«A Beginner's Guide»: Industrial

Industrial Music for Industrial People

Σε αντίθεση με τα περισσότερα σύγχρονα είδη μουσικής, το industrial δεν χρωστάει τα πάντα στα blues και στη jazz. Αν ανατρέξει κανείς στην περίοδο του Μεσοπολέμου, θα διαπιστώσει πως τότε δημιουργήθηκε εύφορο έδαφος για την άνοδο διάφορων νέων καλλιτεχνικών κινημάτων. Αφορμή για αυτό αποτέλεσε το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το τραύμα που άφησε στις αστικές κοινωνίες, η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι νέες συνθήκες που δημιούργησε, καθώς και οι εξελίξεις στην τεχνολογία. Από τη σοβιετική πρωτοπορία στον φουτουρισμό, και από εκεί στον ντανταϊσμό και τον σουρεαλισμό, δεκάδες νέα καλλιτεχνικά μανιφέστα γράφτηκαν ενώ, πολλοί νέοι δημιουργοί άρχισαν να αναζητούν νέους καινοτόμους τρόπους έκφρασης. Κάπου εκεί λοιπόν θα πρέπει να αναζητήσουμε και τις ρίζες αυτού του είδους μουσικής.

Τα συμφωνικά έργα του Arseny Avraamov στις αρχές της δεκαετίας του 1920 θα μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν η απαρχή αυτού που ονομάζουμε σήμερα industrial. Επίσης, ο Dmitri Shostakovich δημιούργησε συμφωνίες παρόμοιας αισθητικής, ενώ ο Ferde Grofé, τη δεκαετία του 1930, ενέταξε καθημερινά εργαλεία κι ενδύματα στις συνθέσεις του. Τις δεκαετίες του 1960 και 1970, μια σειρά από νέους καλλιτέχνες όπως οι Velvet Underground, ο Brian Eno, ο Frank Zappa, ο Captain Beefheart, οι Pink Floyd, οι Cromagnon, οι Tangerine Dream, ο Morton Subotnick, οι Residents, οι Can, οι Neu! και, φυσικά, οι πρωτοπόροι Kraftwerk, μέσα από τους πειραματισμούς τους άνοιξαν τον δρόμο για τη γέννηση της σκηνής, ενώ, τεράστιο επίσης ρόλο έπαιξαν τα έργα του John Cage και οι lounge μουσικές του Martin Denny.

Η έκρηξη του punk και του post-punk είχε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας νέας καλλιτεχνικής κίνησης στους κύκλους των νέων που, παράλληλα, μέσα από τα βιβλία των beatniks, του Nietzsche, και άλλων, αναζητούσαν καινοτόμους και ριζοσπαστικούς τρόπους έκφρασης προκειμένου να διαταράξουν την κοινωνική ησυχία. Θα ήταν χρήσιμο λοιπόν να εξετάσουμε, στα πλαίσια της προβοκατόρικης δημιουργικής διαδικασίας, τη χρήση των συμβόλων, τις στιλιστικές επιλογές, και τις αμφιλεγόμενες ζωντανές εμφανίσεις πολλών καλλιτεχνών της σκηνής, προσπαθώντας να αποφύγουμε να πέσουμε σε στερεοτυπικές αναλύσεις που καταλήγουν σε γελοιότητες.

Φυσικά, εδώ πρέπει να γίνει σαφές πως δεν ήταν μόνο κάποιο όραμα που ώθησε τους νεαρούς μουσικούς προς αυτή την ηχητική κατεύθυνση, αλλά και η ανάγκη αφού, όπως έχει παραδεχτεί ο Blixa Bargeld, η έλλειψη χρημάτων για αγορά κανονικών οργάνων οδήγησε πολλούς στο να αρχίσουν να παράγουν μουσική με οτιδήποτε μπορούσαν να βρουν εύκολα και άμεσα. Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι πειραματισμοί με εργαλεία και λαμαρίνες, το φλερτ με τον θόρυβο, η χρήση προηχογραφημένων ήχων, και όλα αυτά τα στοιχεία που θα χαρακτήριζαν στη συνέχεια το είδος. Το έναυσμα έδωσαν οι, πρωτοπόροι προβοκάτορες, Throbbing Gristle με τη δημιουργία της Industrial Records και, στη συνέχεια, διάφορα νέα συγκροτήματα βρήκαν στέγη σε δισκογραφικές εταιρίες, κάτι που οδήγησε στη διεύρυνση της σκηνής.

Το πού σταματάει το post-punk, το new wave και το death rock και πού ξεκινάει το industrial δεν μπορεί πάντα να απαντηθεί με σαφήνεια. Αντίστοιχα, είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσουμε τα αμιγώς industrial συγκροτήματα από αυτά που κινούνταν στα όρια του noise, του EBM αλλά και από αυτά που, με συνέπεια, για χρόνια, έχουν ασχοληθεί με κάθε λογής avant-garde μουσικές με αποτέλεσμα να μην μπορούν να τοποθετηθούν εύκολα κάτω από κάποια ταμπέλα. Συνεπώς, προσπαθώντας να βρούμε τη χρυσή τομή, αναγκαστήκαμε να αφήσουμε εκτός του αφιερώματος δημιουργούς που είχαν σημαντική επίδραση στην εξέλιξη του είδους. Με δεδομένο όμως, πως πρόκειται για μια σκηνή με σχεδόν 45 χρόνια ιστορίας, αντιλαμβάνεστε πως θα ήταν αδύνατο εδώ να παρουσιάσουμε όλους όσους θα έπρεπε ή θα θέλαμε.

Σε αυτό το πλαίσιο, λόγω της πειραματικής τους ταυτότητας, έμειναν εκτός ο Monte Cazazza, οι SPK, οι Nurse with Wound και οι Psychic TV. Αντίστοιχα, δεν συμπεριλήφθηκαν σημαντικοί καλλιτέχνες λόγω του ότι, συνολικά, ήταν σαφώς πιο κοντά στο post-punk ή στο new-wave. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι Chrome, οι Clock DVA, οι Swans, οι Killing Joke, οι Tubeway Army, οι Alien Sex Fiend, ο Fad Gadget και οι Big Black. Τέλος, με λύπη σας ενημερώνουμε πως στο αφιέρωμα δεν θα βρείτε τα ονόματα των Nitzer Ebb, των Deutsch Amerikanische Freundschaft και των Front 242, καθώς αποφασίσαμε πως η δισκογραφία τους θα ταίριαζε περισσότερο σε ένα αφιέρωμα για το χώρο του EBM. Μην έχετε πάντως καμία αμφιβολία πως όλοι όσοι ήδη αναφέρθηκαν - όπως και αρκετοί που δεν αναφέρθηκαν - έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη γέννηση και την εξέλιξη του industrial, που τη δεκαετία του 1990 κατόρθωσε να αποκτήσει mainstream αναγνώριση, κάτι που οδήγησε σε μια νέα έκρηξη της σκηνής χαρίζοντας μας πολλά αξιόλογα συγκροτήματα.

Μπορεί λοιπόν σήμερα το είδος να αντιμετωπίζει μια περίοδο παρακμής αφού έχουμε γεμίσει με κακούς κλώνους των Rammstein, όμως αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός ότι η ευρύτερη industrial σκηνή για χρόνια αποτέλεσε χώρο σπουδαίων πειραματισμών με αποτέλεσμα να φτάσουν στα χέρια μας μερικοί από τους σπουδαιότερους δίσκους της σύγχρονης μουσικής. Από αυτή λοιπόν τη δεξαμενή επιλέξαμε κι εμείς δεκαπέντε άλμπουμ και σας τα παρουσιάζουμε με χρονολογική σειρά ενώ, παράλληλα, στη λίστα του Spotify επιμεληθήκαμε και το ιδανικό soundtrack για την ανάγνωση. (Α.Α.)

Spotify Playlist


Throbbing Gristle - "20 Jazz Funk Greats"
(Industrial,1979)

Throbbing Gristle - 20 Jazz Funk Greats

Το τρίτο LP των Throbbing Gristle, (πρώτο με μόνο studio ηχογραφήσεις) λογίζεται σαν ο προάγγελος του industrial. Μια τέτοια "μουσειακή"διάκριση όμως δεν καλύπτει πλήρως τη σπουδαιότητα του. Το "20 Jazz Funk Greats"ανήκει σε μια κατηγορία δίσκων που σπανίζουν και δεν κατατάσσονται κάπου. Η τετράδα που τους αποτελούσε, όπως την παρατηρείτε χαμογελαστή στο εξώφυλλο, κρύβει εκπλήξεις. Ουδεμία σχέση με τη χαρωπή πρώτη αίσθηση που σου δημιουργεί η φωτογραφία ή ο τίτλος. Η τοποθεσία εκεί, γνωστή σαν Beachy Head, είχε μακάβρια ιστορία μιας και ήταν γνωστό μέρος αυτοκτονιών. Μουσικά εδώ έχουμε ένα απίστευτο κολάζ ήχων. Χαλαρά, σχεδόν pop (ομότιτλο και "Walkabout”), στοιχειωμένα ambient ("Beachy Head”, "Exotica”), ενοχλητικά, noise και πρωτοποριακά όπως τα "Still Walking”, "Tanith”, "Six Six Sixties”. Το τριπαρισμένο, σχεδόν καταθλιπτικό "What A Day"ξεχωρίζει, μαζί με το χορευτικό "Hot In The Heels Of Love”, αλλά, το ατού έρχεται στα "Convince People"και "Persuasion”. Το πρώτο σου ανεβάζει τους παλμούς, και το δεύτερο σε υπνωτίζει. Ο αργός, μπάσος παλμός του σε κάνει να δυσφορείς, σαν μια απειλή που έρχεται αργά, σχεδόν έρποντας. Τα φωνητικά του Genesis και οι αλλόκοτες ομιλίες - κραυγές από πίσω σε γεμίζουν με άγχος, λες και κάτι άσχημο θα σου συμβεί. Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, το συγκεκριμένο άλμπουμ δεν έχει χάσει τίποτα από το μέγεθος της απειλής του, εξακολουθώντας να παραμένει μνημείο καινοτομίας και πειραματισμού. (Γ.Δ.)


Cabaret Voltaire - "Red Mecca"
(Rough Trade,1981)

Cabaret Voltaire - Red Mecca

Αν τα δύο πρώτα τους άλμπουμ κατάφεραν να τους τοποθετήσουν μεταξύ των πιο πειραματικών συγκροτημάτων της βρετανικής post-punk σκηνής, το "Red Mecca"αποτελεί την κορυφαία στιγμή της πρώιμης ιστορίας τους, πριν δηλαδή αλλάξουν δισκογραφική κι αρχίσουν να κινούνται σε πιο new-wave μονοπάτια. Βαθιά επηρεασμένο από την άνοδο των τηλε-ευαγγελιστών στις Η.Π.Α., των σοβιετικό-αφγανικό πόλεμο και τη Θατσερική καθημερινότητα, η τριάδα των Richard H. Kirk, Stephen Mallinder και Chris Watson εδώ κατάφερε να βρει τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην ηχητική πρωτοπορία και τη δημιουργία τραγουδιών με την πιο συμβατική - λέμε τώρα - έννοια της λέξης. Πιστοί στο δόγμα του punk, αλλά αντικαθιστώντας τις κιθάρες με synth-ια και μίκτες, το συγκρότημα από το Sheffield βασίστηκε στα λόγια του Brian Eno σχετικά με το πώς "η μουσική τεχνική είναι άσχετη με τη μουσική τέχνη"και μας παρέδωσε ένα πρωτόγονο και, παράλληλα, φουτουριστικό έργο ντανταϊστικής παράνοιας. Το "Red Mecca"είναι ένας άναρχος ουρανοξύστης χτισμένος από χιλιάδες μικρά, τέλεια τοποθετημένα, ηχητικά βοτσαλάκια. Είναι ένα άχρονο, αντισυμβατικό, αριστούργημα που ούτε οι ίδιοι οι Cabaret Voltaire δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν. (Α.Α.)


Einstürzende Neubauten- ‘’Halber Mensch’’
(Some Bizarre, 1985)

Einstürzende Neubauten- ‘Halber Mensch

Μέσα στη σαραντάχρονη καριέρα των Einstürzende Neubauten, μπορεί κανείς να εντοπίσει πολλές μνημειώδεις στιγμές-κλειδιά στην εξέλιξη του ύφους τους, με την κυκλοφορία του τρίτου τους άλμπουμ "Halber Mensch" να αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εξ αυτών. Ήταν η στιγμή που το βιομηχανικό noise χάος και ο ασυγκράτητος επί σκηνής ντανταϊσμός τους, έκανε το πρώτο βήμα προς τον καλλιτεχνικό εξορθολογισμό: οι «λαμαρίνες» αποκτούν περισσότερο ρυθμό, ο Bargeld διευρύνει τα φωνητικά εκφραστικά του μέσα, και μια παράξενη ποιητικότητα αρχίζει να αναδύεται μέσα από τις συνθέσεις, πλάι στην παραφροσύνη και την επιθετικότητα. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα άλμπουμ-σταθμό που συνοψίζει τις καταστατικές αρχές του industrial με τις νεογέννητες (τότε) δυνατότητες του, τη στιγμή που στο σήμερα, ο χορός του "Yu-Gung" ακούγεται ακόμα φρέσκος κι επικίνδυνος. Φυσικά, σχεδόν κάθε άλμπουμ τους θα είχε θέση στη λίστα μας από ποιοτική άποψη, το "Halber Mensch" όμως φαντάζει σαν σημείο καμπής για όλο το genre. (Α.Κ)


Foetus- "Nail"
(Self Immolation/Some Bizzare, 1985)

Foetus- Nail

Τι θα είχε συμβεί αν ο James George Thirlwell είχε καταφέρει τελικά να συνεννοηθεί με τον Nick Cave αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα "what if’s?"στην ιστορία της μουσικής βιομηχανίας. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ο Thirlwell δικαιώθηκε για την επιλογή του να παραμείνει πιστός στο προσωπικό του σχήμα αφού, μετά την αποχώρησή του από τους Bad Seeds κατά την περίοδο των ηχογραφήσεων του "From Her to Eternity”, κυκλοφόρησε το εξαιρετικό "Hole”. Έναν χρόνο μετά όμως θα επέστρεφε με ένα άλμπουμ ανώτερο των, έτσι κι αλλιώς υψηλών, προσδοκιών. Το "Nail"είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας industrial δίσκος. Συγχρόνως, όμως, είναι ίσως το πρώτο άλμπουμ που ενσωμάτωσε στο είδος ένα σωρό στοιχεία που θα το χαρακτήριζαν τα επόμενα χρόνια. Από την κλασσική μουσική στα blues, κι από το noise στο rockabilly, ο Thirlwell εδώ δεν σταματάει να πειραματίζεται με τρόπους που ουκ ολίγοι αντέγραψαν στη συνέχεια. Το σημαντικό όμως είναι πως οι Foetus, χωρίς επί της ουσίας να μεταλλαχθούν σε κάτι άλλο, εδώ μας παρέδωσαν έναν εξαιρετικό δίσκο που είναι ηχητικά προσβάσιμος και σε ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με την industrial σκηνή, ανοίγοντας ουσιαστικά τον δρόμο προς τη mainstream καταξίωση του είδους. (Α.Α.)


Test Dept - "The Unacceptable Face Of Freedom"
(Ministry of Power, 1986)

Test dept- The Unacceptable Face Of Freedom

Στη σύγχρονη ιστορία, η τέχνη συνάντησε πάρα πολλές φορές την πολιτική. Πολλές φορές, αυτή η συνάντηση οδήγησε σε κάτι απλοϊκά προπαγανδιστικά εκτρώματα, μέτριας αισθητικής, που αναδείχθηκαν, για ιδεολογικούς λόγους, σε σημαντικά έργα τέχνης, προτού καταναλωθούν με μανία από τους εκάστοτε κομματικούς οπαδούς. Στον αντίποδα, ευτυχώς, βρίσκονται αυτοί οι δημιουργοί που ενστερνίστηκαν την άποψη πως η πρωτοποριακή πολιτική σκέψη οφείλει να συμβαδίζει με την πρωτοποριακή τέχνη. Κορυφαίοι εκφραστές αυτής της θέσης υπήρξαν οι Test Dept. Χρησιμοποιώντας σκουπιδοντενεκέδες, μεταλλικές δεξαμενές, εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά μηχανήματα, και χαλασμένα όργανα για να δημιουργήσει μουσική, το συγκρότημα από το Λονδίνο αφού ηχογράφησε το "Shoulder To Shoulder"με τη χορωδία των απεργών ανθρακωρύχων της Νότιας Ουαλίας, κυκλοφόρησε το εκπληκτικό "The Unacceptable Face Of Freedom”. Μπερδεύοντας την κλασσική μουσική και τη βρετανική παράδοση με την πρώιμη χορευτική ηλεκτρονική μουσική, και μπολιάζοντας σκοτεινές ατμόσφαιρες, αγχώδη κρουστά, κι επαναλαμβανόμενες λούπες με μανιασμένα πολιτικά μανιφέστα, οι Test Dept δημιούργησαν ένα πραγματικά πρωτοποριακό έργο τέχνης. Δίσκος σταθμός για τη σύγχρονη μουσική γενικότερα. (Α.Α.)


Coil - "Horse Rotorvator"
(Some Bizarre, 1986)

Coil - Horse Rotorvator

Αν οι Coil τράβηξαν την όποια προσοχή με το τελετουργικό του "Scatology”, στο "Horse Rotorvator"προχωρούν μακρύτερα. Ιχνηλατούν νέα εδάφη και γεωδαιτούν με τους ήχους τους χώρους επικίνδυνους. Περίεργο εξώφυλλο και ακόμα πιο παρανοϊκό περιεχόμενο. Το "The Anal Staircase"σου σουβλίζει εγκέφαλο και συκώτι, νιώθοντας ότι μπήκες σε κάτι παράνομο και εντελώς επικίνδυνο για την ψυχική σου υγεία ή το ήθος σου. Ίσως όμως μέσω της Kundalini οδού να βρεις τον δρόμο για την πνευματική απελευθέρωση. Ή απλά να σε κοροϊδεύουν. Το "Slur"έχει μια ποιητική αύρα, διάχυτη σε όλο σχεδόν τον δίσκο. Ένα πεσιμιστικό όραμα, τόσο έντονο που το βίωμα του σε δυναμώνει. Δίπλα, η έξοχη στιχουργία του "Blood From The Air"σου κάνει αλοιφή το μυαλό, λες και έχεις κατεβάσει τόνους από ψυχότροπα, με απώτερο σκοπό την πλήρη εσωτερική εκκαθάριση. Η αξία του σχήματος φαίνεται από την οικειοποίηση του "Who By Fire"αλλά και από το "Ostia (The Death Of Pasolini)”, ένα από τα πιο μαύρα ΕΠΗ που μας παραδόθηκε στα 80s. Με αφορμή τη φρικιαστική δολοφονία του γνωστού σκηνοθέτη οι Coil δημιουργούν κάτι που είναι σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί, ενώ ο Balance δίνει μια ανατριχιαστική ερμηνεία. Δίσκος με τεράστιο βάθος και πλάτος. Από το εμβατηριακό "Herald”, το ζείδωρο και τρελαμένο "Penetralia”, το κινηματογραφικό "Ravenous"και το διονυσιακό "Circles Of Mania"έως το εμπνευσμένο "The First Five Minutes After Death”. Προβοκάρουν, ακροβατούν, αλλά ταυτόχρονα γίνονται λυρικοί και συναισθηματικοί. Με μια ικανότητα να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε ήχο σαν ενοχλητική βουκέντρα ή σαν χάδι από μαστίγιο, τούτο δω το αριστούργημα δίκαια θεωρείται crème de la crème του είδους του. (Γ.Δ.)


Laibach- "Opus Dei"
(Mute, 1987)

Laibach- Opus Dei

Στα 35 χρόνια της ιστορίας του, το συγκρότημα από τη Σλοβενία έχει κυκλοφορήσει αρκετά σπουδαία άλμπουμ. Ανάμεσα σε αυτά το "Opus Dei"ξεχωρίζει ως μια πραγματικά κορυφαία στιγμή, και ίσως και η πιο διάσημη λόγω της διασκευής τους στους Opus και αυτής στους Queen. Αν όμως δούμε πέρα από αυτά, θα γίνει σαφές πως εδώ το συγκρότημα συνδυάζει τέλεια τις κλασσικές επιρροές του με θορυβώδεις πειραματισμούς, δημιουργώντας τραγούδια που έμειναν στην ιστορία κι επηρέασαν τους πάντες. Από αμιγώς industrial κομματάρες σαν το "Leben-Tod"και το "How the West was Won”, στην αστική παράνοια του "Trans - National"κι από εκεί στο "The Great Seal”, που έμελε να γίνει ο επίσημος ύμνος της Neue Slowenische Kunst, οι Laibach εδώ ξεδιπλώνουν όλο το καλλιτεχνικό τους όραμα που στη συνέχεια, σε συνδυασμό με τις μεγαλεπήβολες ζωντανές τους εμφανίσεις, θα τους χάριζε τον τίτλο του "αμφιλεγόμενου"συγκροτήματος. Οι Σλοβένοι είναι κορυφαίοι στο παιχνίδι των συμβολισμών, και η συνολική αισθητική τους απαιτεί βαθύτερες αναλύσεις από μη επιφανειακούς ακροατές. Γι’ αυτό στο παρελθόν έχουν παρεξηγηθεί και στοχοποιηθεί αρκετές φορές. Η μουσική τους είναι απλά ένα κομμάτι ενός μεγαλύτερου οράματος που δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, κάτι που τους κατατάσσει στην ελίτ των σπουδαίων καλλιτεχνών, ανεξαρτήτως είδους. Βέβαια, και τίποτα από αυτά να μην είναι ίσχυε, με δίσκους όπως το "Opus Dei”, οι Laibach και πάλι θα έμεναν στην ιστορία ως ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα της γενιάς τους. (Α.Α.)


Skinny Puppy - "VIVIsectVI"
(Nettwerk, 1988)

Skinny Puppy- VIVIsectVI

Κάπου μεταξύ μηδενιστικού αριστουργήματος και μανιασμένης πολιτικής εξομολόγησης, το τέταρτο άλμπουμ των Καναδών συνεχίζει να προκαλεί ανατριχίλες σε κάθε του ακρόαση. Με αυτό τον δίσκο οι Skinny Puppy άλλαξαν για πάντα την industrial σκηνή αφού κατάφεραν να βρουν την τέλεια ισορροπία μεταξύ μουσικού χάους και mainstream μουσικής, συνδυάζοντας την ηχητική ακρότητα με χορευτικά πλήκτρα. Κάτω από δεκάδες layers θορύβου, επαναλαμβανόμενα samples, και βιομηχανικά κρουστά, βασιλεύουν οι καλά κρυμμένες μελωδίες που συμπληρώνονται τέλεια από τα ζοφερά φωνητικά του Nivek Ogre, κατασκευάζοντας μια ατμόσφαιρα που όμοια της δεν είχε υπάρξει μέχρι τότε. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, οι Skinny Puppy νομίζω πως είναι υποτιμημένοι αφού πολύ συχνά τα ΜΜΕ και οι κριτικοί ασχολούνται περισσότερο με τις θεατρικές ζωντανές τους εμφανίσεις και λιγότερο με τη μουσική τους η οποία επηρέασε όλους όσους ακολούθησαν από τους Nine Inch Nails, οι οποίοι άνοιγαν τις συναυλίες τους στην περιοδεία του "VIVIsectVI”, μέχρι τον Moby, τους Death Grips, και τους Mayhem. Το τέταρτο άλμπουμ των Skinny Puupy αποτελεί μια ιδανική εισαγωγή στη δισκογραφία τους. "Ακούστε το δυνατά ή καθόλου"προέτρεπε το συγκρότημα τότε, κι είχε απόλυτο δίκιο. (Α.Α.)


Godflesh - "Streetcleaner"
(Earache Records, 1989)

Godflesh - Streetcleaner

Η επίδραση και η σπουδαιότητα του "Streetcleaner"έχει μνημονευτεί πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους. Η δυάδα των Justin Broadrick (φωνή, κιθάρες) και Benny Green (μπάσο) κατάφερε να μεταφέρει το αδυσώπητο βάρος απ’ το έντονο ψυχολογικό στρες εν μέσω των βιομηχανικών ήχων του ντεμπούτου τους. Αρύοντας τις τακτικές των Throbbling Gristle και SPK, θα καταφέρουν να περιγράψουν την γκρίζα αισθητική του Birmingham, έχοντας βοήθεια και απ’ τα επιτεύγματα των Swans και Black Flag. Το αποτέλεσμα είναι μια αγχωτική επίθεση. Το μπάσο πιέζει καρδιά και διάφραγμα, ενώ οι επιληπτικές κιθάρες σου φέρνουν μια κλειστοφοβία που γίνεται φανερή σε τραγούδια σαν τα "Like Rats”, "Pulp”, ή "Head Dirt”. Άλλοτε η λανθάνουσα αυτή κατάσταση θα απελευθερωθεί σαν μια φλογερή έκρηξη οργής ("Mighty Trust Krusher"ή ακόμα "Christbait Rising”, ενώ αλλού θα μεταμφιεστεί σε μια ημιψυχεδελική κατατονία ποτισμένη με μονοξείδιο του άνθρακα, π.χ. "Life Is Easy”. Στο τέλος η τσιμεντένια αντοχή ανταμείβεται με μια σχεδόν καθαρτήρια απελευθέρωση, λες και το μαρτύριο σου, αυτό το μαύρο όραμα, έλαβε τέλος. Ήταν τέτοια η δόνηση που ακόμα και η πρώην μπάντα του Justin (Napalm Death) ποτίστηκε από την οξύτητα του εν λόγω δίσκου. Εξαιρετική είσοδος για όποιον metalhead θέλει να ακούσει industrial, έχει δε σχεδόν καθολική επιρροή στον συγκεκριμένο ήχο όταν αυτός έμπλεξε με λαμαρίνες. (Γ.Δ.)


Ministry - "Psalm 69’’
(Sire, 1992)

Ministry - Psalm 69

Αλλιώς γνωστό ως "ΚΕΦΑΛΗΞΗΘ" ή ως "The Way To Succeed And The Way To Suck Eggs", το παρόν άλμπουμ αποτέλεσε μία από εκείνες τις μεγάλες στιγμές των 90s, στις οποίες μια βιτριολική, επιθετική, μουσική κατάφερνε να κάνει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Οι Αμερικανοί industrial metallers είχαν ήδη παραδώσει τα διαπιστευτήρια τους, τα συστατικά του πέμπτου τους full length όμως παραήταν εκρηκτικά για να τα αγνοήσεις: ατμόσφαιρα «καμμένη» από παραισθησιογόνα, κολασμένοι straight ρυθμοί που έκαναν και τους μεταλλάδες να τους θεωρούν thrash μπάντα, sex, Aleister Crowley και - κυρίως - η εικόνα ενός αμερικάνικου ονείρου να φλέγεται απ' άκρη σ' άκρη. Το "Psalm 69" είναι ευθύ, απολύτως σαφές στα μηνύματα του, παθιασμένο, κι εξόχως πολιτικό, ενώ κάθε τραγούδι μοιάζει με soundtrack της μεγάλης επερχόμενης επανάστασης. Ο Al Jourgensen και το «παιδί» του δικαίως θεωρούνται οι απόλυτοι industrial metal προφήτες αυτού του κόσμου και το "Psalm 69" η μεγάλη τους κληρονομιά. (Α.Κ)


Die Krupps - "II - The Final Option"
(Rough Trade Records, 1993)

Die Krupps - II - The Final Option

Από το "Stahlwerksynfonie"του 1981, μέχρι και το πρόσφατο "Vision 2020 Vision”, το συγκρότημα από το Ντύσσελντορφ, μας έχει χαρίσει μερικά άλμπουμ που είχαν τεράστια επίδραση στην εξέλιξη του EBM, του new-wav, και, γενικότερα, της industrial μουσικής. Αν και προσωπικά θεωρώ το "Volle Kraft Voraus!"αξεπέραστο από κάθε άποψη, νομίζω πως το "II - The Final Option"του 1993 αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο αντιπροσωπευτική δουλειά τους. Έχοντας κερδίσει το ενδιαφέρον των metalheads με τις διασκευές τους στους Metallica, οι Jürgen Engler και Ralf Dörper, πλαισιωμένοι από μερικούς πολύ αξιόλογους συνοδοιπόρους όπως ο Lee Altus και ο Rüdiger Esch, δημιούργησαν έναν δίσκο που πήρε το μότο "Μetal Machine Music"και το πήγε ένα βήμα παραπέρα. Πετυχαίνοντας να συνδυάσουν την αλητεία των Misfits με την techno σκηνή της εποχής, και τον ηλεκτρονικό θόρυβο με heavy metal κιθάρες, οι Γερμανοί δημιούργησαν ένα εντυπωσιακό ηχητικό ψηφιδωτό και χώρεσαν σε έναν δίσκο μερικά από τα σημαντικότερα κομμάτια της πολύχρονης καριέρας τους, δημιουργώντας μια σημαντική γέφυρα ανάμεσα στον κιθαριστικό ήχο και την industrial σκηνή. (Α.Α.)


Nine Inch Nails - "The Downward Spiral’’
(Nothing/Interscope, 1994)

Nine Inch Nails - The Downward Spiral

26 χρόνια μετά την κυκλοφορία του και είναι ακόμα δύσκολο να γράψεις για την αξία ενός άλμπουμ σαν το "The Downward Spiral". Με όπλα ένα «παραδοσιακό» στιχουργικό concept - η σταδιακή πτώση ενός αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα - και μια ασύλληπτη παραγωγή, ο Trent Reznor απελευθερώνει τη συνθετική κι ερμηνευτική του ιδιοφυΐα, με μια δουλειά που άλλαξε συνολικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αμερικανική alternative μουσική. Παρά τον εμφανή industrial rock χαρακτήρα του, το άλμπουμ είναι εκλεκτικότατο, με αναφορές από τα blues μέχρι το metal, ή την techno. Όπως στα περισσότερα σπουδαία άλμπουμ, τα τεράστια hits ("March Of The Pigs", "Closer", "Hurt") δεν είναι απαραίτητα καλύτερα από τα λιγότερο γνωστά τραγούδια, η ενορχήστρωση ακούγεται ακόμα υποδειγματική και το συναισθηματικό rollercoaster που κρύβεται σε κάθε ανάσα ή κραυγή του Reznor, μοιάζει διαχρονικά εφιαλτικό. Ένας αριστουργηματικός rock δίσκος, μνημείο της γενιάς του αλλά και ολόκληρου του genre που το γέννησε. (Α.Κ)


KMFDM - "Nihil"
(Wax Trax!, 1995)

KMFDM - Nihil

"Kill Mother-Fucking Depeche Mode", "Kylie Minogue Fans Don't Masturbate" και άλλα πολλά φημολογούνταν σχετικά με το τι σημαίνουν τα αρχικά του συγκροτήματος που αντιστοιχούν τελικά στο "Kein Mehrheit Für Die Mitleid"που μεταφράζεται ως "Κανένα Έλεος Για Την Πλειοψηφία”. Έχοντας ήδη κλείσει μια δεκαετία στα μουσικά δρώμενα, οι Γερμανοί, το 1995, κυκλοφόρησαν το όγδοο άλμπουμ τους. Η επιστροφή του Raymond Watts και η ένταξη του Bill Rieflin, έδωσαν νέο αέρα στο συγκρότημα, ενώ ο Sascha Konietzko, μετά την επιτυχία του αριστουργηματικού "Angst”, στράφηκε σε πιο industrial φόρμες συνδυάζοντας όλη τους τη μέχρι τότε πορεία με τις σύγχρονες τάσεις της σκηνής, και λοξοκοιτάζοντας προς τη mainstream καταξίωση. Κάτι που τελικά πέτυχε, αφού ο δίσκος παραμένει ο πιο εμπορικός τους, ενώ το "Juke Joint Jezebel"βρίσκεται ανάμεσα στα πιο διάσημα κομμάτια τους. Πύρινα riffs, χορευτικά beats, και ατμοσφαιρικές μελωδίες αναδεικνύονται τέλεια μέσα από την εξαιρετική παραγωγή, ενώ η ερμηνεία του Konietzko παραμένει αξεπέραστη. Εδώ δεν υπάρχουν fillers, δεν υπάρχουν μετριότητες, και δεν περνάει δευτερόλεπτο που το συγκρότημα δεν δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Το "Nihil"είναι ένας δίσκος-μνημείο της industrial rock που στιγμάτισε τη δεκαετία του 1990 και που σήμερα παραμένει τόσο μοντέρνο κι επίκαιρο όσο και τη μέρα που κυκλοφόρησε. (Α.Α.)


Marilyn Manson - "Antichrist Superstar"
(Nothing, Interscope Records, 1996)

Marilyn Manson - Antichrist Superstar

Το δεύτερο δισκογραφικό βήμα των Marilyn Manson είναι και το πρώτο μέρος του «ιερού τρίπτύχου» τους. Οποιοδήποτε από τα τέσσερα single του δίσκου - "The Beautiful People", "Tourniquet", "Antichrist Superstar" και "Man That You Fear" - μπορεί εύκολα να συμπεριληφθεί σε best of της δισκογραφίας τους. Την εξαιρετική παραγωγή συνυπογράφει ο Trent Reznor. Πρόκειται περί concept album, του οποίου η εμπνευσμένη από την όπερα δομή στηρίζει την αφήγηση μιας ιστορίας με πρωταγωνιστή έναν rockstar που αναζητεί μέσα από την απόλυτη πολιτική εξουσία τη Μεταμόρφωση σε Υπεράνθρωπο και την Αποκάλυψη. Σε αυτό το άλμπουμ, ο Marilyn Manson καταφέρνει για πρώτη ίσως φορά να υλοποιήσει το φιλόδοξο μουσικό του όραμα με τρόπο τέτοιον ώστε να μην μένει χώρος για κανέναν να αμφισβητήσει την καλλιτεχνική του αξία, αποδεικνύοντας τη συνοχή της σκέψης του και το εύρος των επιρροών του ως δημιουργού. Οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του "Antichrist Superstar" (συνεχής χρήση ουσιών και στέρηση ύπνου) παραμόρφωσαν ιδανικά την πραγματικότητα των ήχων, παραδίδοντας σε εμάς ένα μπουκέτο από εξαίσιους εφιάλτες. (Κ.Μ.)


Rammstein - "Mutter"
(Motor, Universal, 2001)

Rammstein - Mutter

Η τρίτη και φαρμακερή - τουλάχιστον όσον αφορά τις κιθάρες - δισκάρα των Γερμανών πατριαρχών του NDH ρεύματος δεν μπορεί να λείπει από αυτόν τον oδηγό. Όχι γιατί στάθηκε επάξια συνέχεια του χαμού των "Engel" και "Du Hast", όχι γιατί ΕΞΙ από τα έντεκα τραγούδια του άξιζαν εμπορικά να κυκλοφορήσουν και ως single, ούτε γιατί θεωρείται από τον Tätgtren ως «υπόδειγμα παραγωγής». Απλώς γιατί στα σαράντα πέντε λεπτά του "Mutter" ξεδιπλώνεται ολόκληρος ο πλούσιος, σαγηνευτικός κόσμος των Rammstein - άλλοτε αμίμητα μιλιταριστικός και άλλοτε σπαραχτικά λυρικός. Οι ρυθμοί και οι ερμηνείες ξετυλίγονται με μαεστρία που δανείζεται πολλά από το οπερατικό παρελθόν αλλά και το ηλεκτρονικό μέλλον της γερμανικής μουσικής, καταλήγοντας σε ένα συμπαγές μουσικό έργο. Το αρμόνιο του Flake μεταμορφώνεται σε στοιχειωτικές γυναικείες φωνές για τις ανάγκες του κορυφαίου "Sonne". Οι κιθάρες πιάνουν thrash ταχύτητες στο "Feuer Frei!". Στο ανατριχιαστικό ομώνυμο του άλμπουμ, ο Lindemann αποφασίζει να απαγγέλει λιγότερο και να τραγουδήσει περισσότερο, αποδεικνύοντας μεγάλη ερμηνευτική δεινότητα. Τέλος, στίχοι και οι αναφορές του "Links 2-3-4" είναι η απάντηση του συγκροτήματος σε όσους τους κατηγορούν για σύνδεση με τον ναζισμό. (K.M.)

  • SHARE
  • TWEET