«A Buyer’s Guide»: Hammerfall

Οδηγός δισκογραφίας για ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ευρωπαϊκού power metal ήχου

Από τον Σπύρο Κούκα, 19/10/2016 @ 12:27

Η δημιουργία μιας από τις πιο επιτυχημένες μπάντες στο ευρωπαϊκό power metal στερέωμα, των Σουηδών Hammerfall, στηρίχθηκε, από λίγο έως πολύ, σε διάφορες συγκυριακές «καραμπόλες» μεταξύ γνωστών μετέπειτα μουσικών, που απάρτιζαν τη μεταλλική σκηνή του Γκέτεμποργκ στις αρχές των '90s. Αποτελώντας το πνευματικό παιδί του Oscar Dronjak, δημιουργήθηκαν όταν ο τελευταίος εγκατέλειψε τους Ceremonial Oath, στρεφόμενος σε πιο παραδοσιακές metal φόρμες.

Έτσι, στις πρώτες μέρες της μπάντας συναντάμε μουσικούς όπως ο Jesper Stromblad, που είχε κληθεί από τον Dronjak για να καλύψει τη θέση του ντράμερ, και του Mikael Stanne στη θέση του τραγουδιστή, οι οποίοι μεγαλούργησαν στους In Flames και Dark Tranquility, αντίστοιχα.

Για τα πρώτα χρόνια, το συγκρότημα είχε το ρόλο του side project για τους προαναφερθέντες μουσικούς, καθώς προτιμούσαν να εστιάσουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στις κύριες μπάντες τους, παρά στους Hammerfall. Ωστόσο, όλα άλλαξαν το 1996, όταν η μπάντα έφτασε στα ημιτελικά ενός μουσικού διαγωνισμού (Rockslaget), με τον Stanne να μην μπορεί να ερμηνεύσει την ημέρα που είχε οριστεί η εμφάνιση τους.

Κάπου εδώ μπαίνει στην εξίσωση ο Joacim Cans, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στους Highlander, την πρώιμη εκδοχή των Lost Horizon. Έτσι, δέχτηκε να καλύψει τη θέση του τραγουδιστή στους συντοπίτες Hammerfall για εκείνη τη βραδιά, με την εμφάνιση τους να κάνει πάταγο, παρά τον αποκλεισμό τους από τη συνέχεια του διαγωνισμού.

Με μόνιμο τραγουδιστή πια τον Joacim Cans, η μπάντα άρχισε να ψάχνει δισκογραφική στέγη, για να κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ, έχοντας ξεκινήσει την ολοκλήρωση των συνθέσεων του από τα τέλη του 1996. Ο δίσκος τελικά έμελλε να κυκλοφορήσει στα μέσα του επόμενου έτους και, όπως έδειξε η ιστορία, να αποτελέσει το ιδανικό εφαλτήριο μιας λαμπρής καριέρας, η οποία, μετά από δέκα δίσκους και πάνω από είκοσι χρόνια δραστηριότητας, συνεχίζει να τους χαρίζει μια περίοπτη θέση στα κυρίαρχα power metal σχήματα της Γηραιάς ηπείρου.

Με αφορμή, λοιπόν, το δέκατο, πολύ καλό άλμπουμ τους, "Built To Last", που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες, ακολουθεί μια αναλυτική παρουσίαση των δισκογραφικών πεπραγμένων τους, με τη σειρά προτίμησης να αποτελεί έναν ευχάριστο πονοκέφαλο, λόγω της σταθερότητας της μπάντας σε αξιόλογες δουλειές, δίχως να παραλλάσσει ιδιαίτερα το συνθετικό της ύφος.

 
Hammerfall - Glory To The Brave

Glory To The Brave​​
(Nuclear Blast, 1997)

Το άλμπουμ αρχικά κυκλοφόρησε από την ολλανδική Vic Records μονάχα στην Ολλανδία. Ωστόσο, οι εξαιρετικές - για το βεληνεκές τους - πωλήσεις, που σημείωσε από τις πρώτες μέρες που βγήκε στην αγορά, ουσιαστικά εξώθησε τη Nuclear Blast να αγοράσει τα δικαιώματα του δίσκου, επαναδιαθέτοντας τον άμεσα, αυτήν τη φορά σε παγκόσμια κλίμακα. Οι αντιδράσεις του αγοραστικού κοινού παρέμειναν οι ίδιες και δικαίως, μιας και ποιοτικά μιλάμε για ένα από τα καλύτερα power metal ντεμπούτα, το οποίο καθόρισε ολόκληρη την μετέπειτα πορεία του σχήματος. Για κάποιους, μάλιστα, το "Glory To The Brave" αποτελεί σε μέγεθος κάτι μεγαλύτερο κι από την ίδια την μπάντα, θεωρώντας πως ποτέ δεν προσεγγίστηκε ξανά το μεγαλείο του, στις μετέπειτα δουλειές που το ακολούθησαν.

Όπως και να 'χει, ο δίσκος είναι εξαιρετικός, με κάθε του σύνθεση να αποτελεί ένα μικρό highlight. Εκμεταλλευόμενοι άριστα την εποχή που κυκλοφόρησε, κι έχοντας τις πλάτες μιας δισκογραφικής που τους πίστευε απόλυτα, κατάφεραν σχεδόν ραγδαία να μεγαλώσουν σαν όνομα, φτάνοντας να συγκρίνονται με μπάντες που αποτελούσαν επιρροές για τη μουσική τους και είχαν μια σαφώς μεγαλύτερη καριέρα στις τότε πλάτες τους, όπως οι Helloween και οι Stratovarius.

Αξίζουν ξεχωριστής αναφοράς η διασκευή στο κλασσικό κομμάτι των - ξεχασμένων τότε - Warlord, το σπουδαίο "Child Of The Damned", το οποίο και αποδόθηκε με την πρέπουσα αξιοπρέπεια, αποτελώντας και το πειστήριο που έδωσε στον Cans τη θέση του τραγουδιστή των θρυλικών Αμερικάνων epic metallers, αλλά και το "Glory To The Brave". Το τελευταίο, πέραν ότι αποτελεί μια από τις κορυφαίες συνθέσεις των Hammerfall γενικότερα, έχει μερικούς από τους πιο προσωπικούς στίχους που έχουν παρουσιάσει ποτέ, αναφερόμενοι στο χαμό ενός πολύ κοντινού τους προσώπου, τον παππού του Joacim Cans, ο οποίος «έφυγε» πριν αρχίσουν οι ηχογραφήσεις του δίσκου.

Hammerfall - Renegade

Renegade​
(Nuclear Blast, 2000)

Το τρίτο άλμπουμ των Σουηδών τους βρήκε εδραιωμένους πλέον, με ισχυρό και ολοένα και αυξανόμενο πυρήνα οπαδών και με δυο φανταστικούς δίσκους να έχουν προηγηθεί. Έτσι, το "Renegade", με τον ξεκάθαρα power metal προσανατολισμό του, τις επικολυρικές μελωδίες που με τόση μαεστρία μετέτρεπε σε κολλητικά κομμάτια και τον Anders Johansson για πρώτη φορά πίσω από το drum kit, τους γιγάντωσε εμπορικά, ειδικά στην πατρίδα τους, όπου και βρέθηκε στην κορυφή των charts, με τεράστιες πωλήσεις.

Βεβαίως, μεγάλο ρόλο στην επιτυχία του δίσκου μπορεί να καρπωθεί και ο Jesper Stromblad, καθώς συνυπογράφει τις μισές συνθέσεις του, παρά την αποχώρηση του από την μπάντα. Το φαινόμενο αυτό, της συνεισφοράς του, συνεχίστηκε μέχρι και το "No Sacrifice, No Victory", φανερώνοντας τις καλές σχέσεις του με την πρώην του μπάντα, αλλά και τη συνθετική του ικανότητα σε πολλαπλά ιδιώματα.

Πέραν της αξίας του, το άλμπουμ επιλέγεται εδώ και για συναισθηματικούς για τον γράφοντα λόγους, καθώς επιτέλεσε την εισαγωγή του στον κόσμο των Hammerfall. Παρ’ όλα αυτά, και με εδραιωμένη την άποψη πως οι πρώτες τέσσερις δουλειές της μπάντας συνεχίζουν να είναι οι κορυφαίες της, το "Renegade" μοιάζει ο καλύτερος δίσκος τους, για όσους αρέσκονται στην πιο power metal πλευρά των Σουηδών. Τέλος, ενδιαφέρον trivia αποτελεί το γεγονός της υποψηφιότητας τους στα Grammys της χώρας τους, το 2001, για τα οποία προσέλαβαν τον Σουηδό κωμικό Micke Dubois, για την περίπτωση που κέρδιζαν, καθώς δεν θα μπορούσαν να παραβρεθούν.

 

Hammerfall - Crimson Thunder

Crimson Thunder
(Nuclear Blast, 2002)

Με το "Renegade" να έχει προηγηθεί και να έχει αποσπάσει διθυράμβους, το "Crimson Thunder", την εποχή που κυκλοφόρησε, έμοιαζε με κάποιου είδους «ξεπούλημα» της μπάντας, λόγω της στροφής της σε πιο heavy metal φόρμες. Αδίκως βέβαια, μιας και ο δίσκος, πέραν ότι άντεξε τη φθορά του χρόνου, προσέφερε μερικά από τα καλύτερα κομμάτια της καριέρας τους, καθώς και ένα από τα μεγαλύτερα hit τους, το συναυλιακό "Hearts On Fire".

Από εκεί και πέρα, ο δίσκος ακολουθεί συνθετικά την προσέγγιση σχημάτων όπως οι Accept, με αρκετά ρυθμικά κομμάτια να συμπεριλαμβάνονται στο tracklist του, προσαρμοσμένα στο γνωστό ύφος της μπάντας, με τα ανθεμικά ρεφρέν να έρχονται το ένα μετά το άλλο. Θες "Trailblazers", θες το κολλητικό ομότιτλο, τα περισσότερα κομμάτια μένουν στο μυαλό με μια ακρόαση, με την τίμια διασκευή τους στο "Angel Of Mercy", σύνθεση των Chastain, να μην αποτελεί εξαίρεση.

Το συνθετικό αποκορύφωμα, μάλιστα, του άλμπουμ, βρίσκεται στο τέλος του, με το instrumental "In Memoriam" και το "Hero’s Return" να ρίχνουν την αυλαία θριαμβευτικά, ολοκληρώνοντας ένα σύνολο τραγουδιών που σφραγίζει με τον καλύτερο τρόπο την κορυφαία περίοδο της μπάντας. Το τελευταίο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ τους.

(trivia #2: Συνειδητοποιώντας την εμπορική απήχηση που είχαν στη χώρα τους εκείνη την εποχή, δεν προκαλεί εντύπωση η συμμετοχή τους στη σουηδική εκδοχή του τηλεπαιχνιδιού Fort Boyard, το 2003)

Hammerfall - Legacy Of Kings

Legacy Of Kings
(Nuclear Blast, 1998)

Ο δεύτερος δίσκος των Σουηδών είχε διαχρονικά το μειονέκτημα πως διαδέχτηκε το "Glory To The Brave", οπότε οι συγκρίσεις κατέληγαν να το αδικούν, αγνοώντας την αντικειμενική αξία του. Σίγουρα, η πιο καλογυαλισμένη παραγωγή του - σε σχέση με αυτή του ντεμπούτου - δεν το βοήθησε να καθιερωθεί αμέσως στις συνειδήσεις των ακροατών, γεγονός που πιστώνεται, σε μεγάλο βαθμό, στις πιέσεις από τη Nuclear Blast για ακόμη πιο εμπορικό ήχο.

Ακόμη κι έτσι, ο δίσκος μπορεί και στέκεται επάξια δίπλα στο "Glory..." συνθετικά, κάτι βέβαια αναμενόμενο, αφού αρκετές συνθέσεις του προέρχονται από εκείνη την περίοδο, δίχως όμως να πιάνει συνολικά τις κορυφές του. Αυτό οφείλεται, ως επί το πλείστον, στην ύπαρξη μιας-δυο συνθέσεων ελαφρώς κατώτερων των υπολοίπων, αλλά και στην προαναφερθείσα παραγωγή, που καθάρισε υπερβολικά τον ήχο τους, όσο κι αν η προσέγγιση αυτή βοήθησε το άλμπουμ, στην πορεία του στα ευρωπαϊκά charts.

Συνολικά, όμως, έχουμε να κάνουμε με μια ποιοτικότατη δουλειά, με πολλούς οπαδούς να δηλώνουν, μάλιστα, την προτίμηση τους σε αυτή, ως την κορυφαία της μπάντας. Ο ορισμός του must have δίσκου; Ξεκάθαρα. 

 
Hammerfall - Threshold

Threshold
(Nuclear Blast, 2006)

Δέκα χρόνια έχουν περάσει από την κυκλοφορία του έκτου άλμπουμ των Hammerfall, χρόνια τα οποία του φέρθηκαν καλύτερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Ίσως να φταίει ο γενικότερος κορεσμός του είδους, ίσως μετά το "Infected" ακόμη και ο πιο φανατικός οπαδός τους να κρατά μια πισινή σχετικά με τις τελευταίες δουλειές τους, όμως το "Threshold" ακούγεται ακόμη καλύτερο σήμερα, απ’ ό,τι τότε.

Έχοντας κυκλοφορήσει με διαφορά μόλις ενός χρόνου από τον προκάτοχό του, το άλμπουμ παρουσιάζει την μπάντα καλοκουρδισμένη και με την έμπνευση ακόμη ακμαία, με τη σταθερότητα του lineup να συμβάλλει σε αυτό τα μέγιστα. Βέβαια, οι εποχές πλέον είχαν αλλάξει, το power metal έμπαινε σε μια περίοδο παρακμής, από την οποία ακόμη δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει πλήρως, και τα πρωτοκλασάτα σχήματα του ιδιώματος προσπαθούσαν να επιβιώσουν με σπασμωδικές κινήσεις.

Η εμφάνιση των ετεροχρονισμένων sequels από θρυλικούς δίσκους ήταν το λιγότερο ύποπτες, ενώ οι κωμικές καταστάσεις που συνέβαιναν στο στρατόπεδο των Stratovarius, έμοιαζαν να αντικατοπτρίζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το είδος τότε. Οι Hammerfall, πάντως, κατάφεραν και είχαν τις μικρότερες δυνατές απώλειες, μιας και η μικρή συνθετική πτώση σε σχέση με το παρελθόν δεν έμοιαζε ακόμη για λόγους ανησυχίας, πόσο μάλλον με συνθέσεις όπως το "Rebel Inside", το "Dark Wings, Dark Words" ή το "Shadow Empire".

 

Hammerfall - No Sacrifice, No Victory

No Sacrifice, No Victory
(Nuclear Blast, 2009)

Συνεχίζοντας να ακροβατούν μεταξύ του power metal ήχου και μιας πιο heavy metal προσέγγισης, εδώ οι Hammerfall επιστρέφουν στις πρακτικές του "Crimson Thunder", με τη ζυγαριά να γέρνει ξεκάθαρα προς το κλασσικό metal.

Κανείς δεν χαλάστηκε βέβαια, αφού ο δίσκος είναι πιασάρικος όσο δεν πάει, ακούγεται ευχάριστα και βγάζει μια άκρως θετική αύρα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα επ’ αυτού, το τσαχπίνικο ρεφρέν του "Life Is Now". Άλλωστε, παρά τα όσα έχουν ακούσει κατά καιρούς περί στασιμότητας και άλλων όχι ιδιαίτερα κολακευτικών χαρακτηρισμών, οι Σουηδοί κατάφεραν εν έτει 2009 να συνεχίζουν να βγάζουν αξιόλογες δουλειές, γεμάτες κομματάρες καλώς εννοούμενης εμπορικότητας.

Αποκορύφωμα αυτού, το εναρκτήριο "Any Means Necessary", που θύμισε εποχές "Hearts On Fire", όντας ένα από τα μεγαλύτερα hits της μπάντας, χάρη και στην απλή, less is more, συνθετική του οπτική. Έτσι, με την μπάντα να ακολουθεί το heavy metal μονοπάτι εκείνη την περίοδο, με συνθέσεις όπως το "Legion" και το instrumental "Something For The Ages" να κρατάνε καίρια την επαφή με το power metal, όλοι έμοιαζαν ικανοποιημένοι, με τις ισορροπίες ακόμη να κρατούνται σωστά.

 

Hammerfall - (r)Evolution

(r)Evolution
(Nuclear Blast, 2014)

Αφού ο πειραματισμός και οι πιο εμπορικές φόρμες δεν τους βγήκαν στο "Infected", με το προπέρσινο "(r)Evolution" οι Hammerfall προσπάθησαν να επιστρέψουν στις ρίζες τους και τα κατάφεραν άψογα. Ο δίσκος, τόσο με τη θεματική του εξωφύλλου και την επιστροφή του Hector, όσο και με τον έξυπνο τίτλο του, που παίζει με τις λέξεις «εξέλιξη» κι «επανάσταση», αποτρέποντας τα όποια σχόλια περί πισωγυρίσματος, καταφέρνει να συσπειρώσει το κοινό τους, ενώ το περιεχόμενο, απλώς ενισχύει την πεποίθηση πως έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ δυνατό σύνολο τραγουδιών, τα οποία λοξοκοιτάζουν στο παρελθόν της μπάντας.

Άλλωστε, με το "Hector’s Hymn" να διατελεί τον ρόλο του... ύμνου - κράχτη, το "We Won’t Back Down" να είναι η τυπική, κολλητική power metal σύνθεση που ανεβάζει ταχύτητες και διάθεση και το "Winter Is Coming" να δημιουργεί συνειρμούς αλλά να αποτελεί και αξιοπρεπέστατη μπαλάντα, ο δίσκος είναι ανέλπιστα καλός, καλύτερος ίσως απ’ ό,τι μπορεί να περιμένει κανείς από μπάντα με είκοσι χρόνια στην πλάτη της.

Μάλιστα, το πλέον εντυπωσιακό γεγονός, που ισχύει και στο φετινό "Built To Last", είναι η εξαιρετική απόδοση του Joacim Cans, του οποίου οι ερμηνείες είναι καλύτερες από ποτέ, μην έχοντας χάσει τίποτα σε χροιά και έκταση με το πέρασμα του χρόνου. Κανείς δεν λέει πως είναι ο κορυφαίος τραγουδιστής εκεί έξω, κάτι που και ο ίδιος μοιάζει να γνωρίζει, προσπαθώντας να βελτιώνεται ερμηνευτικά συνεχώς, αλλά σίγουρα είναι ο ιδανικός για τη μουσική των Hammerfall, και αυτό είναι υπέρ αρκετό.

 

 
Hammerfall - Chapter V: Unbent, Unbowed, Unbroken

Chapter V: Unbent, Unbowed, Unbroken
(Nuclear Blast, 2005)

Τόσες προοπτικές, τόσες καλές ιδέες κι όμως ο δίσκος καταλήγει να διχάζει. Ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, αναρωτιέμαι τι πήγε στραβά εδώ και τελικά το αποτέλεσμα, αντί να ενθουσιάζει ολοκληρωτικά, σε βάζει σε σκέψεις σχετικά με το πόσο καλύτερο θα μπορούσε να είναι.

Πραγματικά, ακούγοντας το εναρκτήριο "Secrets" λες «εδώ είμαστε», μιας και η εν λόγω σύνθεση είναι ένα από τα καλύτερα εναρκτήρια κομμάτια δίσκου σε ολόκληρη την πορεία τους. Όσο κυλάει όμως το άλμπουμ, τα σκωτσέζικα ντους διαδέχονται τις πραγματικά ενδιαφέρουσες στιγμές και τούμπαλιν, με αποκορύφωμα το 12-λεπτο "Knights Of The 21st Century", το οποίο (αγνοώντας την αχρείαστα μεγάλη εισαγωγή του) ξεκινάει με ένα εξαιρετικό main riff, μέσα στην επικότητα και την mid tempo πώρωση, για να εξελιχθεί σε... τίποτα. Ακριβώς, καμία εξέλιξη, καμία αναλαμπή έπειτα, με τον Cans και τα όμορφα σόλο να διασώζουν κάπως το κομμάτι, που όμως είναι αναίτια μεγάλο και αντί για ένα μεγαλειώδες κλείσιμο, προσφέρει προβληματισμό και δεύτερες σκέψεις.

Ωστόσο, τα καλά σημεία του άλμπουμ εν τέλει υπερισχύουν των υπολοίπων, ποιοτικά και ποσοτικά, δείχνοντας τους Hammerfall να συγκλίνουν και πάλι λίγο παραπάνω στην power metal πλευρά τους, έπειτα από το πιο heavy metal-άδικο "Crimson Thunder". Τέλος, η συνεργασία που ξεκίνησαν στο προηγούμενο δίσκο με τον Samwise Didier (art director της Blizzard Entertainment) συνεχίζεται κι εδώ, με τον εντυπωσιακό σχεδιασμό του Hector να παραπέμπει ευθέως στον ψηφιακό κόσμο του World Of Warcraft.

 

 
Hammerfall - Infected

Infected​
(Nuclear Blast, 2011)

Κακό άλμπουμ δεν το λες. Αδιάφορο ίσως, αλλά ούτε αυτό μοιάζει το μεγαλύτερο πρόβλημα του "Infected". Αυτό που όντως αποτέλεσε πρόβλημα ήταν οι βεβιασμένες, σχεδόν καταναγκαστικές κινήσεις της μπάντας για ένα ακόμη πιο εμπορικό αποτέλεσμα, το οποίο βαπτίστηκε ψευδώς με την ταμπέλα του πειραματισμού και της καλλιτεχνικής προόδου.

Προς θεού, κανείς απ’ όσους ακούνε την μπάντα δεν προβληματιζόταν με την εμπορική απήχηση που είχε και τις κινήσεις που γίνονταν κατά καιρούς, προς εκείνη την κατεύθυνση. Εδώ, όμως, το σχήμα μοιάζει να μην ξέρει τι θέλει, όντας αποπροσανατολισμένο για την κατεύθυνση που θα έπρεπε να πάρει. Από τη μία, ρισκάρει με απλούστερες συνθέσεις, με περισσότερο όγκο και groove, διαφορετικό παραγωγό (ο Charlie Bauerfeind αποτελεί παρελθόν και η παραγωγή αναλαμβάνεται από την μπάντα και τον James Michael) και απουσία του Hector από το εξώφυλλο, για χάρη μιας «σοβαρότερης» αισθητικής.

Από την άλλη, όμως, δεν πιστεύει πραγματικά πως αυτή η «στροφή» θα του βγει, καθώς αλλού το άλμπουμ είναι πιο σύγχρονης συνθετικής οπτικής, αλλού ακολουθείται η γνωστή πεπατημένη και μέσα σ’ όλα έχουμε και μια διασκευή στο "Hol Van A Szo" των Pokolgep, υπό τον τίτλο "Send Me A Sign", εξαιρετική μεν, αλλά που σε κάνει κι αναρωτιέσαι ακόμη περισσότερο για τους σκοπούς της κυκλοφορίας.

Άλλωστε, από το εναρκτήριο "Patient Zero" φαίνεται η συνθετική σύγχυση που επικρατεί στο συγκρότημα, αφού το κομμάτι ξεκινάει, παρουσιάζοντας την πιο σύγχρονη και groovy οπτική που είπαν να ακολουθήσουν, αλλά κάπου στη μέση του το μετανιώνουν, γυρίζοντας στις γνωστές power metal φόρμες τους.

Για να μην μακρηγορούμε, ακούστε το "Hol Van A Szo" και την εδώ διασκευή του, ακούστε και την υπόλοιπη δισκογραφία του γκρουπ κι έπειτα, αν αντέχετε τις κυκλοθυμικές καταστάσεις, ρίξτε μια «αυτιά» και στο "Infected".

 

 
Hammerfall - Gates Of Dalhalla

Gates Of Dalhalla​
(Nuclear Blast, 2012)

Αρχικά σκεφτόμουν να προτείνω το "One Crimson Night" του 2003, το οποίο συνοψίζει τη χρυσή τους περίοδο με περιεκτικότατο τρόπο. Ωστόσο, το "Gates Of Dalhalla" μοιάζει σαν κυκλοφορία σαφώς πιο ξεχωριστή. Ηχογραφημένο σε ένα παλιό λατομείο στην πόλη Dalhalla (τον πιάνετε το συνειρμό, έτσι;), με συμμετοχές των Mikael Stanne, Jesper Stromblad και Stefan Elmgren κι ένα τεράστιο setlist δύο και πλέον ωρών, η εμφάνιση τους αυτή αναμφίβολα αξίζει τον χρόνο του κάθε οπαδού, καθώς καλύπτει ολόκληρη την μέχρι τότε πορεία τους, από τα πρώτα, underground χρόνια μέχρι την τωρινή, εδραιωμένη φάση τους.

A Compilation

Όπως και η επιλογή και κατάταξη των δίσκων τους ήταν αρκετά δύσκολη, επιδεχόμενη αρκετές ενστάσεις αναλόγως το προσωπικό γούστο, έτσι και η διαλογή των πιο ξεχωριστών από τα τραγούδια της έως τώρα πορείας τους, μοιάζει με σπαζοκεφαλιά. Έτσι, αποφεύγοντας να παραθέσουμε μονάχα τα hits τους ανά τους καιρούς, επιλέχθηκαν κομμάτια από κάθε άλμπουμ μέχρι σήμερα, ώστε να καλυφθεί με τον καλύτερο τρόπο η διαδρομή των Hammerfall από τα πρώτα χρόνια ως το παρόν.

1. The Dragon Lies Bleeding (Glory To The Brave)
2. Hammerfall (Glory To The Brave)
3. Glory To The Brave (Glory To The Brave)
4. Renegade (Renegade)
5. Living In Victory (Renegade)
6. The Champion (Renegade)
7. Hearts On Fire (Crimson Thunder)
8. Hero’s Return (Crimson Thunder)
9. Legacy Of Kings (Legacy Of Kings)
10. Let The Hammer Fall (Legacy Of Kings)
11. Last Man Standing (Steel Meets Steel - Ten Years Of Glory)
12. Any Means Necessary (No Sacrifice, No Victory)
13. Rebel Inside (Threshold)
14. Hector’s Hymn ((r)Evolution)
15. Secrets (Chapter V: Unbent, Unbowed, Unbroken)
16. Send Me A Sign (Infected) 
17. Built To Last (Built To Last)

  • SHARE
  • TWEET