Scorpions: Η ιστορία τους

30/11/2002 @ 10:50
Οι Scorpions, όπως ίσως θα είναι γνωστό, δημιουργήθηκαν από τον Rudolph Schenker, έναν κιθαρίστα από το Ανόβερο της Γερμανίας που είχε δει στην τηλεόραση τους Beatles το 1964 και ήθελε να γίνει σαν κι αυτούς. Είχε γεννηθεί το 1948, πρωτότοκος από έναν αδελφό (Michael) και μια αδελφή, την Barbara, που πολλά χρόνια μετά βρέθηκε να παίζει πλήκτρα στους Γερμανούς Viva.

Το 1965 ο Rudolph σηχμάτισε ένα συγκρότημα με τους Wolfgang Dziony (drums), Achim Kircoff (bass) και Karl Heinz Vollmer (guitar), και τους ονόμασε Scorpions. Για το σχήμα αυτό σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό, παρά το ότι άλλαζαν συνθέσεις και ονόματα συνέχεια. Οι στίχοι τους ήταν στα γερμανικά, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 έπαιζαν συνεχώς στη Γερμανία, όπου υπήρχαν πολλές αμερικάνικες βάσεις. Όταν έπαιζαν στις βάσεις αυτές, μπροστά σε ένα ακροατήριο εξολοκλήρου αμερικανικό, έπαιζαν διασκευές κομματιών της εποχής, οι οποίες όσο περνούσαν τα χρόνια παρουσίαζαν μια μετάβαση από την ποπ μουσική της δεκαετίας προς πιο σκληρές, ροκ συνθέσεις.

Στα τέλη του 1970, είχε πια έρθει ο καιρός για τον Rudolph Schenker να αποφασίσει που ήθελε να κινηθεί, κι έτσι υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην ξαναπαίξει συνθέσεις άλλων, και έφερε στο συγκρότημα τον μικρό του αδελφό Michael ο οποίος είχει γεννηθεί στο Saustadt της Δυτικής Γερμανίας στις 10 Ιανουαρίου του 1955, και σε πάρα πολύ μικρή ηλικία (12 χρονών) έγινε μέλος του πρώτου συγκροτήματος, που ήταν οι τοπικά γνωστοί Cry.

Μαζί του ο μικρός Michael έφερε τον τραγουδιστή των Cry, κάποιον Klaus Meine, γεννημένο στα 1948, και έτσι το 1971, είχαν γεννηθεί οι καινούροι Scorpions, με την εξής σύνθεση : Rudolph Schenker (κιθάρα), Michael Schenker (κιθάρα), Klaus Meine (φωνητικά), Luthar Heimber (μπάσο) και Wolfgang Dziony (drums).

H σύνθεση αυτή δεν ήταν, φυσικά, σταθερή, και δεν θα μπορούσε να είναι, μιας που οι Heimber και Dziony είχαν τάσεις προς το τζαζ ροκ/ fusion της εποχής, ενώ η καρδιά των υπολοίπων τριών βρισκόταν γερά κρατημένη στο hard rock.
Έτσι οι εμβρυακού αυτοί Scorpions ηχογράφησαν μόνο ένα άλμπουμ στη γερμανική εταριρία Brain/Metronome και σε παραγωγή του πασίγνωστου Conny Plank που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1072 με τίτλο “Lonesome Crow”. Το άλμπουμ αυτό κυκλοφόρησε μόνο στη Γερμανία αλλά το 1982, όταν οι Scorpions ήταν ήδη διάσημοι, επανακυκλοφόρησε στην Αγγλία και σε άλλες χώρες. Το “Lonesome Crow” έκανε ενθαρρυντικές πωλήσεις στη Γερμανία, πράγμα κάπως ασυνήθιστο για τοπικό συγκρότημα με στίχους σε γλώσσα άλλη από τη μητρική τους, και επιτέλους οι Scorpions είχαν κάποια θεμέλια πάνω στα οποία μπορούσαν να χτίσουν την καριέρα τους. Άλλωστε, το 1972 έδωσαν 136 συναυλίες, πολλές ανοίγοντας show των Uriah Heep, Rory Gallagher, UFO, Chicken Shack κλπ.

Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν. Γιατί η τύχη επιφύλασσε στον μεν Michael ένα κάλεσμα το οποίο θα του έφερνε παγκόσμια φήμη μόλις στα 18 του χρόνια, στους δε Scorpions τουλάχιστον δύο χρόνια αναποδιάς και καθυστέρησης. Αυτό που έγινε ήταν το εξής : Οι Scorpions άδραηαν την ευκαιρία να παίξουν support στη γερμανική περιοδεία ενός ανερχόμενου καινούργιου αγγλικού hard rock συνόλου, κάποιων UFO, οι οποίοι εκείνη την εποχή είχαν για κιθαρίστα τον Mick Bolton και έπαιζαν κυρίως space rock. Όλα πήγαν καλά με τη διαφορά ότι ο Mick Bolton είχε πια βαρεθεί τους UFO και το space rock τους και αποφάσισε να αποσχιστεί. Ο τραγουδιστής των UFO, Phil Mogg, αμέσως εντόπισε τον νεαρό Michael Schenker, και κατάλαβε ότι έχει μπροστά του ένα ανερχόμενο αστέρι. Άλλωστε ο Mogg είναι γνωστός για το γούστο του στους κιθαρίστες (βλέπε Yngwie Malmsteen). Έτσι λοιπόν ο Mogg δε χρονοτρίβησε καθόλου στο να προτείνει τη θέση του κιθαρίστα των UFO στον άπειρο και ξένο Michael Schenker, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι η πρόταση προερχόταν από ένα ανερχόμενο αγγκικό συγκρότημα, και δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ήδη το αστεράκι του Michael είχε αρχίσει να λάμπει περισσότερο από κάθε άλλο μέσα στο συγκρότημα, το οποίο δε μπόρεσε να συνεχίσει, με συνέπεια οι Scorpions να διαλυθούν άδοξα. Ο Rudolph, όμως, δεν εννούσε να το βάλει κάτω, και κράτησε τη στενή του σχέση με τον Klaus Meine, με σκοπό να ξαναφτιάξουν μαζί το συγκρότημα. Στο μεταξύ, και οι δύο πήγαν στους Dawn Road, όπου έπαιζε κιθάρα κάποιος Ulrich Roth. Τον Αύγουστο, όμως, του 1973, οι Schenker / Meine / Roth προσέλαβαν δύο καινούρια μέλη στους Dawn Road, τους μετονόμασαν και δημιούργησαν τους Scorpions No 2. (Rudolph Schenker (κιθάρα), Klaus Meine (φωνητικά), Ulrich Roth (κιθάρα), Francis Buchholz (μπάσο) και Jurgen Rosenthal (drums)). O Francis Buchholz, γεννημένος του 1954, είχε χρηματίσει μια εποχή μπασίστας των Dawn Road. Όσο για τον νέο κιθαρίστα, ο Ulrich Roth με την πρώτη ματιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άλλος ένας υποψήφιος διάδοχος του Jimi Hendrix, μαζί με την παρέα Robin Trower, Frank Marino, Stevie Ray Vaughan κλπ., αλλά αυτό είναι λάθος! Σίγουρα ο Roth ήταν (και παραμένει) χίπης, σίγουρα αναφέρει σαν μεγάλη του επιρροή τον Hendrix, αλλά έχει ένα εντελώς διαφορετικό προσωπικό στυλ, όπως έδειξε τόσο στην καριέρα του με τους Scorpions, όσο και στα τρία προσωπικά του albums.

Η σύνθεση αυτή, ομολογουμένως πολύ πιο ενδιαφέρουσα από αυτήν του Lonesome Crow, δε δυσκολέυτηκε να υπογράψει ένα συμβόλαιο με την RCA, το οποίο καρποφόρησε στα μέσα του 1974 με την κυκλοφορία του άλμπουμ “Fly To The Rainbow”.

Αμέσως μετά την κυκλοφορία αυτή ο Jurgen Rosenthal αντικαταστάθηκε από τον Βέλγο Rudy Lenners, για να αποδυθούν σε μια τεράστια προσπάθεια αναγνώρισης στην Ευρώπη. Μέρος της προσπάθειας αυτής ήταν και η πρώτη τους επίσκεψη στην Αγγλία, το Νοέμβριο του 1975, που απέσπασε πολύ καλές κριτικές, όπως και οι πρώτες τους εμφανίσεις στην Ελβετία, στη Γαλλία, και στην Αυστρία. Το 1976 κυκλοφόρησε και το πρώτο album σε παραγωγή του Dieter Dierks, από το studio του στην Κολωνία, με τον οποίο οι Scorpions υπέγραψαν ένα συμβόλαιο δεκαετούς συνεργασίας. Οι ίδιοι λένε σήμερα ότι έπαιξε ένα μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου τους όλα αυτά τα χρόνια, κι ότι χωρίς τον Dieter Dierks, οι Scorpions δεν θα ήταν Scorpions. Ήταν το “In Trance”, και οι Scorpions είχαν αρχίσει να γίνονται ένα αξιοσημείωτο όνομα στο χώρο του heavy metal, πράγμα που αποδείχθηκε από την άλλη περιοδεία στη Βρετανία, πολύ πιο επιτυχημένη από την πρώτη τους και μια ενθουσιαστική υποδοχή όταν άνοιξαν τις συναυλίες των Kiss στην πατρίδα τους τη Γερμανία. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε άλλο ένα album, το “Virgin Killer” που συνάντησε μεγάλες διαμαρτυρίες για το εξώφυλλο του, το οποίο τελικά αλλάχθηκε. Ήταν φανερή η ανοδική πορεία των Scorpions, μια που κάθε album τους γινόταν πιο πετυχημένο από το προηγούμενο, απόδειξα μάλιστα η θριαμβευτική τους εμφάνιση στο φεστιβάλ του Offenbur σαν headliners μπροστά σε 20.000 άτομα, αλλά ο φρενιτιώδης ρυθμός δουλειάς τους φαίνεται ότι κούρασε τον Rudy Lenners, που εγκατέλειψε το συγκρότημα την άνοιξη του 1977. Αμέσως μετά αντικαταστάθηκε από το Γερμανό Herman Rarebell, ο οποίος, αν και δεν είναι πολύ γνωστό, είχε παίξει με τους Steppenwolf και τους Cactus, πράγμα που εξηγεί το ότι ξέρει τα καλύτερα αγγλικά από όλους και γράφει τους περισσότερους στίχους. Περιέργως, οι Scorpions δε βρήκαν τον Rarebell στην πατρίδα τους, αλλά στο Λονδίνο όπου ζούσαν μόνιμα. Αμέσως ηχογράφησαν το “Taken By Force”, που ήταν το καλύτερο τους μέχρι τότε, και ένα από τα καλύτερα albums της καριέρας τους, αλλά η επιτυχία στην Ευρώπη είχε αρχίσει και πάλι να αργοσβήνει. Αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στο ότι η εταιρία τους η RCA, δεν τους προωθούσε αρκετά αποτελεσματικά, κι έτσι οι Scorpions, πήραν ορισμένες αποφάσεις που θα δούμε αργότερα.

Στην Ιαπωνία όμως τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Οι επισκέψεις τους εκεί είχαν απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία, και τον Απρίλιο του 1978, έδωσαν ορισμένες συναυλίες στο περίφημο Budokan Hall του Τόκιο που ηχογραφήθηκαν, με αποτέλεσμα το πρώτο live album τους. Μετά την κυκλοφορία του ο Ulrich Roth δήλωσε ότι εγκαταλείπει το συγκρότημα γιατί δεν ήταν ικανοποιημένος από τη μουσική πορεία που ακολουθούσαν και προσωρινός αντικαταστάτης του ήταν ο νεαρός Mathias Jabs από το γερμανικό group Fargo. Ο Rudolph όμως ήθελε άλλον κιθαρίστα, συγκεκριμένα τον αδερφό του που μόλις είχε εγκαταλείψει τους UFO, κι αυτός μετά από ένα μνημειώδες live album. Έτσι οι Scorpions άρχισαν να ηχογραφούν ένα νέο album, όχι όμως πια με την RCA, της οποίας το συμβόλαιο διέλυσαν για να πάνε στην EMI στην Ευρώπη και στη Phonogram στις ΗΠΑ. Στο album αυτό ο Michael Schenker έπαιξε κιθάρα σε τρία κομμάτια, αλλά προβλήματα με την υγεία του δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει, κι έτσι έφυγε για να ξαναγυρίσει ο Mathias Jabs και να τελειώσουν με αυτόν το album.

Έτσι στις αρχές του 1970 κυκλοφόρησε το “Lovedrive”, το πρώτο album των Scorpions για την EMI, με το συγκρότημα να έχει τη μορφή : Rudolph Schenker (κιθάρα), Klaus Meine (φωνητικά), Francis Buchholz (μπάσο), Herman Rarebell (drums) και Mathias Jabs (κιθάρα).

Όπως ξέρουμε, αυτή η σύνθεση είναι που έχουν μέχρι σήμερα, και αυτή είναι που τους οδήγησε στο να κατέχουν τη θέση ενός από τα δημοφιλέστερα συγκροτήματα του hard rock στον κόσμο. Το “Lovedrive” ξαναζωντάνεψε το ενδιαφέρον όλου του κόσμου για τους Scorpions, και ειδικά της Αμερικής, όπου περιόδευσαν σαν support των Rainbow με τρομερή επιτυχία που έστειλε το album απευθείας στα charts για τριάντα εβδομάδες. Το υλικό του “Lovedrive” ήταν πολύ πιο μελωδικό και καθαρό από προηγούμενα albums, και οι μπαλάντες “Always Somewhere” και “Holiday” τους έκαναν γνωστούς σε ένα κοινό διαφορετικό από αυτό του heavy metal, μια που παίχτηκαν κατά κόρον στο ραδιόφωνο.

Το επόμενο album κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1980, με τον τίτλο “Animal Magnetism” και σταθεροποίησε την παγκόσμια επιτυχία των Scorpions, με αποκορύφωμα μια θριαμβευτική εμφάνιση στο πρώτο festival Monsters Of Rock του Castle Donington στις 16 Αυγούστου του 1980.

Όλοι περίμεναν για το 1981 άλλο ένα album που θα τους έστελνε πιο ψηλά, αλλά η μοίρα δεν το θέλησε : Ο Klaus Meine έβγαλε πολύποδες στις φωνητικές του χορδές, και έκανε εγχείρισε για να τις βγάλει, αλλά η εγχείριση παρουσίασε επιπλοκές και οι γιατροί εξέφρασαν φόβους ότι μπορεί να μην τραγουδήσει ξανά. Οι Scorpions όμως αποφάσισαν να συνεχίσουν να δουλεύουν σε ένα νέο album με άλλο τραγουδιστή, μέχρι να μαθευτεί σίγουρα από ειδικούς ότι ο Meine θα έχανε τη φωνή του ή όχι. Έτσι, προσέλαβαν τον Don Dokken από τους Dokken, οι οποίοι το 1981 είχαν ηχογραφήσει το πρώτο τους album. Το album τελείωσε και ο Dokken θα γινόταν μόνιμος τραγουδιστής του group, όταν επιτέλους ο Meine ξαναβρήκε τη φωνή του και γύρισε στο συγκρότημα. Ηχόγράφησε όλα τα φωνητικά στο album και αμέσως στις αρχές του 1982, το τελικό προϊόν κυκλοφόρησε.

Στο μεταξύ ο Herman Rarebell ηχογράφησε ένα solo album, που βγήκε από την EMI, αλλά ξαναηχογραφήθηκε μερικά το 1985.

Όχι μόνο ο Meine δεν έχασε τη φωνή του, όχι μόνο οι Scorpions δεν βλάφτηκαν από αυτήν τη διακοπή, αλλά αν μη τι άλλο, ξαναγύρισαν ισχυρότεροι.

Το “Blackout”,όπως λεγόταν το νέο album, έγινε σχεδόν αμέσως πλατινένιο στις ΗΠΑ, και το γεγονός αυτό έδωσε θάρρος στο συγκρότημα να συνεχίσει, και να ηχογραφήσει ακόμη ένα album με την ησυχία του. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του 1983 πέρασε με τους Scorpions στο studio, αλλά αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι ηχογραφούσαν το album. Βλέπετε, ο Herman Rarebell, που άλλωστε περνούσε πολύ καιρό μακριά από το συγκρότημα, ήθελε να κάνει κάποια δικιά του προσπάθεια, ενώ ο Francis Buchholz είχε κουραστεί από τις αδιάκοπες περιοδείες. Σιγά σιγά κυκλοφόρησε η φήμη ότι αυτοί οι δύο είχαν εγκαταλείψει το συγκρότημα, κι ότι τις θέσεις τους τις πήραν αντίστοιχα ο Boddy Rondinelli και ο Jimmy Bain, και οι δυο “παιδιά” του Ritchie Blackmore. Εν μέρει, οι φήμες ήταν αληθινές. Κι αυτό γιατί οι υπόλοιποι τρεις ήθελαν να δείξουν στους Rarebell και Buchholz ότι ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν, ειδικά τώρα που η επιτυχία είχε γίνει δικιά τους, κι έτσι πήραν τον Rondinelli και τον Bain σε βάση session μουσικών για να ηχογραφήσουν το album, σε περίπτωση που οι άλλοι δύο δε ξαναγύριζαν. Πράγματι, οι δύο ... ταραξίες επέστρεψαν, έσβησαν στην ηχοτράφηση τα μέρη που είχαν κάνει οι Bain / Rondinelli και έγραψαν δικά τους.

Το τελικό αποτέλεσμα κυκλοφόρησε στις αρχές του 1984 με τίτλο “Love At First Sting”, και ένα καταπληκτικό εξώφυλλο. Η ηχογράφηση του album είχε διακοπεί μόνο δυο φορές, από μια εμφάνιση στο festival του Dortmund το Δεκέμβριο, και μια συναυλία μπροστά σε 300.000 κόσμο στο U.S. Festival στο San Bernardino του Los Angeles, που ήταν η μεγαλύτερη στιγμή στην μέχρι τότε καριέρα τους.

Η περιοδεία για την προώθηση του album άρχισε τον Ιανουάριο του 1984 από την Αγγλία και την Ευρώπη, και συνεχίστηκε στις ΗΠΑ, όπου οι Scorpions ήταν το μοναδικό συγκρότημα εκείνους τους μήνες που κατάφερε να κάνει όλες τις συναυλίες του sold out, κι αυτό σήμαινε πολλά, μια που εκείνη την εποχή γίνονταν περιοδείες των Kiss με support τους Bon Jovi, των Dio με support τους Queensryche και των Iron Maiden με support τους Mothley Crue. Η εξήγηση σε αυτό το φαινόμενο είναι λογική, αν σκεφτεί κανείς πόσο συναρπαστικοί είναι οι Scorpions στη σκηνή, δείχνοντας μια δύναμη, έναν ενθουσιαμό και μια ενεργητικότητα που δύσκολα μπορεί κανείς να υποψιαστεί από τους δίσκους τους.

Η περιοδεία έκλεισε μετά από δεκατρείς μήνες, επισκέψεις στην Ευρώπη, Βόρεια και Νότια Αμερική, Αυστραλία, Ιαπωνία, Άπω Ανατολή, αλλά ακόμα και μετά το τέλος της, οι Scorpions εξακολουθούσαν να είναι σε ζήτηση. Έτσι, έπαιξαν στο γιγάντιο festival του Knebworth στην Αγγλία στις 22 Ιουνίου 1985 σαν δεύτερο όνομα κάτω από τους Deep Purple, σε άλλο ένα τεράστιο υπαίθριο συμβάν στη Μαλαισία, και τον Αύγουστο εμφανίστηκαν στο Texas Jam, μπροστά σε 80.000 άτομα και πάλι σαν προσκεκλημένου των Deep Purple.

To συγκρότημα ξεκουράστηκε, αλλά το καλοκαίρι του 1986 έκαναν και πάλι ορισμένες εμφανίσεις στα ευρωπαϊκά festival : συγκεκριμένα, έπαιξαν για δέυτερη φορά στο Castle Donington, σαν δεύτερο όνομα κάτω από τον Ozzy Osbourne, αλλά στη Γερμανία, στα festival Monsters Of Rock οι Scorpions ήταν headliners με προσκεκλημένο τον Ozzy, όπως και στην Ισπανία, με δεύτερο group το συγκρότημα του Michael Schenker που τώρα λέγονται McAuley-Schenker Group.

Λίγο πριν από τα καλοκαιρινά αυτά festival, άρχισε η ηχογράφηση για το νέο τους album, και στα τέλη του Οκτωβρίου του 1986 ήταν έτοιμοι οι σκελετοί για τα περισσότερα κομμάτια. Η ηχογράφηση αναμένεται να τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα και το album (το τελευταίο που προβλέπεται με τον Dieter Dierks, που δεν ξέρουμε αν θα ανανεωθεί) προβλέπεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 1987 μαζί με μια νέα παγκόσμια περιοδεία που θα αρχίσει από την Ευρώπη, και που μάλιστα θα είναι κι αυτή τεράστια, μια που οι Scorpions, όπως λένε και οι ίδιοι, παίζουν όπου υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα. (Στην Ελλάδα, φαίνεται, δεν υπάρχει, αλλά αυτό είναι μια άλλη ευκαιρία).

Κι έτσι για τους Scorpions ο δρόμος συνεχίζει παντοτινά, αφού σκοπεύουν να συνεχίσουν μέχρι να μην αντέχουν άλλο, κι αν παραμείνουν ένα τόσο εντυπωσιακό live συγκρότημα (πράγμα που απομένει να δούμε), έχουν ακόμα πολλά χρόνια μπροστά τους!

* Υλικό προέρχεται από το βιβλίο "Monsters Of Rock: Scorpions" των εκδόσεων Blow Up (Θεσσαλονίκη, τηλ. 231-0262531). Μετάφραση : Θόδωρος Ρωμανός.
  • SHARE
  • TWEET