The Wall: The warm thrill of confusion

Από τον Κώστα Σακκαλή, 05/07/2011 @ 15:24
...we came in

Για να ξεκινήσουμε με τα δύσκολα, το "The Wall" είναι το πιο μεγαλεπίβολο συνολικά έργο που δημιούργησε ποτέ η pop (με την έννοια του popular) κουλτούρα. Μία προσπάθεια να συνενωθούν υπό ένα όραμα Τέχνες όπως η Μουσική, η Ποίηση, η Σκιτσογραφία, ο Κινηματογράφος, το Θέατρο, ακόμα και η Αρχιτεκτονική, αν θέλετε, με την έννοια της Σκηνογραφίας. Γεννήθηκε, δε, από τους εσωτερικούς δαίμονες ενός ανθρώπου για να εκφράσει πρώτα και κύρια τις δικές του ανησυχίες, τη δική του πραγματικότητα, με την οποία εκ των υστέρων συνδέθηκαν εκατομμύρια κόσμου. Και παρ' όλα αυτά, δε βρίσκεται ούτε στην πρώτη τριάδα των καλύτερων άλμπουμ που έχουν δημιουργήσει οι Pink Floyd.

Μετά από την προβοκατόρικη προηγούμενη παράγραφο, ας πάρουμε τα πράγματα με μία σειρά. Το 1977 οι Pink Floyd με το "Animals" κατακτούν μία ακόμα κορυφή, με ένα έργο εμπνευσμένο από τη "Φάρμα Των Ζώων" του Τζωρτζ Όργουελ. Το συγκρότημα, που ξεκίνησε υπό τη δημιουργική τρέλα του Syd Barrett ως το Νο1 underground βρετανικό σχήμα, έχασε τον ηγέτη του, τον αντικατέστησε με ένα φίλο του και συνέχισε να πορεύεται, περισσότερο σύνολο παρά ποτέ, με κληρονομιά το όραμα του Barrett. Όλα αυτά μέχρι το "Dark Side Of The Moon". Εκεί κάπου αρχίζει να διαφαίνεται η ηγετική (και ηγεμονική ίσως) στάση αλλά και έμπνευση του Roger Waters. Δεν ήταν τόσο η συνθετική του μαεστρία που τον αναγάγει στην άρχουσα προσωπικότητα στις τάξεις των Pink Floyd, αν και, αναντίρρητα, όταν τα τραγούδια τους έγιναν λιγότερο αυτοσχεδιαστικά και περισσότερο δομημένα, η τραγουδοποιία του αποδείχθηκε ανώτερη των υπολοίπων τριών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ήταν το καθαρό όραμα και η συνολική αντίληψή του για το κάθε άλμπουμ των Pink Floyd ως έργο-κατάθεση αυτά που του δίνουν τα ηνία του συγκροτήματος. Από το "Dark Side Of The Moon", που αποτελεί μία σπουδή στα σκοτεινά μέρη του ανθρώπινου ψυχισμού, μέχρι το "Wish You Were Here", που αποτελεί μία εκ των έσω κριτική στη μουσική βιομηχανία με αφορμή τη ζωή του Barrett, και από εκεί στο "Animals", που είναι μία ματιά στις κοινωνικές τάξεις και το πώς αντιδρούν στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, η αναλυτική ματιά του Waters μετατρέπει την κάθε κυκλοφορία των Pink Floyd σε μία δήλωση. Δεν ήταν οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που το επιχείρησαν, είναι, όμως, σίγουρα οι μοναδικοί που παράλληλα κατάφεραν να κατακτήσουν ασύλληπτες εμπορικές κορυφές και τεράστια καλλιτεχνική αναγνώριση ταυτόχρονα με την κυκλοφορία concept δίσκων (με μία ευρύτερη έννοια) με «δύσκολη» θεματολογία.

Nothing is very much fun any more

Από την κυκλοφορία του "Animals" και μετά, όμως, πολλά αλλάζουν και με ταχύτατους ρυθμούς. Το punk κίνημα στη Βρετανία ακμάζει και αρχίζει να παρακμάζει σχεδόν το ίδιο απότομα. Τα μεγάλα συγκροτήματα που κυριάρχησαν στην προηγούμενη δεκαετία βρίσκονται υπό διάλυση ή αναζήτηση ταυτότητας, ενώ, σε απόλυτη αντιστοιχία, και τα μουσικά κινήματα της εποχής καταρρέουν ή συναντούν την αδιαφορία του κοινού. Η γιγάντωση της μουσικής βιομηχανίας έχει ήδη δημιουργήσει νέα ήθη, με τις τεραστίων διαστάσεων συναυλίες σε γήπεδα να είναι ένα από τα πιο βασικά. Τόσο μάλιστα που επηρεάζουν και τη μορφή της μουσικής, η οποία συχνά γράφεται με ακριβώς αυτόν το σκοπό, να μπορεί να ακούγεται ευχάριστα στους μεγάλους και απρόσωπους χώρους (το λεγόμενο stadium rock).

Αλλά και στο εσωτερικό των Pink Floyd τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Στο απόγειο της δημοτικότητάς τους καταφέρνουν να έχουν ...οικονομικό πρόβλημα! Οι λάθος επενδυτικές κινήσεις και η υπέρογκη φορολογία που επιβάλλει το βρετανικό κράτος τους αναγκάζουν να γίνουν μετανάστες και να δηλώσουν μόνιμοι κάτοικοι άλλων χωρών (οι Wright και Gilmour, μάλιστα, της Ελλάδας). Επιπλέον, ξεκάθαρα, αρχίζουν να διαφαίνονται δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Από τη μία οι Gilmour και Wright βρίσκουν όλο και πιο αυταρχική την αυξανόμενη κυριαρχία του Waters, από την άλλη ο τελευταίος εκνευρίζεται όλο και περισσότερο με τη μειωμένη μουσική συνεισφορά των υπολοίπων αλλά και την αδυναμία τους να ακολουθήσουν τις ιδέες του. Φυσικά, όπως συνήθως συμβαίνει, έχουν και τα δύο μέρη δίκιο. Πολλά προβλήματα διανύουν στην προσωπική τους ζωή, με τον Rick Wright να έχει σοβαρά θέματα στο γάμο του, ενώ ο ήδη διαζευγμένος Waters, όπως ο ίδιος ομολογεί αργότερα, απλά δεν απολάμβανε πλέον τις δραστηριότητές του και την τροπή που έπαιρνε η μουσική του ζωή. Ακραία εκδήλωση του γεγονότος αυτού ήταν και η αντίδρασή του κατά την περιοδεία για την προώθηση του "Animals", όταν και αγανακτισμένος με την συμπεριφορά ενός θεατή τον έφτυσε, προς έκπληξη τόσο του θύματος όσο και του θύτη. Αυτό που δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό είναι ότι, στην ίδια συναυλία, ο Gilmour αρνείται να παίξουν το συνηθισμένο τους encore, ακριβώς λόγω και της δικής του δυσφορίας με το κοινό. Όμως αυτό το περιστατικό θέτει σε κίνηση περίεργους τροχούς στο μυαλό του Waters.

Υπό αυτές τις συνθήκες συλλαμβάνει δύο ιδέες με σκοπό η μία να γίνει η επόμενη δουλειά των Pink Floyd και η άλλη η πρώτη, ουσιαστικά, προσωπική του και τις παρουσιάζει στους υπόλοιπους ώστε να διαλέξουν. Η μία αφορά την αλληγορική ιστορία ενός ταξιδιώτη και ενός ωτοστόπ και θα την προτιμήσει μόνο ο τότε μάνατζερ του συγκροτήματος, Steve O'Rourke. Η εξέλιξή της έμελλε να γίνει το προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο "The Pros And Cons Of Hitch-Hiking". Η δεύτερη είχε ως αφορμή έμπνευσης το περιστατικό που περιγράψαμε, αλλά εκτεινόταν πολύ πιο μακριά. Ήταν το απόσταγμα μίας πενταετίας συναυλιών σε στάδια, όπου πολλοί θεατές ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τη μουσική και περισσότερο εκτιμούσαν το χαβαλέ και τη μπύρα, όπου το συγκρότημα αδυνατούσε να επικοινωνήσει όπως θα ήθελε και όπου οι εμπορικές προοπτικές υπερίσχυαν των καλλιτεχνικών. Ο Gilmour αργότερα θα δηλώσει ότι τα demo των ιδεών που είχε στο κεφάλι του ο Waters ήταν ένα χάος, παρόλο που τα δούλευε ήδη περίπου 10 μήνες. Ακούγονταν ακριβώς τα ίδια, ήταν ανοργάνωτα και εντελώς ανεπεξέργαστα. Παρ' όλα αυτά, η ιδέα του μουσικού που έρχεται σε σύγκρουση με τους θεατές του φαίνεται ότι χτύπησε κάποια χορδή και στους υπόλοιπους και τη θεώρησαν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Βέβαια, ο Waters ήθελε να διηγηθεί πολλά παραπάνω από αυτό.

Αντλώντας κυρίως από τη δική του ζωή, αλλά και του Syd Barrett που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει στο μυαλό όλων, ο Waters θέλησε να δημιουργήσει ένα έργο πάνω στην αποξένωση του μουσικού από το κοινό και την αυταρχική συμπεριφορά που αυτή προκαλεί. Το τείχος λοιπόν ήρθε να συμβολίσει αυτή την απόσταση, αυτό το απροσπέλαστο εμπόδιο και, όπως ο ίδιος ομολογεί, αρχικά θεωρούσε ότι ήταν ένα κατασκεύασμα των οπαδών, που στην πραγματικότητα δεν καταλάβαιναν το συγκρότημα και τη μουσική του. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και βουτούσε βαθύτερα στα προσωπικά του βιώματα, αντιλήφθηκε ότι το τείχος ήταν δικό του κατασκεύσμα, χτισμένο τούβλο με το τούβλο (πληγή με την πληγή) κάθε στιγμή της ζωής του.

Α crack in the ice

Πριν την ώρα της ηχογράφησης αποφασίζει ο Waters ότι το project είναι πιο πολύπλοκο από τα προηγούμενα δεδομένα του συγκροτήματος και για αυτό, για πρώτη φορά από το ντεμπούτο τους, θα φωνάξουν για βοήθεια έναν εξωτερικό παραγωγό. Για τη θέση αυτή θα κληθεί ο Kαναδός Bob Ezrin, ο οποίος είχε ήδη τότε στους ώμους του τα γαλόνια της συνεργασίας με τον Alice Cooper, τον Peter Gabriel και τους KISS. Στις ταραγμένες όμως σχέσεις του συγκροτήματος ούτε αυτό θα «καθίσει» καλά με όλους. Συγκεκριμένα, ο Rick Wright θα επιμείνει να αναλάβει αυτός την παραγωγή στο άλμπουμ, μαζί με τους Waters και Gilmour. Η προσπάθειά του θα στεφθεί από αποτυχία. Ο Gilmour θα ομολογήσει ότι η παντελής έλλειψη αποτελεσματικότητας και συνεισφοράς του Wright, τόσο σε επίπεδο παραγωγής, όσο και μουσικής δημιουργίας, είχε εκνευρίσει τους πάντες. Ο Ezrin, από την άλλη, παραδέχεται ότι ο ίδιος ο Waters υπονόμευε τις προσπάθειές του. «Ήταν σα να τον έστηνε για να αποτύχει. Ήξερε καλά ότι δεν απέδιδε κάτω από ψυχολογική πίεση».

Αντίθετα, η δουλειά του Ezrin φαινόταν να είναι ακριβώς αυτή. Να λειτουργεί υπό πίεση και να εξομαλύνει τις σχέσεις των μελών, ενώ ταυτόχρονα να αποτελεί και το μουσικό σύμβουλο στα σχέδια του Waters. Μάλιστα, σε αυτόν οφείλονται καίριες επεμβάσεις που θα διαμορφώσουν τη σειρά των τραγουδιών στην τελική μορφή του άλμπουμ. Έσπρωξε, επίσης, τους Pink Floyd σε κατευθύνσεις που ποτέ δεν είχαν φανταστεί. Παράδειγμα είναι ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας του Gilmour στο "Another Brick In The Wall" και το "Run Like Hell". Προήλθε από την προτροπή του παραγωγού προς τον κιθαρίστα να ψαχτεί στο νέο (τότε) ήχο της disco μουσικής που είχε κατακλύσει τα club. Ο θρύλος μάλιστα λέει ότι ο Gilmour τελικά τον εμπνεύστηκε από το "Le Freak" των Chic και τον ήχο του Nile Rodgers.

Το "The Wall" όμως ήταν και παρέμενε το παιδί του Waters. Καμία παραχώρηση δε μπορούσε να γίνει σε αυτό και ο εγωισμός του λειτουργούσε στα άκρα. Ήταν τέτοια η μανία του, που όποτε οι υπόλοιποι του έφερναν κάποια αντίρρηση, πείσμωνε και την επόμενη ημέρα αντικαταστούσε το επίμαχο σημείο με κάτι πραγματικά ιδιοφυές, όπως θα παραδεχθεί πολύ αργότερα ο Gilmour. Αυτή η κατάσταση όμως θα φέρει τις σχέσεις του Waters με τον Ezrin στα άκρα, παρότι ο τελευταίος ήταν δική του επιλογή. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να είχε τινάξει το project στον αέρα, αλλά τους έσωσε το... καλοκαίρι. Ή καλύτερα τους περισσότερους...

Οι ηχογραφήσεις σταμάτησαν για τις διακοπές του συγκροτήματος και η επανέναρξή τους ήταν προγραμματισμένη για το φθινόπωρο, με σκοπό την παράδοση του άλμπουμ τον Οκτώβριο. Ο Waters όμως παρατήρησε ότι τα μέρη του Wright είχαν μείνει πίσω και ζήτησε από αυτόν και τον Ezrin να επιστρέψουν μία εβδομάδα νωρίτερα στο στούντιο για να καλύψουν το χαμένο χρόνο. Ο Wright, ούτε λίγο, ούτε πολύ, τον έστειλε στον αγύριστο, καθώς περνούσε δύσκολες στιγμές με το διαζύγιό του και ήθελε να βρίσκεται κοντά στα παιδιά του. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για τον Wright στο συγκρότημα αλλά και για τους Pink Floyd συνολικά. Ο Waters του δίνει τελεσίγραφο να τελειώσει τα μέρη του και κατόπιν να αποχωρήσει από το συγκρότημα, ειδάλλως θα απέσυρε το project. Τόσο ο «κατηγορούμενος», όσο και οι υπόλοιποι δύο θα αντιδράσουν ασθενώς στην ιδιοτροπία αυτή, αλλά τελικώς θα τη δεχτούν, αφού, αντικειμενικά, η οικονομική τους κατάσταση δεν άντεχε μία τέτοια κίνηση. Ο Wright ολοκλήρωσε τα μέρη του, αλλά με τη συμβολή τρίτων μουσικών, ενώ επίσης drums, συγκεκριμένα στο "Mother", θα κληθεί να παίξει ο περίφημος session μουσικός και μέλος των Toto, Jeff Porcaro, λόγω αδυναμίας του Mason εκείνη την περίοδο να παραστεί στο στούντιο. Με τον Ezrin και τον Waters μόνους πλέον να δουλεύουν τις τελικές μίξεις των τραγουδιών, προστέθηκαν ορχηστρικά μέρη υπό την επίβλεψη του Michael Kamen (γνωστού ενορχηστρωτή πολλών rock συγκροτημάτων, μέλος παλιότερα των New York Rock 'N' Roll Ensemble), ενώ την τελευταία στιγμή άλλαξε και η σειρά των τραγουδιών, με το "Hey You" να μπαίνει στην αρχή του δεύτερου δίσκου και το "What Shall We Do Now?" να αντικαθίσταται από το μικρότερο "Empty Spaces". Τόσο τελευταία στιγμή μάλιστα, που στις πρώτες κόπιες του δίσκου οι στίχοι των τραγουδιών εμφανίζονται λάθος, αφού τα εσώφυλλα είχαν ήδη τυπωθεί. Το artwork του δίσκου για πρώτη φορά δεν αναλαμβάνει η Hipgnosis, ενώ τα σκίτσα που περιλαμβάνονται ανήκουν στον Gerald Scarfe, που θα παίξει ακόμα πιο σημαντικό ρόλο στη συνέχεια.

Is there anybody in there?

Μεγάλη είναι η συμμετοχή στο άλμπουμ των διαφόρων ηχητικών εφέ που είχαν ήδη ξεκινήσει στο "Dark Side Of The Moon" και εδώ πλέον χρησιμοποιούνται τόσο οργανικά, που χωρίς αυτά η μουσική θα είχε μικρότερη αξία. Ο ήχος των αεροπλάνων, το σπάσιμο των αντικειμένων, η (ψευδ)αίσθηση του ζωντανά ηχογραφημένου κοινού αλλά και οι φωνές των χαρακτήρων, είτε αυτές είναι οι γυναικείες φιγούρες της ιστορίας, είτε οι παιδικές φωνές ή, τέλος, η παραμορφωμένη φωνή του Waters που αναλαμβάνει τους περισσότερους χαρακτήρες, από τον Pink μέχρι τον Δικαστή και το Δάσκαλο, είναι τα βασικότερα εξ αυτών. Όλα αυτά συντελούν στο να ξεφύγει το "The Wall" από το να θεωρείται ένα απλό concept άλμπουμ και να κινείται περισσότερο στην τύπου "Tommy" rock όπερα.

Τα κύρια πρόσωπα που εμφανίζονται στην ιστορία είναι:
Ο Pink (ενήλικας και παιδί): Βασισμένος σε ένα κράμα από προσωπικές εμπειρίες του Waters (κυρίως) και του Syd Βarrett (δευτερευόντως), μαζί με διάφορα rock-star κλισέ, αποτελεί τον κεντρικό ήρωα, του οποίου η ιστορία εξελίσσεται κατά τη διάρκεια μίας περιοδείας και με flashback από το παρελθόν του. Ο γιος του Roger, Harry Waters, υποδύεται με τη φωνή του τον νεαρό Pink.
Ο πατέρας του Pink: Αν και δε ακούγεται ποτέ, η παρουσία/απουσία του είναι αισθητή και κεντρικό σημείο σε ολόκληρο το δίσκο. Ο χαρακτήρας αυτός είναι φυσικά εμπνευσμένος από τον πραγματικό πατέρα του Waters και τα συναισθήματα που του δημιούργησε ο θάνατός του.
Η μητέρα του Pink: Κατ' ομολογία του ίδιου του δημιουργού του "Wall", η μητέρα που περιγράφει έχει ομοιότητες με την πραγματική του μητέρα, αν και σπεύδει να συμπληρώσει ότι «δεν έχει καμία σχέση με το τέρας που σχεδίασαν, ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος».
Η σύζυγος: Ξεκάθαρη απεικόνιση της πρώην συζύγου του Waters. Το περιστατικό της απιστίας και του τηλεφώνου είναι πραγματικά (η παρουσία του στο δίσκο όμως είναι από την ηχογράφηση ενός υπερατλαντικού τηλεφώνου του Waters προς τον ανυποψίαστο Mason, που του ζητούσε να μιλήσει με την κυρία Floyd!).
Ο δάσκαλος: Συμβολίκη απεικόνιση του εκπαιδευτικού συστήματος που αποδίδεται με τα ζωφερότερα χρώματα.
Ο δικαστής: Φανταστικό πρόσωπο, ακόμα και μέσα στην ιστορία του Pink. Ο τελευταίος τον κατασκευάζει στο μυαλό του ως την ανάγκη που θα τον καταδικάζει να σπάσει την απομόνωσή του.
Η «groupie»: Μία ωδή στην ανώνυμη συντροφιά της μίας βραδιάς για τους rock μουσικούς. Σκιαγραφείται μάλλον με συμπάθεια. Τη φωνή της δανείζει η ηθοποιός Trudy Young.

The Trial

Η ολοκλήρωση του άλμπουμ αποκαλύπτει πλέον και το τι υπήρχε στο μυαλό του Waters και που προηγούμενως μόνο ο Ezrin ήξερε στο πλήρες του σύνολο. Η καλύτερη περιγραφή θα ήταν ίσως αυτή της αυτοβιογραφικής ματιάς και της δημόσιας ψυχανάλυσης, ενώ στις αφορμές που προείπαμε ήρθαν να προστεθούν, και ίσως τελικά να υπερισχύσουν, άλλα βιώματα, όπως ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο ίδιος ήταν μόλις πέντε μηνών, η καταπίεση που ένιωθε στο αυστηρό βρετανικό σχολείο, καθώς και ο άσχημος χωρισμός με τη σύζυγό του. Πάνω σε αυτούς τους άξονες δημιουργήθηκε ο χαρακτήρας του Pink, με τις λεπτομέρειες που τον ντύνουν να αντλούν, πέρα από τον εαυτό του, είτε από υπάρχοντα πρόσωπα, είτε από γνωστά rock κλισέ.

Η κυκλοφορία ως single του "Another Brick In The Wall Part2", με τις παιδικές φωνές και το γνωστό σλόγκαν «We don't need no education», μπέρδεψε αρκετούς. Μην ξεχνάμε ότι, όπως είπαμε, βρισκόμαστε στην καρδιά του punk ξεσπάσματος, όπου οι επιθέσεις σε θεσμούς και πρόσωπα της βρετανικής (και όχι μόνο) κοινωνίας ήταν καθημερινότητα. Κι όμως, ακόμα και μέσα σε αυτό το σκηνικό, το πιο δυσοίωνο single που έχει φτάσει Χριστουγεννιάτικα στο Νο 1 των βρετανικών charts (τουλάχιστον μέχρι το προπέρσινο αλλά και «στημένο» "Killing In The Name" των Rage Against The Machine) αποτέλεσε μεγαλύτερο σοκ για τη συντηρητική βρετανική κοινωνία, που ξαφνικά βλέπει ένα mainstream και εγκεφαλικό συγκρότημα να επιτίθεται και μάλιστα με τόση απήχηση στο καμάρι των βρετανικών θεσμών, το εκπαιδευτικό σύστημα. Κι όμως, ο θόρυβος αυτός αδίκησε τελικά το άλμπουμ, αφού έκτοτε, και μέχρι σήμερα, ολόκληρος ο δίσκος ταυτίστηκε με το μήνυμα αυτό και εκλαμβάνεται από πολλούς ως ένα άλμπουμ κοινωνικής κριτικής και πολιτικής τοποθέτησης. Αν και, αναντίρρητα, τα στοιχεία αυτά υπάρχουν, στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον οι Pink Floyd τα έχουν εκφράσει πολύ πιο άμεσα (το "Animals" και το "Final Cut" είναι τα καλύτερα δείγματα). Το "The Wall" είναι ένα πολύ πιο εσωτερικό και προσωπικό έργο και οι περισσότερες αρνητικές κρίσεις προς αυτό προκύπτουν ακριβώς από αυτή την, ηθελημένη ορισμένες φορές, παρανόηση.

Ακόμα και μέχρι σήμερα συγγράφονται κείμενα που καταφέρονται εναντίον των δημιουργών αλλά και των θαυμαστών του, κατηγορώντας τους λίγο ως πολύ ως επιτηδευμένους επαναστάτες, εκ του ασφαλούς κριτές ή, στην καλύτερη, αφελείς ρομαντικούς. Εκφράζουν απόψεις ότι το "The Wall" είναι η ανθρωπιστική «σαλάτα» των Pink Floyd, όπου ανακάτεψαν λίγο αντιπολεμισμό, λίγο εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, λίγο αντιφασισμό και λίγο προσωπικό δράμα, προκειμένου να «πιάσουν» το κοινό, να μη μείνει κανένας ασυγκίνητος. Και προχωράνε παραπέρα, παρουσιάζοντας ως υπανάπτυκτους όσους τους αρέσει ή πολύ περισσότερο τους αγγίζει το "The Wall", ως θύματα της υπέρτατης μηχανής παραγωγής rock κουλτούρας, που με αυτό το δίσκο έφτασε, λένε, στο απόγειό της. (Πρόσφατα, μάλιστα, μπόρεσε να χωρέσει κάπου στα επιχειρήματά τους ακόμα και η γνώση περί της ποιότητας του τσίπουρου - αληθινό παράδειγμα, βγαλμένο από την ελληνική παράνοια!) Έχουν δίκιο; Μα φυσικά!

«Μα φυσικά», μόνο όταν μένεις στην επιφάνεια και δε μπορείς ή δε θέλεις (οπότε γιατί σχολιάζεις;) να δεις το "The Wall" όπως πραγματικά είναι, δηλαδή η κραυγή αγωνίας ενός φοβισμένου νέου ανθρώπου, που του δόθηκε η δυνατότητα, αλλά είχε και το θάρρος, να εκφράσει τον ψυχισμό του. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Είναι ο τρόπος που «σπάει» η φωνή του Waters στα σπαραχτικά falsetto του, που δίνει το μοτίβο για όλο το έργο. Πόσα είναι τα έργα που μιλάνε με τόση ειλικρίνεια, τόση ωμότητα και τόση απογύμνωση για την προσωπικότητα του καλλιτέχνη-δημιουργού; Προσέξτε, όχι κρυμμένα πίσω από συμβολισμούς, ούτε που να συνδέθηκαν εκ των υστέρων με κάποια στιγμή της ζωής του. Δε μιλάμε, καν, για τις (εξαιρετικές βεβαίως) περιπτώσεις "Blood On The Tracks" του Dylan «χώρισα, είμαι μελαγχολικός, θα βγάλω ένα δίσκο με τραγούδια χωρισμού» ή "Tonight's The Night" του Neil Young «πέθανε ο κιθαρίστας μου, ο επόμενος δίσκος μου θα είναι φόρος τιμής σε αυτόν». Έχουμε να κάνουμε με μία ανάλυση στα αίτια που διαμορφώνουν την ψυχολογία ενός ανθρώπου, και συγκεκριμένα ενός καλλιτέχνη, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία και περνώντας στη σχέση με το κοινό του και τη μουσική του. Ακόμα πιο σημαντικό ειναι, δε, ότι σε κανένα σημείο δεν προσπαθεί να εξωραΐσει τη συμπεριφορά του, να αποποιηθεί της ανθρώπινης διάστασής του ή να αποδώσει αλλού τις δικές του πράξεις. Εκτίθεται ευάλωτος και αποδομεί την εικόνα του, στρεφόμενος ακόμα και ενάντια στους οπαδούς του, φοβούμενος, τελικά, την επιρροή που έχει πάνω τους. Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο ίδιος σε μία αρχαίας τραγωδίας σύλληψη, ελπίζοντας στην κάθαρση και ενώ γνωρίζει καλά ότι δεν υπάρχει «από μηχανής Θεός». Σε μία τέτοια περίπτωση δε χρειάζεται καν να συμπαθείς το άτομο Waters για να εκτιμήσεις την πράξη του, ούτε και είναι αυτός ο σκοπός του. Με λίγα λόγια, κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που του καταλογίζουν. Επιτρέψτε μου να πω ότι αν ο Cobain (για παράδειγμα) είχε την έμπνευση ή το περιθώριο να κάνει κάτι αντίστοιχο, μπορεί και να ήταν ακόμα ζωντανός (και φυσικά να άκουγε την ίδια κριτική από τους ανθρώπους που προτιμάνε, μάλλον, τους «ήρωές» τους νεκρούς).

Υπάρχουν φυσικά και αυτοί που στέκονται στο μουσικό περιεχόμενο του άλμπουμ. Εδώ υπάρχει μεγαλύτερο μερίδιο δικαιοσύνης. Το "The Wall" είναι όντως ένας δίσκος που απέχει έτη φωτός από τους πειραματισμούς της πρώτης περιόδου τους αλλά και από τα καλλιτεχνικά standards που ακολούθησαν. Η μουσική είναι πολύ πιο απλοϊκή και προσανατολισμένη στην τραγουδοποιία, αλλά, παραδόξως, ακόμα και έτσι είναι μετρημένες οι συνθέσεις που θα μπορούσαν να σταθούν αυτόνομες εκτός του περιεχομένου του δίσκου. Οι περισσότερες δείχνουν μισοτελειωμένες ιδέες ή ιντερλούδια με συγκεκριμένο σκοπό. Για αυτό και το "The Wall" θα πρέπει να θεωρείται ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, οποιοδήποτε κομμάτι του οποίου και αν απομονώσεις θα υστερεί, όπως ένα κομμάτι παζλ από την εικόνα ολόκληρη ή μία κινηματογραφική σκηνή σε σχέση με τη συνολική ταινία. Είναι μία «rock όπερα», ένα είδος που στην πραγματικότητα πάντα είχε τις αντιφάσεις του και στο οποίο ήταν δύσκολο να αριστεύσεις μουσικά και σχεδόν αδύνατον να αποτελέσει την καλύτερή σου δουλειά (εκτός και αν είσαι οι Pretty Things).

Just Some Basic Facts

Το "The Wall" έμεινε στην τρίτη θέση των βρετανικών charts, αλλά έφτασε μέχρι την πρώτη των αμερικανικών. Αντίθετα, το single "Another Brick In The Wall Part 2" καρφώθηκε στην κορυφή και των δύο. Παρά τη δημοφιλή αντίληψη ότι το "Dark Side Of The Moon" είναι το πιο μοσχοπουλημένο άλμπουμ των Pink Floyd, στην πραγματικότητα το "The Wall", σύμφωνα με τα στατιστικά της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας, είναι αυτό που κρατά τα ηνία, έχοντας γίνει 23 φορές πλατινένιο και ερχόμενο μόλις τρίτο μετά το "Thriller" του Michael Jackson και το "Greatest Hits" των Eagles στη συνολική λίστα.

Ενδιαφέρον και τροφή για πολλά σχόλια και αναζητήσεις έχουν τα κρυμμένα μηνύματα που υπάρχουν στο "The Wall". Συγκεκριμένα, στη δεύτερη πλευρά του πρώτου δίσκου και στο κομμάτι "Empty Spaces" υπάρχει το ανάστροφο μήνυμα «Congratulations. You've just discovered the secret message. Please send your answer to Old Pink, care of the Funny Farm, Chalfont - Roger, Carolyn's on the phone». Αυτό όμως δεν είναι παρά ένα χιουμοριστικό μήνυμα χωρίς νόημα. Πολύ περισσότερη ουσία έχει το δεύτερο κρυφό μήνυμα, που δε χρειάζεται παρά λίγη προσοχή για να το ακούσεις. Παίζοντας το δίσκο με δυνατή την ένταση, ακούγεται στην αρχή του, και πριν ξεκινήσει η μουσική του "In The Flesh?", η φράση «...where we came in». Κάνονοντας το ίδιο στο τέλος της δεύτερης πλευράς του δεύτερου δίσκου, μετά το τέλος της μουσικής ακούγεται αντίστοιχα η φράση «isn't this where...». Όπως είναι προφανές, ο συνδυασμός των φράσεων δείχνει την κυκλική μορφή που ήθελε να αποδώσει ο Waters στο "The Wall". Ακόμα και το γκρέμισμα του τοίχου δεν είναι παρά η αρχή για το χτίσιμο ενός νέου.

Another brick

Το όραμα του Waters δεν τελείωσε με την κυκλοφορία του δίσκου. Ακόμα πιο σημαντικό κομμάτι υπήρξε για αυτόν η μεταφορά του στη σκηνή, από όπου προερχόταν και η πρώτη του έμπνευση εξάλλου. Η αρχική του ιδέα ήταν να παίζει το συγκρότημα πίσω από έναν απολύτως αδιαπέραστο τοίχο, σε πλήρη απομόνωση από τους θεατές, τονίζοντας ακόμα περισσότερο το αίσθημα απομόνωσης και την απόσταση που ένιωθε από αυτούς. Φυσικά, το υπόλοιπο συγκρότημα και οι μάνατζερ τού συμπεριφέρθηκαν λίγο ως πολύ σα να ακούνε τρελό. Έτσι, συμβιβάστηκε με την επόμενη καλύτερη ιδέα: να χτίζεται στο πρώτο μισό ο τοίχος και στο δεύτερο μισό της συναυλίας να υπάρχουν ανοίγματα, από όπου, τόσο ο ίδιος, όσο και το συγκρότημα, θα ερμηνεύαν τα τραγούδια του δίσκου, εν είδει rock θεάτρου. Χαρακτηριστικότερο και εμβληματικότερο σημείο όλων, φυσικά, το solo του Gilmour πάνω από τον τοίχο, κατά τη διάρκεια του "Comfortably Numb".

Λόγω του μεγάλου κόστους των κατασκευών, οι συναυλίες (που πραγματοποιούνταν σε κλειστούς χώρους, εξαιτίας των τεχνικών δυσκολιών αλλά και της γενικότερης συλλογιστικής πίσω από το θέμα του) κατέληξαν να κοστίζουν περισσότερο από όσα απέφεραν, με αποτέλεσμα το συγκρότημα να «μπαίνει μέσα». Χαρακτηριστικό είναι το χιούμορ του Wright, που τότε είχε ήδη «απολυθεί» από το συγκρότημα και είχε απομείνει ως μισθωμένος μουσικός, λέγοντας ότι είναι ο μόνος που κέρδισε κάτι από αυτές τις συναυλίες. Για αυτό το λόγο και η πρώτη παρτίδα συναυλιών περιελάμβανε μόλις 18 εμφανίσεις το 1980 σε Los Angeles, Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Παρά τις μεγάλες προσφορές για να το μεταφέρουν σε στάδια, όπου και τα έσοδα θα ήταν μεγαλύτερα, ο Waters πεισματικά αρνήθηκε.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα της συναυλιακής εκδοχής του "The Wall" μπορεί κανείς να ακούσει στο live άλμπουμ "Is There Anybody Out There?", που κυκλοφόρησε το 2000. Περιλαμβάνει δύο μικρά κομμάτια που δεν υπάρχουν στη στούντιο εκδοχή (τα "What Shall We Do Now" και "The Last Few Bricks"), αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Η ουσία βρίσκεται στο show μέσα στο show που αποτελεί η διπλή εμφάνιση του "Ιn The Flesh" και του MC (Master of Ceremony) που το προλογίζει. Στην πρώτη περίπτωση εμφανίζεται, εκτός της ιστορίας, ως παρουσιαστής της συναυλίας των Pink Floyd, ενώ στη δεύτερη, επαναλαμβάνοντας ακριβώς τις ίδιες φράσεις, αλλά με παραμορφωμένη φωνή, εμφανίζεται εντός της ιστορίας ως παρουσιαστής του ήρωα Pink. Με τον τρόπο αυτό η παράσταση λειτουργεί κατοπτρικά και το κοινό γίνεται και αυτό μέρος της ιστορίας, κάνοντας τον προφανή συμβολισμό ότι ο τοίχος δεν είναι κάτι το μακρινό και μονοδιάστατο, αλλά κάτι πραγματικό, που ανεγείρεται μπροστά του ακριβώς εκείνη τη στιγμή.

Ακόμα πιο σοκαριστική για τους θεατές ήταν η ύπαρξη στη σκηνή «δύο» Pink Floyd. Με την έναρξη της συναυλίας εμφανίζονταν φορώντας μάσκες με τα πρόσωπα των αντίστοιχων μελών του συγκροτήματος τέσσερις βοηθητικοί μουσικοί, κάνοντας πραγματικότητα τους στίχους του "In The Flesh?":
«Is this not what you expected to see? / If you wanna find out what's behind these cold eyes / You'll just have to claw your way through this disguise»
Και αργότερα, πάλι στο "In The Flesh":
«They sent us along as a surrogate band / We're gonna find out where you fans really stand»
Φυσικά, το κοινό δεν αντιλαμβανόταν το τρικ, παρά μόνο μετά την εμφάνιση των «κανονικών» Pink Floyd και εν μέσω σύγχυσης και αμηχανίας. Τέλος, για την ενίσχυση των παραστάσεων, ο Gerald Scarfe έπιασε και πάλι δουλειά, εμπλουτίζοντας με πολλά περισσότερα σκίτσα τις επί του τοίχου προβολές. Εδώ πρωτοεμφανίστηκαν τα παρελαύνοντα σφυριά και οι κινούμενες φιγούρες των ηρώων, ενώ κάποιοι από αυτούς θα μεταμορφωθούν και σε γιγάντιες κούκλες για τις ανάγκες του θεατρικού. Θα πρέπει να τονιστεί ότι όλα αυτά δεν είχαν την έννοια της φαντασμαγορίας, όπως πιθανόν κάποιος λανθασμένα να εκτιμήσει. Αντίθετα, ήθελαν να επιβεβαιώσουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του έργου και την αίσθηση αδυναμίας που νιώθει ο πρωταγωνιστής.

Κατά τη διάρκεια των συναυλιών η κατάσταση στις τάξεις των Pink Floyd είχε πια φτάσει στο απροχώρητο. Χαρακτηριστικές είναι οι αφηγήσεις που θέλουν τα τροχόσπιτα όπου διέμεναν να είναι τοποθετημένα κυκλικά, αλλά με τις πόρτες τους από την έξω πλευρά, ώστε να μη βλέπει το ένα το άλλο. Παρ' όλα αυτά, οι εξωτερικοί συνεργάτες θα ομολογήσουν ότι, στον ανυποψίαστο, τίποτα δε γινόταν φανερό, καθώς οι μεταξύ τους συμπεριφορά παρέμενε επαγγελματική και ευγενική.

How should I complete the wall

Έμενε κάτι ακόμα για να ολοκληρωθεί η ιδέα του Waters και αυτό δεν ήταν άλλο από την κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας. Για το λόγο αυτόν έρχονται σε επαφή με τον Βρετανό σκηνοθέτη Alan Parker (στα φόρτε του εκέινη την εποχή με ταινίες όπως "Midnight Express" και "Fame"), με σκοπό αυτός να αναλάβει μόνο την παραγωγή και η σκηνοθεσία να μοιραστεί ανάμεσα στον συνεργάτη του, Michael Seresin, και τον Gerald Scarfe. Το δίδυμο θα είχε συγκεκριμένα καθήκοντα, καθώς εξαρχής αποφασίστηκε ότι τα κινούμενα σχέδια του Scarfe θα είχαν ενισχυμένο ρόλο στην ταινία. Το πλάνο θα τιναχτεί στον αέρα όταν έγινε φανερό ότι το σκηνοθετικό δίδυμο, σε συνδυασμό με τον Roger Waters που ήθελε να έχει λόγο στα πάντα, δε μπορούσε να συνεργαστεί. Ήδη αρκετά μπλεγμένος σε αυτή την υπόθεση, ο Parker αναλαμβάνει να σώσει το project πριν τιναχτούν όλα στον αέρα.

Αρχικά υπήρχε η πρόθεση να συμμετέχει και το συγκρότημα στην ταινία, μέσω αποσπασμάτων από συναυλίες του που θα κινηματογραφούσε ο Parker. Για το λόγο αυτό, άλλες 13 εμφανίσεις κανονίζονται και βιντεοσκοπούνται. Το τελικό αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε κανέναν, ενώ ήδη είχε αποφασιστεί να κινηθούν σε άλλη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να τελειώσει εδώ η όποια ανάμειξη των υπόλοιπων (πλην Waters) Pink Floyd, αλλά να απομείνει ένα εξαιρετικό, αν και ανεπίσημο, ντοκουμέντο για τις τότε συναυλίες τους. Ο ουσιαστικός λόγος ήταν ότι, ενώ η αναζήτηση πρωταγωνιστή γίνεται με τον όρο αυτός να είναι τραγουδιστής, ο ίδιος ο Waters, που ήταν η προφανής επιλογή, ήταν κάκιστος. Μέσω του μάνατζέρ του ενημερώνεται για τη θέση, και τελικά την κερδίζει, ο Bob Geldof, ηγέτης ακόμα τότε του New Wave συγκροτήματος των Boomtown Rats - λίγο πριν αυτοανακηρυχθεί σωτήρας των πεινασμένων παιδιών της Αφρικής. Μάλιστα, έχει αποκαλυφθεί ότι η αρχική αντίδραση του Geldof ήταν κάτι του στυλ «τους σιχαίνομαι τους Pink Floyd», φράση που μεταφέρθηκε αυτούσια στον Waters, αφού υπήρξε η σύμπτωση να ειπωθεί μέσα στο ταξί του αδερφού του!

Η ταινία που τελικά προκύπτει παίζει στην κατηγορία «σινεφίλ», είναι δύσκολη στην παρακολούθησή της για όποιον δεν έχει επαφή με το συγκρότημα και σχεδόν αδύνατη για όποιον δεν του αρέσει η μουσική του. Δεν υπάρχει ούτε ένας διάλογος στα 95 λεπτά της διάρκειάς του και το κλίμα είναι (ακόμα) πιο σκοτεινό και βαρύ από ό,τι στο δίσκο, με πολύ δυνατές σκηνές και έντονη ερμηνεία από τον Geldof. Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ το άλμπουμ αφήνει μία υπόνοια λύτρωσης για τον ήρωά του, στην ταινία ο Pink χάνεται στις τελευταίες σκηνές και το μέλλον του δεν ξεκαθαρίζεται. Από την άλλη, όμως, ενώ στο άλμπουμ η αφήγηση δεν ακολουθεί κάποια γραμμική πορεία και παρεμβάλλει σκέψεις, όνειρα, αναμνήσεις αλλά και φαντασίες του πρωταγωνιστή, κάνοντας έτσι αφηρημένη τη διήγηση της ιστορίας, η ταινία ξεκαθαρίζει πολύ καλύτερα και τοποθετεί σε μία σειρά την πορεία των γεγονότων και την επερχόμενη ψυχολογική κατάρρευση του Pink. Η κριτική απήχησή της ήταν μέτρια, τουλάχιστον σε σχέση με το μέγεθος του σκηνοθέτη εκείνη την περίοδο. Μέχρι και ο ίδιος ο Waters τη μίσησε, ενώ πρόσφατα δήλωσε ότι ο τρόπος που κινηματογραφήθηκε δεν ανέδειξε το χιούμορ του (!). Οι οπαδοί όμως τη λάτρεψαν αμέσως και σταδιακά ο χρόνος δείχνει να τη δικαιώνει, αποκτώντας όλο και περισσότερους φίλους. Αν υπάρχει, όμως, κάτι που εξαρχής εντυπωσίασε όσους την παρακολούθησαν και μένει χαραγμένο στο μυαλό, αυτό είναι τα ζοφερά κινούμενα σχέδια του Scarfe που μπλέκονται μέσα στην ταινία και αποτελούν από μόνα τους έργα τέχνης.

The show must go on

Ουσιαστικά η κυκλοφορία του "The Wall" σηματοδοτεί και τη διάλυση των Pink Floyd. Κυκλοφόρησαν και άλλοι δίσκοι υπό το όνομά τους, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι, ποτέ όμως με τη φλόγα της βασικής τετράδας. Και δε θα μπορούσε να ήταν και αλλιώς. Ο Waters «άδειασε» τόσο πολύ ψυχολογικά μετά από την ψυχοφθόρο διαδικασία του "The Wall" (θαρρείς και το «γέννησε» - δεν το εμπνεύστηκε απλά), που και οι επόμενοι δύο δίσκοι του (ο ένας με τη συνοδεία των υπολοίπων Floyd, ο άλλος προσωπικός) μοιάζουν αντιγραφές του ήχου και του ύφους του. Θα αφήσει το συγκρότημα και θα θελήσει να κρατήσει και την ιδιοκτησία του ονόματος των Pink Floyd, με σκοπό να μη μπορούν να το χρησιμοποιήσουν οι άλλοι. Αυτό θα οδηγήσει σε μία μακρά περίοδο αντιδικιών και αμοιβαίας απέχθειας. Τόσο μάλιστα, που στη στροφή της δεκαετίας, και όταν παρουσιάζεται η ευκαιρία στον Waters να αποδώσει αυτό το έργο στο Βερολίνο μετά την πτώση του Τείχους, αρνήθηκε κάθε συμμετοχή από τους υπόλοιπους, ενώ δε δίστασε να φέρει κάθε καρυδιάς καρύδι να συμμετάσχει. Πέρα από το αμφίβολο αισθητικό αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής, σηματοδοτεί και την πρώτη φορά που επισήμως ο Waters δέχεται de facto το "The Wall" ως ένα πολιτικοκοινωνικό έργο με αντιπολεμικές προεκτάσεις, συνδέοντάς το με έναν αμφιλεγόμενο πανηγυρισμό.

Νέα σιωπή ακολουθεί, αλλά και ωρίμανση. Τόσο ο Waters, όσο και οι Gilmour, Wright, Mason, θάβουν σταδιακά το τσεκούρι του πολέμου, μέχρι τη στιγμή που ένας παλιόφιλος, ο Geldof και πάλι, θα τους καλέσει για μία φιλανθρωπική εμφάνιση στο Live 8. Η παρουσία και των τεσσάρων στη σκηνή ήταν σαφώς το γεγονός της διοργάνωσης και σημαδεύτηκε από την ερμηνεία δύο τραγουδιών από το "The Wall". Νέα περίοδος ηρεμίας μεσολαβεί, και μέσα σε αυτή η ζωή έχει τα δικά της σχέδια και παίρνει μακριά τόσο τον Syd Barrett, όσο και τον Richard Wright. Ο Waters περιοδεύει παίζοντας ολόκληρο το "Dark Side Of The Moon", σε μία υπερεπιτυχημένη περιοδεία, που ανοίγει την όρεξη για ένα απωθημένο, τόσο του ίδιου, όσο και του κοινού του, την παρουσίαση του "The Wall" στην πλήρη του έκταση. Η περιοδεία αυτή ξεκινάει εμπλουτισμένη με νέες εικόνες και σκηνικά, προσπαθώντας να «προσαρμόσει το μήνυμα του δίσκου στον 21 αιώνα».

Εδώ βέβαια προκύπτει ένα ερώτημα από τους πιο πιουρίστες οπαδούς των Pink Floyd, που δικαίως αναρωτιούνται μήπως κάτω από αυτό το οικουμενικό μήνυμα που προσπαθεί εκ των υστέρων να προσδώσει ο Waters στα τραγούδια του χαθεί το πρωτόλειο, εσωστρεφές και (τηρουμένων των αναλογιών) μίνιμαλ περιβάλλον της αρχικής έμπνευσης. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι αυτό που θα βιώσουμε στις συναυλίες του δεν είναι ακριβώς το "The Wall", αλλά ένας εορτασμός του "The Wall". Περισσότερο μία παράσταση προς τιμήν του, παρά μία αναπαραγωγή της πρωταρχικής του μορφής. Και εδώ που τα λέμε, θα ήταν άδικο να ζητάμε κάτι τέτοιο ακριβώς 30 χρόνια μετά, από έναν 66χρονο άντρα με τελείως διαφορετικές ανησυχίες από εκείνον τον αποπροσανατολισμένο 36χρονο.

Isn't this where...

  • SHARE
  • TWEET