Τα πολλαπλά πρόσωπα των Soft Machine

Από τον Κώστα Σακκαλή, 04/11/2007 @ 06:04
«Οι Pink Floyd ήταν οι μόνοι, με εξαίρεση τους Soft Machine, που...». «Οι Pink Floyd, μαζί με τους Soft Machine, είχαν...». «Οι Pink Floyd και οι Soft Machine συχνά...». «Το U.F.O. Club φιλοξενούσε freak-out βραδιές με συγκροτήματα όπως οι Pink Floyd και οι Soft Machine...».

Αυτές είναι μερικές μόνο από τις φράσεις που συχνά πυκνά συναντά κανείς σε αφιερώματα για τους Pink Floyd ή γενικά για το Swinging London των '60s με το όνομα των Soft Machine να τους συνοδεύει σχεδόν πάντα. Κι ενώ βέβαια τους Floyd τους ξέρουν και οι πέτρες, τους Soft Machine τους γνωρίζουν μόνο οι μυημένοι στο χώρο του progressive / psychedelic rock και του fusion και μάλιστα όσοι έχουν ασχοληθεί και με τη Β' Εθνική του χώρου (όσον αφορά στην εμπορικότητα και όχι στην ποιότητα). Αυτή την αδικία επιχειρεί να διορθώσει το αφιέρωμα αυτό με αφορμή την επίσκεψη στην Ελλάδα της σημερινής μορφής των Soft Machine στις 9 και 10 Νοεμβρίου.

Η ιστορία τους ξεκινά κάπου στο 1964 όπου στο Canterbury σχηματίζονται οι Wilde Flowers (με "e" η πρώτη λέξη ως φόρο τιμής στον Oscar Wilde) με μέλη τους Brian και Hugh Hopper σε κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, Robert Wyatt στα drums, Richard Sinclair στην κιθάρα και Kevin Ayers στο τραγούδι. Η μπάντα αυτή πέρασε από διάφορες αλλαγές στη σύνθεσή της μέχρι τη διάλυσή της. Δεν πρόλαβαν να ηχογραφήσουν τίποτα, καθώς υπήρξαν κατά βάση ένας συναυλιακός σχηματισμός που έπαιζε κυρίως διασκευές.

Καθοριστικό σημείο στην εξέλιξή τους ήταν η γνωριμία τους με τον Daevid Allen, έναν Αυστραλό beatnick νομάδα που είχε εγκαταλείψει το σπίτι του και αφού περιπλανήθηκε στη Γαλλία κατέληξε στο Canterbury. Ο Allen ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τους υπόλοιπους, πιο συνειδητοποιημένος και με επαναστατικές ιδέες, μουσικές και όχι μόνο. Μετά από ανταλλαγή απόψεων και φυσικά μπόλικο LSD, το οποίο ήταν ακόμα νόμιμο τότε, κατέληξαν στις κοινές τους μουσικές κατευθύνσεις και την επιθυμία να σχηματίσουν ένα συγκρότημα το οποίο και πήρε μορφή με την προσθήκη των Robert Wyatt, Mike Ratledge (πλήκτρα) και Mike Nolan (κιθάρα), ενώ οι Ayers και Allen ανέλαβαν το μπάσο και την κιθάρα αντίστοιχα. Διάλεξαν για όνομα τον τίτλο του βιβλίου του William Burroughs "Soft Machine" και ξεκίνησαν τις ζωντανές εμφανίσεις. Ο Nolan αποχώρησε σύντομα από το συγκρότημα αφήνοντας τον Allen μόνο στην κιθάρα και ως τετράδα πλέον αποτελούν την πρώτη κλασική μορφή των Soft Machine που έγινε γνωστή μέσα από εκτεταμένες συναυλίες στο underground κύκλωμα του Λονδίνου και τα μεγάλα φεστιβάλ όπως το θρυλικό 14 Hours Technicolor Dream.



Ακόμα και για την εποχή αυτή η μουσική τους ήταν πολύ προχωρημένη και χαοτική, με αποτέλεσμα από μερίδα του κοινού να χειροκροτούνται και από άλλους να αποδοκιμάζονται. Παρόλα αυτά καταφέρνουν να ξεκινήσουν τις ηχογραφήσεις για αυτό που προοριζόταν να γίνει το πρώτο τους άλμπουμ με παραγωγό τον Giorgio Gomelsky. Και ενώ τα πρώτα demo έχουν ολοκληρωθεί, την τρίτη ημέρα οι ηχογραφήσεις σταματάνε και οι ταινίες μένουν στα χέρια του παραγωγού. Οι ηχογραφήσεις αυτές δεν κυκλοφόρησαν ποτέ κανονικά αλλά έχουν εκδοθεί σε αρκετά bootlegs που μας δίνουν μία ιδέα του πρώιμου ήχου τους. Πιο κοντά στην ποπ ψυχεδέλεια παρά στη jazz που κυριάρχησε στη συνέχεια αλλά με τα αυτοσχεδιαστικά στοιχεία να είναι ήδη φανερά, αποτελεί ακόμα και σε ακατέργαστη μορφή ένα διαμαντάκι του ήχου του Canterbury. Αρκετά από τα τραγούδια επαναηχογραφήθηκαν είτε από τους Soft Machine στον πρώτο τους επίσημο δίσκο, είτε από τους συμμετέχοντες σε προσωπικές τους δουλειές (Ayers, Allen).

Μετά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια για την έκδοση ενός δίσκου, οι Soft Machine ξεκινάνε για μία περιοδεία στη Γαλλία η οποία έμελλε να αποδειχθεί σημαδιακή για το συγκρότημα αλλά και το prog rock συνολικά. Επιστρέφοντας στην Αγγλία συνειδητοποιούν ότι η άδεια παραμονής του Allen στην Αγγλία έχει λήξει και ότι φυσικά η είσοδός του στη χώρα απαγορεύεται. Ο Allen θα μείνει στη Γαλλία όπου και θα ξεκινήσει το υπέροχο διαστημικό του ταξίδι με τους Gong, ενώ οι υπόλοιποι τρεις θα συνεχίσουν ως Soft Machine στην Αγγλία. Υπάρχουν δύο απόψεις που αντικατοπτρίζουν δύο διαφορετικές οπτικές στο γεγονός αυτό. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο αυτό αποδυναμώθηκε ένα τεράστιο γκρουπ που έδειχνε να έχει τη δυναμική να πάει τη μουσική πολύ μπροστά, ενώ άλλοι ότι αποτέλεσε την αιτία να δημιουργηθούν δύο γκρουπ που προσέφεραν όσο λίγα.

Η επιστροφή των υπόλοιπων τριών συνοδεύεται από την αναζήτηση αντικαταστάτη του Allen, όταν για κάποιο διάστημα χρησιμοποιείται ο Andy Summers που πολύ αργότερα θα επανδρώσει τους Police. Το πέρασμά του δε θεωρείται επιτυχημένο και κατά συνέπεια η ηχογράφηση του πρώτου δίσκου τους που θα εκδοθεί το 1968 τους βρίσκει ως τρίο. Το "Soft Machine" αποτελεί έναν αριστουργηματικό δίσκο που μεταφέρει άψογα το ύφος της underground σκηνής της Αγγλίας. Η έλλειψη κιθάρας δεν ξενίζει, καθώς τόσο τα πλήκτρα του Ratledge όσο και τα drums του Wyatt δεν επιτρέπουν στο κενό να φανεί. Οι δεσμοί με την ψυχεδέλεια δεν έχουν κοπεί ακόμα και οι συνθέσεις συχνά παίρνουν αφηρημένη μορφή. Συνολικά πρόκειται για το δίσκο που σε μεγάλο βαθμό καθορίζει αυτό που στη συνέχεια θα ονομαστεί σκηνή του Canterbury.

Μετά την πρώτη του αυτή προσπάθεια το συγκρότημα διαλύεται και όταν αποφασίζει να επανασχηματιστεί, ο Ayers δεν εντοπίζεται από τους άλλους δύο, με αποτέλεσμα τη θέση του να καλύψει ο παλιόφιλος από τους Wilde Flowers, Hugh Hopper. Με μοναδικό τραγουδιστή πλέον τον drummer (!) Wyatt, ηχογραφούν το δεύτερο δίσκο με τον τίτλο "Volume Two", ο οποίος ηχητικά αποτελεί προέκταση του πρώτου. Απομακρύνονται λίγο περισσότερο από την ψυχεδέλεια και έρχονται όλο και πιο κοντά στη jazz. Ξεχωρίζει εδώ το fuzzαριστό μπάσο του Hopper. Όπως και στο ομώνυμο άλμπουμ, τα τραγούδια είναι ενωμένα μεταξύ τους, δίνοντας την αίσθηση ενός ενιαίου συνόλου, όπως ακριβώς παίζονταν και στις συναυλίες τους. Να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή το τρίο αυτό αποτελεί τη συνοδευτική μπάντα του Syd Barrett σε τρία τραγούδια του "The Madcap Laughs", επιβεβαιώνοντας τις καλές σχέσεις ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα που κρατάνε μέχρι σήμερα.

Θέλοντας να επεκτείνουν τον ήχο τους προσθέτουν πνευστά με μόνιμο πλέον μέλος τον σαξοφωνίστα Elton Dean, γίνονται κουαρτέτο και αποτελούν ίσως την κλασικότερη σύνθεση των Soft Machine. Με αυτούς τους συντελεστές ηχογραφούνται τα "Third" και "Fourth" (δεν είχαν και πολύ φαντασία στους τίτλους, φαίνεται ότι την κράταγαν όλη για τις συνθέσεις τους). Το "Third" είναι απλά μέσα στους καλύτερους διπλούς δίσκους στην ιστορία της μουσικής, ανεξάρτητα αν σπάνια θα το δείτε στις αντίστοιχες λίστες των «ειδικών». Φυσικά είναι ένα δύσκολο έργο με μία σύνθεση να καταλαμβάνει κάθε πλευρά, που απαιτεί πολλές ακροάσεις και μία κάποια εξοικείωση με τη fusion, της οποίας αποτελεί και εκλεκτό στολίδι. Η επιμονή όμως επιβραβεύει. Στα ίδια χνάρια ακολουθεί και το "Fourth" που (αν είναι δυνατόν!) είναι σχεδόν το ίδιο καλό. Μειονεκτεί τελικά γιατί ακολουθεί μία πιο jazz κατεύθυνση αποβάλλοντας τους πειραματισμούς του Wyatt, η συμμετοχή του οποίου στο δίσκο υπήρξε μηδαμινή πέρα από το αμίμητο παίξιμό του. Αντίθετα το σαξόφωνο του Dean αποκτά όλο και πιο πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο δίσκος αυτός ορίζει και το τέλος μιας εποχής για τους Soft Machine. Ο Wyatt ουσιαστικά εκδιώχνεται από το γκρουπ που συνδημιούργησε και του οποίου τον ήχο καθόρισε στα αρχικά του στάδια. Τόση ήταν η πίκρα του για το γεγονός ώστε το συγκρότημα που έφτιαξε στη συνέχεια το ονόμασε "Matching Mole" από το Machine Molle που σημαίνει ...Soft Machine στα γαλλικά! H συνέχεια θα είναι ακόμα τραγικότερη για τον ίδιο, ο οποίος λόγω ενός ατυχήματος θα μείνει ανάπηρος για να μη μπορέσει να παίξει drums ξανά. Ως ζωντανή απόδειξη της ανθρώπινης δύναμης όμως ο Wyatt δε θα σταματήσει να συνθέτει και να ηχογραφεί μέχρι σήμερα προσφέροντας εξαιρετικές δουλειές.



Οι Soft Machine θα τον αντικαταστήσουν με τον Phil Howard για την ηχογράφηση του "Fifth". Ο δίσκος δεν είναι κακός, κάθε άλλο. Απλά κάτι η φυγή του Wyatt, κάτι οι προηγούμενοι αριστουργηματικοί δίσκοι κάνουν το "Fifth" ένα σκαλί κάτω. Μουσικά πάντως ήταν ένα ακόμα βήμα προς την jazz. Το avant garde / rock παρελθόν τους μοιάζει πλέον πολύ μακρινό.

Αποχωρήσεων συνέχεια όπου οι Howard και Dean αφήνουν τη θέση τους στους John Marshall και Karl Jenkins για τον επόμενο δίσκο, "Six", και ο Hugh Hopper στον Roy Babbington για το "Seven". Διατηρώντας ένα υψηλό επίπεδο συνθέσεων και εκτέλεσης, οι Soft Machine κυκλοφορούν αξιοπρεπέστατες δουλειές, χωρίς όμως να εντυπωσιάζουν πλέον.

Στο σημείο αυτό, δημιουργικό έλεγχο στο συγκρότημα έχουν αναλάβει οι καινούργιοι Marshall και Jenkins που αντιλαμβανόμενοι τη στασιμότητα των τελευταίων δίσκων και θέλοντας να προσδεθούν περισσότερο στο fusion παρά στην jazz κάνουν μία παράτολμη κίνηση, προσθέτοντας για πρώτη φορά σε επίσημη ηχογράφηση του συγκροτήματος κιθαρίστα. Ο Alan Holdsworth έρχεται ως από μηχανής θεός να φρεσκάρει τον ήχο τους στο εξαιρετικό "Bundles". Καταπληκτικές στιγμές αυτοσχεδιασμού αλλά και λυρικότητας με τον νεοφερμένο να κλέβει καρδιές. Δεν είναι τυχαίο ότι αν και συμμετείχε μόνο σε αυτό το δίσκο, για πολλούς ο Holdsworth είναι συνδεδεμένος με τους Soft Machine αλλά και το αντίστροφο!

Παρά το ευοίωνο μέλλον που έδειχνε να έχει το σχήμα αυτό, αποχωρούν μετά την ηχογράφηση του "Bundles" τόσο ο Holdsworth όσο και ο Ratledge, στερώντας έτσι από τη μπάντα τα δύο πιο πολύτιμα συστατικά της: το μόνο μέλος της αρχικής σύνθεσης που είχε απομείνει και το φρέσκο αίμα που αναζωογόνησε τους υπόλοιπους.

Ενώ υπό το βάρος αυτών των αποχωρήσεων άλλοι θα είχαν εγκαταλείψει, οι Soft Machine προσθέτουν στην κιθάρα τον Etheridge και στα πνευστά τον Alan Wakeman (ξάδερφο του Rick). Ο Jenkins πλέον μετακινείται στα πλήκτρα και μετατρέπει τους Soft Machine σε προσωπική του μπάντα, καθώς στο "Softs" που ακολουθεί σχεδόν όλες οι συνθέσεις είναι δικές του. Τιμής ένεκεν στις ηχογραφήσεις συμμετέχει σε δύο συνθέσεις και ο Ratledge. Αν και από τους περισσότερους θεωρείται κατώτερος του προηγούμενου, στα δικά μου αυτιά ακούγεται εξίσου καλός. Ο Etheridge αποδεικνύεται αντάξιος του προκατόχου του, οι συνθέσεις εστιάζουν στη μελωδία και την ατμόσφαιρα με τη χρήση synthesizers και το progressive στοιχείο επανέρχεται μετά από καιρό ως ισχυρότερο της jazz.

Ουσιαστικά ο δίσκος αυτός σημαίνει και το τέλος των Soft Machine. Ακολουθεί το "Land Of Cockayne" που ξαναφέρνει τον Holdsworth συντροφιά με τον Jack Bruce (Cream) στο μπάσο, τον Marshall στα drums και έναν σκασμό ακόμα μουσικούς υπό την αρχηγία του Jenkins. Ουσιαστικά πρόκειται για προσωπικό δίσκο του τελευταίου που καταχρηστικά βγήκε υπό το όνομα των Soft Machine και δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο.

Η τελευταία προσπάθεια να αναστηθεί το όνομα και το πνεύμα των Soft Machine έγινε από τους Holdsworth, Marshall, Dean και Hopper με τη δημιουργία αρχικά των Soft Works και στη συνέχεια των Soft Machine Legend, περιλαμβάνοντας μουσικούς από όλες τις φάσεις του συγκροτήματος, μερικοί εκ των οποίων δεν είχαν συνεργαστεί προηγουμένως. Με τις αλλαγές των Etheridge στη θέση του Holdsworth (ξανά!) και τον Theo Travis (Gong) στη θέση του αποθανόντα Dean θα έχουμε την τιμή να τους δούμε στην Ελλάδα. Με πολλή αγωνία περιμένω να δω πως θα αποδώσει στη σκηνή αυτό το σχήμα των εξαιρετικών μουσικών, χωρίς πλήκτρα για πρώτη φορά σε σχέση με οποιαδήποτε εκδοχή των Soft Machine.

Οι Soft Machine υπήρξαν ένα από τα σπουδαιότερα και επιδραστικότερα συγκροτήματα και είχαν την τύχη να περάσουν από τις τάξεις τους εξαιρετικοί μουσικοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων έγραψαν ιστορία. Αν και δυστυχώς δεν έλαβαν ποτέ την αναγνώριση που τους άξιζε, είτε στο χώρο του progressive rock, είτε της fusion, όπου αγνοούνται μονίμως προς χάριν όσων προέρχονται από το οικογενειακό δέντρο του Miles Davies (Weather Report, Chick Corea & Return To Forever, Mahavishnu Orchestra κτλ), δεν κυκλοφόρησαν ποτέ κακό δίσκο, ενώ αντίθετα ηχογράφησαν αρκετούς αριστουργηματικούς. Είναι και αυτή μία ακόμα από τις ανορθογραφίες της μουσικής ιστορίας.

Δισκογραφία:

• The Soft Machine (ABC/Probe, 1968)
• Volume Two (ABC/Probe, 1969)
• Third (Columbia, 1970)
• Fourth (Columbia, 1971)
• Fifth (Columbia, 1972)
• Six (Columbia, 1973)
• Seven (Columbia, 1973)
• Bundles (Harvest, 1975)
• Softs (Harvest, 1976)
• Land of Cockayne (EMI, 1981)

  • SHARE
  • TWEET