Ο «πόλεμος» του remixing και του remastering

Η αξία των remixed/remastered επανεκδόσεων και η ειδική περίπτωση του "Grand Declaration Of War" των Mayhem

Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 20/12/2018 @ 13:24

Αφορμή για το κείμενο αυτό, είναι φυσικά η επιλογή των θρυλικών Νορβηγών Mayhem να επανακυκλοφορήσουν, ως μέλος μια τρομερής συλλογής, τον δεύτερο ολοκληρωμένο δίσκο τους, "Grand Declaration Of War" που κυκλοφόρησε αρχικά το 2000, με νέο εξώφυλλο, παραγωγή και μίξη. Το παρόν κείμενο, δεν επιχειρεί ούτε να καταδικάσει ούτε να επικροτήσει αυτή την άποψη, καθώς και ούτε να στήσει στον τοίχο όσες παρόμοιες προσπάθειες έχουν γίνει από άλλους καλλιτέχνες. Αν υπάρχει κάποιος σκοπός, που καλείται να ξεκαθαριστεί εξαρχής, είναι πως δεν υπάρχει μονομερές κριτήριο τέτοιων κινήσεων από καλλιτέχνες, ούτε αυστηρή μέθοδος διαχωρισμού των συνόρων μεταξύ των διπόλων καλλιτέχνης - δημιούργημα και πομπός - δέκτης.

Ήταν νωρίτερα μέσα στη χρονιά, όταν οι Metallica ανακοίνωναν πως θα κυκλοφορήσουν με αφορμή τα 30 χρόνια από την κυκλοφορία του, το "...And Justice For All" με νέα παραγωγή. Όσοι διάβασαν τότε την είδηση, μεταξύ αυτών και ο γράφων, αναρωτήθηκαν το εξής άμεσο. Το μπάσο του Newsted θα ακουστεί; Θα αποδοθεί επιτέλους δικαιοσύνη και για τον Jason Newsted; Από τα δείγματα που κυκλοφόρησαν έγινε σαφές από την πλευρά των Metallica, πως η νέα παραγωγή, θα δίνει πιο βάθος στα όργανα και θα ακούγονται πιο βαθιά και υψηλότερα στην μίξη. Ενώ δηλαδή το τελικό αποτέλεσμα είχε αυξημένα ας πούμε τα μπάσα, το μπάσο του Newsted εξακολουθούσε να μην αναδεικνύεται σε σχέση με τις κιθάρες και τα τύμπανα.

Για τη γενιά μου, που δεν πρόλαβε την κυκλοφορία κλασικών αριστουργημάτων της heavy metal, οι επανακυκλοφορίες των δίσκων είναι ένα απρόσμενο δώρο τόσο για την απόκτηση των δίσκων καθαυτών, όσο και για την διάδοση του αισθήματος να προσεγγίζεται φυσικά και αισθητικά μια μουσική κυκλοφορία. Πολλά από τα CD της συλλογής μου, λόγω μέσων και ηλικίας, είναι remasters και επανεκδόσεις των πρωτότυπων. Οι δίσκοι από Nirvana, ως τις δισκογραφίες των Megadeth, των Death και των Pantera, είναι αυτοί των αντίστοιχων επανεκδόσεων τους, που αρκετές φορές συνοδεύονται και με την νέα παραγωγή, χαρακτηριστικό της προηγούμενης δεκαετίας, όπου όλα πρέπει να ακούγονται πιο καθαρά και δυνατά. Φυσικά αυτό από μόνο του δεν λέει κάτι. Προσωπικά θεωρώ πως οι remaster εκδοχές των κλασικών Megadeth δίσκων ή ακόμη και αυτές των Iron Maiden από το 1998, ή και των δυο πρώτων δίσκων του Ozzy,  ακούγονται υποδεέστερες  των αυθεντικών, σε σημείο που η επεξεργασία αφαιρεί από την αρχική τους σημειολογία και το πνεύμα της εποχής.

Nevermore - Enemies Of Reality (Remastered)

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου αυτή η προσέγγιση μου έδωσε πολύ καλά δείγματα. Η επανέκδοση του "Enemies Of Reality" των Nevermore, δικαίωσε μουσικά τον δίσκο και διόρθωσε το αρχικό αποτέλεσμα. Πριν λίγα χρόνια, η Earache Records κυκλοφόρησε τις κλασικές της κυκλοφορίες από τα '90s με ένα remaster full Dynamic Range. Το αποτέλεσμα, όπως και σε παρόμοιες περιπτώσεις, μαρτυράει δυο πράγματα. Πρώτον, μπορεί ένας δίσκος να μην χάσει τίποτα από την ιστορικότητά του και να μην αποκοπεί από τις συνθήκες που τον γέννησαν, με προσεκτική επεξεργασία κυρίως ως προς το εύρος της έντασης του (ένα σύνηθες φαινόμενο αυτών των επεξεργασιών), και πως κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τον καλλιτέχνη ή όποιον διατηρεί τα πνευματικά δικαιώματα, στο να προχωρήσει για τους λόγους του σε μια τέτοια κίνηση.

Πώς όμως θα έπρεπε ο ακροατής να αντιμετωπίσει τέτοιες κινήσεις; Το κείμενο αυτό όπως αναφέρθηκε, δεν προσπαθεί να δείξει το πώς. Αυτό επαφίεται στο προσωπικό γούστο του καθενός. Το κείμενο δεν αποσκοπεί επίσης, και στην δημιουργία μιας καταναλωτικής ηθικής. Ένα έργο είναι συνδεδεμένο με τις συνθήκες, κοινωνικές ιστορικές και καλλιτεχνικές που το γέννησαν. Είναι συνδεδεμένο και με τον καλλιτέχνη και τα μέσα και το όραμά που είχε όταν το συλλάμβανε στην φαντασία του και το εκτελούσε. Όμως η σύνδεση αυτή δεν είναι αυστηρή. Γιατί δεν είναι η μοναδική. Μερικά έργα όπως πολλοί από τους δίσκους που προαναφέρθηκαν, είναι διαχρονικά, κλασικά και ανέγγιχτα ακριβώς γιατί υπερπήδησαν τις συνθήκες που τα γέννησαν και άγγιξαν ανθρώπους από διαφορετικές εποχές, διαφορετικές κοινωνίες, με διαφορετικά βιώματα. Συνεπώς, ο δέκτης καθορίζει το μήνυμα σε σημαντικό βαθμό, σχεδόν εξίσου όσο και ο πομπός. Όχι, το έργο δεν αποκόπτεται από τον καλλιτέχνη, ούτε γίνεται συλλογική ιδιοκτησία του κοινού του. Το έργο διατηρεί μέσα στις λεπτομέρειες και τις παραμέτρους του τα στοιχεία που το δημιούργησαν, ενώ οι συμβολισμοί και η ποιότητα του επεκτείνονται από την αξία που του δίνει ο εκάστοτε δέκτης, ο εκάστοτε ακροατής. Η συνολική αυτή πολύπλευρη θέσμιση σημασιών, ίσως να είναι ο χαρακτήρας και η ταυτότητα ενός έργου τέχνης.

Ήρθε η ώρα να μεταφερθεί η συζήτηση στον εν λόγω δίσκο. Γιατί να γίνει αφορμή για ένα τέτοιο κείμενο; Ας ξεκαθαρίσει λίγο η εποχή κάτω από την αρχική του κυκλοφορία. Οι Mayhem, μετά τα όσα συνέβησαν την προηγούμενη δεκαετία, που τους ανέδειξαν σε καθοριστικό συγκρότημα για έκρηξη του black metal, έχοντας στο βιογραφικό τους όσα συνέβησαν εντός και εκτός μουσικής, είχαν κυκλοφορήσει το τρομερό "Wolf's Lair Abyss" EP. Η αρχή της νέας δεκαετίας, έβρισκε το νορβηγικό black metal  σε σημείο καμπής. Οι αλλαγές στην κατεύθυνση είχαν αρχίσει να φαίνονται από κυκλοφορίες όπως το μνημειώδες "666 International" των Dodheimsgard, οι Ulver προηγουμένως είχαν εισάγει ηλεκτρονικά και trip hop στοιχεία ξορκίζοντας πολλά μεταλλικά με το "Themes For William Blake's The Marriage Of Heaven And Hell"οι Satyricon κυκλοφορούσαν το "Rebel Extravaganza" σηματοδοτώντας την αλλαγή πορείας που θα ακολουθούσε, οι Darkthrone αποκήρυτταν την τότε κατάσταση του black metal, ενώ οι Thorns προετοίμαζαν το ομώνυμο αριστούργημα που θα κυκλοφορούσε την επόμενη χρονιά.

Οι Mayhem, όντας ανέκαθεν πραγματικά πρωτοπόροι, αφουγκράστηκαν τις αλλαγές που έφερνε η νέα δεκαετία σε διάφορους τομείς. Η γενικότερη έξαρση της προηγούμενης δεκαετίας σε σύγκριση με την ξέφρενη δεκαετία του 1980, έδινε την θέση της, στο άτομο, στην μονάδα αντί για το σύνολο, στο συγκρότημα αντί για την σκηνή. Όλα αποδομούνταν με τρομερές ταχύτητες, οι νοηματικοί συσχετισμοί άλλαζαν διαρκώς και η καθολική αμφισβήτηση της νέας πραγματικότητας ήταν γεγονός. Οι ίδιοι οι Μayhem εμφανίζονταν ως πρεσβευτές της Νιτσε-ικής φιλοσοφίας, πέρα από το καλό και το κακό, από το εξώφυλλο ως τους στίχους του νέου τους δίσκου έκαναν επιθέσεις σε κάθε χριστιανική και ηθικά αδύναμη αξία, έδιναν βάρος στην δύναμη της θέλησης ενάντια στην πνευματική ασθένεια. Όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ, η ψυχρή παραγωγή, τα, περίεργα για Mayhem, φωνητικά του Maniac, η σχεδόν Voivod, προοδευτική κιθαριστική  προσέγγιση του Blasphemer τα κλινικά και πάνω από όλα drums του Hellhammer, η υποβάθμιση του μπάσου του Necrobutcher και γενικά η αίσθηση πως ο δίσκος είναι πολύ μακριά από τις νόρμες, απομονωμένος και κυκλοφορεί υπό το όνομα Mayhem χωρίς να θυμίζει σε τίποτα Mayhem του παρελθόντος, οδήγησαν σε ένα διχασμό στις τάξεις των οπαδών τους. Αυτό όμως δεν παραμερίζει το γεγονός πως ο δίσκος, ήταν πρωτοπόρος, προοδευτικός μέσα στις ατέλειες του, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στο ιδίωμα.

Η φετινή remastered και remixed εκδοχή, λειτουργεί όχι τόσο βάση του πλαισίου της εποχής αυτής, όσο κυρίως βάση του καθαρού αποτελέσματος. Το "Grand Declaration Of War" του 2018, δείχνει πως αποσκοπεί στο να διορθώσει τις ηχητικές του ατέλειες. Καλύτερος ήχος στα τύμπανα, αυξημένα τα μπάσα, πιο ζεστός και οργανικός ήχος, μακριά από τον ψυχρό και απόμακρο του 2000. Αυτό οδηγεί στο να φωτίζονται οι μουσικές πτυχές πολλών συνθέσεων, να φαίνεται καλύτερα η δουλειά στην ενορχήστρωση και το αποτέλεσμα να είναι ορθότερο μουσικά. Συνεπώς φαινομενικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Ίσα ίσα, κάποιος μουσικόφιλος θα θεωρούσε την εν λόγω κίνηση απολύτως σωστή και δίκαιη αφού αυτό που μετράει είναι η μουσική καθαυτή.

Εν κατακλείδι, το πρόβλημα, αν υπάρχει κάποιο, είναι πως δεν θα έπρεπε αυστηρά η κριτική να περιορίζεται στο αποτέλεσμα, στα 46 αυτά λεπτά από μόνα τους. Ο Νίτσε, στην εισαγωγή του στον Αντίχριστο, δηλώνει ευθαρσώς, πως αυτό το βιβλίο θα κατανοηθεί καλύτερα από όσους έχουν νιώσει πλήρως τον Ζαρατούστρα του. Για τον ίδιο τον Ζαρατούστρα, θεωρούσε πως είναι ένα βιβλίο που θα αποκτήσει λίγους ακολούθους, και θα εκτιμηθεί πολύ αργότερα από την εποχή του. Το "Grand Declaration Of War" του 2000, είναι ένας δίσκος που μέσα από το πλαίσιο από το οποίο προήλθε, ξέφυγε από την εποχή του όντας πραγματικά καινοτόμο και προοδευτικό, επιτρέποντας συνειδητά από την εκτέλεση και την παραγωγή του σε λίγους να το προσεγγίσουν. Αυτό του 2018, τρέχει να προλάβει την εποχή του, δηλαδή μια εποχή που η ηχητική ορθόλογικότητα παίζει καθοριστικότερο ρόλο ίσως από τις συνθήκες, που το αποτέλεσμα μετράει περισσότερο από ποτέ. Ο ακροατής, καλείται να ακούσει και τις δυο εκδοχές, να εμβαθύνει τόσο στο πνεύμα όσο και στη μουσική της κυκλοφορίας για να κατασταλάξει στο ποια επιθυμεί. Χωρίς καμία διάθεση πολεμικής διακήρυξης, η επανέκδοση, ενώ κερδίζει στην ανάδειξη των συνθέσεων και την καλύτερη ωρίμανση τους, χάνει στο ότι απομακρύνει τη μουσική καθαυτή από το συναίσθημα και τους σκοπούς που είχε υπηρετήσει αρχικά.

  • SHARE
  • TWEET