Wake up and smell the... Carcass: Αφιέρωμα

Από τον Φίλιππο Αλέκου, 02/07/2008 @ 04:04
Φέτος, για πρώτη φορά ζωντανά στη χώρα μας, θα εμφανιστούν οι Carcass. Η μπάντα από το Λίβερπουλ της Αγγλίας δημιουργήθηκε το 1985 από τον κιθαρίστα Bill Steer, υπό το όνομα Disattack, παίζοντας κυρίως hardcore/punk. Αφού κυκλοφόρησαν το πρώτο τους demo το '86 και ο τότε μπασίστας τους εγκατέλειψε τη μπάντα, δίνοντας τη θέση του στον Jeff Walker, αποφασίζουν την ίδια περίοδο να αλλάξουν και όνομα. Carcass από 'κει και έπειτα, με το logo να σχεδιάζεται από τον ίδιο τον Walker, και παράλληλα μπαίνει στη μπάντα ο drummer Ken Owen. Το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο demo με το νέο όνομα, με τίτλο "Flesh Ripping Sonic Torment", όπου τα φωνητικά έχει αναλάβει κάποιος ονόματι Sanjiv, αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Τον Ιούλιο του 1988 βλέπει το φως η πρώτη κανονική κυκλοφορία των Carcass. To "Reek Of Putrefaction" βγαίνει από την Earache και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις σχετικά με το περιεχόμενο του, αλλά και το προκλητικό εξώφυλλό του που λίγο αργότερα λογοκρίθηκε και αντικαταστάθηκε.

Power trio πλέον (αφού ο Sanjiv δεν έκανε ξανά την εμφάνιση του), με τα μέλη να μοιράζονται τα φωνητικά και να συναγωνίζονται σε ακρότητα. Παρά το σχεδόν πρωτόγονο αποτέλεσμα της πρώτης τους προσπάθειας και τη μέτρια παραγωγή, το "Reek Of Putrefaction" αποτέλεσε επιτομή για τον grindcore ήχο, ενώ εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο "goregrind" στο λεξιλόγιο των φαν του ακραίου. Κατάφερε, δε, να εντυπωσιάσει τον γνωστό παραγωγό John Peel που τους κάλεσε να ηχογραφήσουν ένα από τα πολλά και διάσημα "Peel Sessions".

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί ο δεύτερος τους δίσκος. Το "Symphonies Of Sickness" παρουσιάζεται τρομερά βελτιωμένο σχετικά με τον προκάτοχο του. Έκτος από την αισθητά καλύτερη παραγωγή που επιμελήθηκε ο Colin Richardson, παρατηρείται και σημαντική βελτίωση στο συνθετικό τομέα. Παρότι η μπάντα εμμένει στην ίδια grindcore κατεύθυνση, τα τραγούδια είναι μεγαλύτερα σε διάρκεια, με ορισμένα αργά σημεία, ενώ εισάγονται και κιθαριστικά solo. Το concept παρ' όλα αυτά παραμένει το ίδιο. Gore θεματολογία, στίχοι και τίτλοι κομματιών βγαλμένοι από βιβλία ιατρικής και ακόμα ένα λογοκριμένο εξώφυλλο συνθέτουν το παζλ.

Η μπάντα ξεκινά περιοδεία για την προώθηση του "Symphonies..." και ενώ μέχρι τότε συνέχιζε ως trio, στο δεύτερο σκέλος του tour αποφασίζει να πάρει ένα δεύτερο lead κιθαρίστα. Ο Michael Amott από tour session member προάγεται σε μόνιμο μέλος και οι Carcass προχωράνε στην ηχογράφηση νέου δίσκου.

Το "Necroticism-Descanting The Insalubrious" τελικά κυκλοφορεί το '91 και η μπάντα έχει αυτή τη φορά στρέψει τους μουσικούς ορίζοντες της προς το «καθαρό» death metal. Πιο πολύπλοκες συνθέσεις, περισσότερα solo από το νέο κιθαρίστα και καταιγιστικά ρυθμικά μέρη από τους υπόλοιπους συνθέτουν τα οκτώ κομμάτια καταιγιστικού brutal death που περιλαμβάνονται στο "Necroticism". Την παραγωγή επιμελείται για ακόμα μια φορά ο Colin Richardson και ο δίσκος αποδεικνύεται πραγματικά ένα αριστούργημα για το είδος του. Η μπάντα κερδίζει ολοένα και περισσότερη δημοτικότητα και ο δίσκος υποστηρίζεται από εκτενείς περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική, ενώ αποτέλεσε και μέρος του θρυλικού "Gods of Grind" tour μαζί με τους Cathedral, τους Entombed και τους Confessor.

Δύο χρόνια και δύο ep μετά, οι Carcass κυκλοφορούν τον πιο αμφιλεγόμενο δίσκο στην ιστορία τους. Το "Heartwork" βλέπει φως τον Οκτώβριου του 1993 και πολλές αλλαγές φαίνεται να έχουν επέλθει στη φιλοσοφία της μπάντας. Το εξώφυλλο, που απεικονίζει ένα γλυπτό του H.R. Giger, και ο τίτλος είναι ενδεικτικά αυτής της αλλαγής.

Η gore θεματολογία έχει περιοριστεί σημαντικά και έχει αλλάξει η μουσική κατεύθυνση ακόμα μία φορά. Τα τραγούδια διατηρούν κάποια death metal στοιχεία, αλλά είναι επίσης πιο μελωδικά και αρκετά πιο heavy, ενώ και οι δομές τους σε σημεία είναι πιο απλοϊκές. Ανεξάρτητα από τις πολλές απόψεις που διατυπώθηκαν για τον δίσκο, το "Heartwork" έμελλε να είναι ένα από τα πρώτα album μοντέρνου μελωδικού death metal -ίσως το καλύτερο αυτών- και σίγουρα είναι μία από τις κορυφαίες δουλειές της μπάντας.

Αμέσως μετά την κυκλοφορία του "Heartwork", η Columbia Records τους προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο, ελπίζοντας προφανώς ότι ο επόμενος δίσκος θα γνώριζε ανάλογη επιτυχία με τους προηγούμενους. Κάπου εκεί όμως τα πρώτα προβλήματα χτύπησαν την πόρτα των Βρετανών. Ο Michael Amott αποχωρεί από το γκρουπ αμέσως μετά την ηχογράφηση του "Heartwork" και αντικαθίσταται προσωρινά από τον Mike Hickey. Μέσα στο 1994, και με τον Carlo Regadas τελικά στην κιθάρα, μπαίνουν στο στούντιο και ξεκινάνε την ηχογράφηση του πέμπτου και τελευταίου, όπως αποδείχθηκε, δίσκου τους.

Με παραγωγό για ακόμα μία φορά τον Colin Richardson, η μπάντα ξεκινά την ηχογράφηση, μια διαδικασία που κράτησε περίπου έξι εβδομάδες και με μέτρια αποτελέσματα, προκαλώντας την αντίδραση της δισκογραφικής, η οποία απέσυρε αρχικά την υποστήριξη στο γκρουπ. Τελικά, λόγω των πολλών προβλημάτων και συγκρούσεων με τη Columbia, οι Carcass επιστρέφουν στην προηγούμενη «στέγη» τους, τελειώνουν το δίσκο και αποφασίζουν να διαλύσουν τη μπάντα, πριν καλά καλά το "Swansong" (όπως πολύ σοφά ονομάστηκε) κυκλοφορήσει από την Earache. Το Μάιο του 1995 δηλαδή. Ο δίσκος, ίσως ο πιο αδύναμος της μπάντας, έδειξε ξεκάθαρα (μαζί με τα μετέπειτα project του καθενός) ότι τα μέλη πλέον είχαν στρέψει την προσοχή τους σε άλλες μουσικές εκφράσεις. Παρά την απότομη διάλυση και την απουσία έστω και μίας υποτυπώδους περιοδείας, το "Swansong" πούλησε αρκετά και μπήκε στα αγγλικά charts.

Από εκεί και πέρα ο καθένας ακολούθησε διαφορετικό δρόμο. Οι Ken, Jeff και Carlo σχημάτισαν τους Blackstar μαζί με τον πρώην μπασίστα των Cathedral, Mark Griffiths, και κυκλοφόρησαν το "Barbed Wire Soul", ένα δίσκο που άνετα θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει ως τη φυσική συνέχεια του "Swansong" και των Carcass. Οι Blackstar δυστυχώς δεν κράτησαν αρκετά, αφού μετά την εγκεφαλική αιμορραγία που υπέφερε ο Ken Owen διέλυσαν. Ο Amott ασχολήθηκε με τη δημιουργία των Arch Enemy και του stoner project του, τους Spiritual Beggars, ενώ ο Bill Steer αποτέλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη, δημιουργώντας το 1999 το blues rock trio Firebird.



Και ενώ τα χρόνια περνούσαν και η απουσία των Carcass από τη σκηνή ήταν αισθητή (όντας ένα τόσο επιδραστικό γκρουπ), έρχεται το 2007 η ανακοίνωση από τον Michael Amott ότι τζαμάρει με τους Steer και Walker σε κομμάτια της μπάντας, έχοντας στα drums τον Daniel Erlandsson, αφού τα προβλήματα υγείας δεν επιτρέπουν στον Ken Owen να παίξει μαζί τους. Αφήνει ακόμα ανοιχτό το ενδεχόμενο να κάνουν κάποια reunion shows, αρκεί να βρεθούν ελεύθερες ημερομηνίες, ημερομηνίες οι οποίες τελικά ανακοινώνονται από το καλοκαίρι του 2008 και μετά. Εμείς απλά αναμένουμε την εμφάνιση τους στην Ελλάδα και περιμένουμε να δούμε πως θα συνεχιστεί αυτό το νέο κεφάλαιο στην ιστορία τους.



Φίλιππος Αλέκου
  • SHARE
  • TWEET