να πειραματίζεσαι πιο εύκολα με καλλιτέχνες.
Και αυτό. Βέβαια, εδώ δεν ισχύει ακριβώς αυτό, αλλά τέλος πάντων.

Κ.Σ.: Από όλη αυτή τη συζήτηση να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν σχέδια για νέες ηχογραφήσεις; Και να σταθώ ιδιαίτερα στις εμφανίσεις με το Γιώργο Πιλάλα, που θα έπρεπε να μείνουν, για γενιές που ίσως να μην έχουν την ευκαιρία να τις δούνε.
Κοίταξε, έχουνε τραβήξει τόσοι άνθρωποι βίντεο, που ήδη στο ίντερνετ υπάρχουν. Τώρα η ποιότητα δεν έχει τόση σημασία, όσο το ότι έστω υπάρχουν, έχουν καταγραφεί. Υπάρχουν σχέδια. Καταρχήν, έχω πάνω από χίλια-δυο χιλιάδες κομμάτια σε πρόχειρη μορφή. Μου τρέχουν από τα μπατζάκια, γιατί το κεφάλι μου λειτουργεί με ήχους. Μάλιστα, αυτές τις μέρες, έλεγα στον ντραμίστα μου ότι πρέπει επιτέλους με αυτήν την μπάντα, που είμαστε 15 χρόνια μαζί. να βγάλουμε ένα δισκάκι μαζί, πριν πεθάνω. Δε χρειάζεται να τα παίρνουμε πολύ στα σοβαρά, αλλά μεταξύ τυριού και αχλαδιού, θα έπρεπε να βγει ένας δίσκος. Τουλάχιστον ένας, αν όχι δύο ή τρεις ή πέντε. Κανονικά θα έπρεπε, από τότε που έχω αρχίσει να ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα, αν όχι κάθε χρόνο, τουλάχιστο χρόνο παρά χρόνο να έβγαζα δίσκο. Πες δηλαδή 40 χρόνια, θα έπρεπε να είχα βγάλει 20 δισκάκια τουλάχιστον. Κι έχω βγάλει δύο ουσιαστικά.

Κ.Σ.: Δείχνεις να έχεις σταθερή προτίμηση στους συνεργάτες σου. Ο Δημήτρης Πολύτιμος είναι μαζί σου 4 δεκαετίες και παραπάνω, ο Πιλάλας επίσης πολλά χρόνια και παλιότερα υπήρχε σταθερή φιλία με τον Σιδηρόπουλο. Τι σημαίνουν αυτοί οι άνθρωποι για σένα;
Ε, αυτό που υπονοεί και η σταθερή σχέση. Υπάρχουν βέβαια και ορισμένες ψιλοεξαιρέσεις (γελάει) αλλά εντάξει, αυτά μέσα είναι. Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες ορισμένες παρεκτροπές. Αλλά ναι, οι σχέσεις πρέπει να είναι σταθερές.

Κ.Σ.: Μια κουβέντα για καθέναν από τους τρεις;
Ε, εντάξει, τι να πεις; Για τον Πολύτιμο ό,τι και να πεις λίγο είναι. Είναι ένας κύριος, με όλη τη σημασία της λέξεως. Ο Παύλος έχει αφήσει τη σφραγίδα του και mon cher ami Georges (σ.σ.: εννοεί τον Πιλάλα), αν είχε και λίγο μυαλό παραπάνω και δεν ήταν το «ζουλάπι» που είναι θα μπορούσε να είχε αφήσει και μεγαλύτερη σφραγίδα, από ότι έχει ήδη αφήσει. Πιστεύω ότι τα καλύτερα πράγματα δε θα τα ακούσουμε ποτέ στην Ελλάδα. Πράγματα που παίζονται σε κάτι υπόγεια, σε κάτι στουντιάκια, δε θα τα ακούσουμε ποτέ δυστυχώς. Και ίσως να ‘ναι και τα καλύτερα αυτά. Αυτοί οι μαλάκες των δισκογραφικών, γιατί για τέτοιους πρόκειται, εκτός σπανιοτάτων εξαιρέσεων, πιάνονται πολύ κορόιδα. Καταρχήν δεν ξέρουν τη δουλειά τους, το συμφέρον τους.

Κ.Σ.: Τελευταία ερώτηση. Έχω πάντα την αίσθηση ότι στην Ελλάδα αποθεώνουμε τους καλλιτέχνες μετά το θάνατό τους ιδιαίτερα όταν εν ζωή χαρακτηρίζονται «επικίνδυνοι». Στο πλαίσιο αυτό θεωρώ ότι μέρος της αναγνώρισης σου διαφεύγει ακριβώς επειδή είσαι … ζωντανός!
...Και επικίνδυνος! Κάποτε έγραφε μία εφημερίδα, τη δεκαετία του ‘50, και δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα έκτοτε, για κάποιο μαγαζί: «συχνάζουν καλλιτέχναι και άλλα ύποπτα άτομα!». Ο καλλιτέχνης είναι κάποιος, που όλοι τον θέλουμε στο τραπέζι μας, αλλά όταν είναι να παντρευτεί την κόρη ή το γιο μας κανένας δεν τον θέλει.

Κώστας Σακκαλής, Μανώλης Γεωργακάκης
  • SHARE
  • TWEET