Ο τρελός κόσμος του Arthur Brown και άλλες ιστορίες

Από τον Κώστα Σακκαλή, 13/12/2007 @ 08:03
Αναμφίβολα τα swinging sixties έχουν δημιουργήσει αρκετές ξεχωριστές και εμβληματικές φιγούρες. Καμία όμως τόσο ιδιαίτερη όσο αυτή του Arthur Brown.

Ο Screaming Jay Hawkins ήταν ο πρωτοπόρος αλλά ήταν πολύ μαύρος σε μία εποχή που αυτό απαγορευόταν... Ο Screaming Lord Sutch ήταν ο Βρετανός διάδοχός του αλλά παραήταν περίεργος σε μία εποχή που αυτό αποδοκιμαζόταν... Ο Arthur Brown όμως ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή. Υιοθέτησε τη θεατρική εμφάνιση των προηγούμενων, τη συνδύασε με την υπέροχη ψυχεδελική μουσική του και δημιούργησε αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν shock rock. Οι επί σκηνής εμφανίσεις του ήταν κάτι παραπάνω από απλές συναυλίες. Ήταν παραστάσεις που αφηγούνταν μία δικιά τους ιστορία, δεμένη πάντα με τα τραγούδια. Ο ίδιος εμφανιζόταν βαμμένος, με εντυπωσιακά ψυχεδελικά ρούχα και ένα σωρό άλλα εξαρτήματα, το γνωστότερο των οποίων είναι το περίφημο κράνος του που άναβε κατά τη διάρκεια του “Fire” τραγουδώντας με τις φλόγες να ξεπηδάνε πάνω από το κεφάλι του. Αντιγράφτηκε φυσικά κατά κόρον με πρώτο διδάξαντα τον Alice Cooper και στη συνέχεια τους Kiss, ενώ συλλήβδην η black metal σκηνή, συνειδητά ή μη, έχει επηρεαστεί από τις ιδέες του.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Arthur Brown δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα όντας φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο του Reading. Κατάφερε να ηχογραφήσει ένα single με δύο κομμάτια, το οποίο περιέφερε από εταιρία σε εταιρία συλλέγοντας απορρίψεις. Μέχρι τη στιγμή που ο μηχανικός ήχου με τον οποίo έγιναν οι ηχογραφήσεις τον έφερε σε επαφή με την Track, την εταιρία του Pete Townsend των Who. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν οι Crazy World Of Arthur Brown. Το συγκρότημα, εκτός από τον ίδιο στη φωνή, περιλάμβανε ακόμα τους Vincent Crane στο hammond, τον Drachen Theaker στα κρουστά και τον Nick Greenwood στο μπάσο.

Ο πρώτος ομώνυμος δίσκος τους εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1968, ενώ ήταν ηχογραφημένος αρκετούς μήνες πιο πριν. Η κλισέ φράση «τα λόγια είναι λίγα» εδώ βρίσκει το ακριβές της νόημα. Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς πλήρως το τι συμβαίνει σε αυτόν τον δίσκο. Βεβαίως πρόκειται για ψυχεδέλεια, δε χωράει αμφιβολία για αυτό. Μπορούμε απλώς να πούμε ότι η πρώτη πλευρά του δίσκου αποτελεί ουσιαστικά ένα ενιαίο σύνολο που αφηγείται μία εφιαλτική ιστορία με τον Arthur για πρωταγωνιστή. Τα τραγούδια διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο και αρκετά θέματα επαναλαμβάνονται ενισχύοντας τη συνοχή τους. Εδώ ακούγεται και η μεγάλη του επιτυχία “Fire”. Στη δεύτερη πλευρά το ύφος παραμένει το ίδιο, με το “I Put A Spell On You” του Screaming Jay Hawkins και το “I've Got Money” του James Brown να αποτελούν τις εκπληκτικές διασκευές του δίσκου. Ο Arthur με την απίστευτη φωνή του (αναφέρεται εύρος 4 οκτάβες) και τη συγκλονιστική του ερμηνεία κλέβει την παράσταση. Τραγουδάει άλλοτε ήπια και άλλοτε κολασμένα, με θεατρικότητα που τρομάζει. Παρασέρνει τον ακροατή σε μία εξώκοσμη πραγματικότητα, βγαλμένη από τους σκοτεινότερους εφιάλτες, χωρίς να καταντάει γραφικός. Ταυτόχρονα όμως καταφέρνει να διατηρεί την ευαισθησία και την αμεσότητα της pop μουσικής. Πρέπει να επισημανθεί και η τεράστια συμβολή του Vincent Crane στην διαμόρφωση του ήχου των συνθέσεων. Ο τεράστιος αυτός μουσικός συνοδεύει άψογα τη φωνή του Brown και του πιστώνεται μεγάλο μέρος του αποτελέσματος.

Χωρίς υπερβολή (ή έστω με μικρή δόση) ο δίσκος αυτός είναι ένας από τους 20 που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσει κανείς στη ζωή του!

Και ενώ όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά και η επιτυχία του single “Fire” εξασφάλιζε την απαραίτητη σιγουριά για το επόμενο βήμα, άρχισαν τα προβλήματα. Το συγκρότημα βουτηγμένο στο LSD και την ξέφρενη ζωή των sixties έχασε τη συνοχή του και άγγιξε την αυτοκαταστροφή. Σα να μην έφτανε αυτό, ο Arthur κατηγορήθηκε (πολλοί υποστηρίζουν άδικα) για αντιγραφή του “Fire” και αναγκάστηκε να παραχωρήσει το ήμισυ των δικαιωμάτων και των εσόδων του single. Τέλος τα εκρηκτικά show τους συχνά αποδεικνύονταν και καταστροφικά, όπως σε περιπτώσεις που ο drummer έσπαγε το set του αυθόρμητα (σε αντίθεση με το προγραμματισμένο κόλπο που έκαναν οι Who για παράδειγμα), με αποτέλεσμα να χρειάζονται τουλάχιστον 20 λεπτά για να ξαναστηθεί, ή όταν απαγόρευαν εμφανίσεις τους που περιελάμβαναν την παράσταση με τις φλόγες υπό το φόβο της πυρκαγιάς. Εν μέσω όλων αυτών των καταστάσεων ο Vincent Crane μαζί με τον Carl Palmer (drums), που είχε εν τω μεταξύ αντικαταστήσει τον Theaker, θα αποχωρήσουν για να σχηματίσουν τους απίθανους Atomic Rooster και ο Brown ηχογραφεί το 1969 το δεύτερο δίσκο των Crazy World. Ήταν όμως πολύ αντιεμπορικός και θα μείνει στις αποθήκες μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80, όταν και θα δει για πρώτη φορά το φως του ήλιου υπό τον τίτλο “Strangelands”. Η απουσία του Crane είναι αισθητή εδώ, όπως επίσης και η νέα κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει ο ανήσυχος Αρθούρος. Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι, επηρεασμένος από τη μουσική του Sun Ra, αφαίρεσε κάθε στοιχείο pop μουσικής του πρώτου δίσκου, κρατώντας και επεκτείνοντας όλα τα άλλα προκειμένου να επιδοθεί σε διαστημικούς και avant garde ήχους. Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα δύστροπο αλλά οι πολλαπλές ακροάσεις επιβραβεύουν το επίμονο αυτί.

Απογοητευμένος από τις εξελίξεις αλλά και παγιδευμένος από την τεράστια επιτυχία του “Fire” θα αποσυρθεί για ένα διάστημα για να επανεμφανιστεί το 1971 με νέους συνεργάτες και καινούργιο ήχο υπό τον τίτλο Arthur Brown's Kingdom Come. Η ψυχεδέλεια είχε ήδη διαγράψει τη σύντομη πορεία της και ο νέος αναδυόμενος ήχος ήταν το γενικά και αόριστα επονομαζόμενο progressive rock. Ο Brown, όντας ένας από τους προγόνους του, δε δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί με το νέο του σχήμα. Με τους Kingdom Come ηχογράφησε 3 δίσκους: τους “Galactic Zoo Dossier” (1971), “Kingdom Come” (1972) και “Journey” (1973). Ακολουθώντας έναν space rock ήχο, όχι μακριά από αυτόν των Hawkwind (με τους οποίους τους συνέδεαν και φιλικές σχέσεις), αλλά και χωρίς να εγκαταλείψουν τις ψυχεδελικές εμπνεύσεις τους, έπιασαν για άλλη μια φορά πολύ υψηλά ποιοτικά standards και αποτελούν έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του ιδιώματος. Η απουσία όμως εμπορικού hit, η εν γένει ιδιαίτερη συμπεριφορά τους και οι επαναστατικές και περιπετειώδεις ζωντανές εμφανίσεις τους δεν τους επέτρεψαν να καθιερωθούν ως ένα από τα μεγάλα ονόματα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι, απογοητευμένος από τη συνεχή φυγή των drummers του, στο "Journey" πρωτοπορεί για ακόμα μία φορά με τη απόφασή του να δημιουργήσει τον πρώτο rock δίσκο που να περιλαμβάνει drum machine! Αυτό βέβαια δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία όπου το μηχάνημα κόλλησε στη διάρκεια μιας συναυλίας, με αποτέλεσμα να συνεχίσει αδιάκοπα για 75 λεπτά με τη μπάντα να μην έχει άλλη επιλογή παρά να ακολουθεί το ρυθμό του! Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Brown: «Υπήρξε το πιο περίεργο jam που έκανα ποτέ μου και, πιστέψτε με, έχω βρεθεί σε αρκετά περίεργα jams».

Υπό το όνομα των Kingdom Come θα κυκλοφορήσουν ακόμα δύο δίσκοι, το διπλό “Lost Ears” και το “Jam”. Το πρώτο δεν είναι παρά μία συλλογή με τραγούδια από την επίσημη δισκογραφία τους, συν λίγα ακυκλοφόρητα, ενώ το δεύτερο αποτελείται από αυτοσχεδιασμούς της πρώιμης εκδοχής του γκρουπ.

Εν τω μεταξύ όσο του διέφευγε η εμπορική καταξίωση, άλλο τόσο ανέβαινε στην εκτίμηση των συναδέλφων του. Χαρακτηριστικές οι συνεργασίες του με τους Who, στην κινηματογραφική εκδοχή του “Tommy”, και με τους Alan Persons Project στην εξαιρετική ερμηνεία του στο “The Tell-Tale Heart”, ενός από τα highlight του ούτως ή άλλως υπέροχου δίσκου “Tales Of Mystery And Imagination”.

Ταυτόχρονα ξεκινά και μία, βραχύβια από ότι αποδείχτηκε, προσπάθεια για πιο mainstream ηχογραφήσεις. Το αμέσως επόμενο album του, υπό τον ειρωνικό τίτλο “Dance” (1974), είναι αποκηρυγμένο από τον ίδιο ως ό,τι χειρότερο έχει κάνει ποτέ. Η άποψη αυτή όμως το αδικεί. Σίγουρα για τα δεδομένα του είναι εγκληματικά συμβατικό, όμως ξεχειλίζει από ειρωνεία και χιούμορ, η ιδιοσυγκρατική ερμηνεία του είναι πάντα παρούσα και εν τέλει για εμπορικός ροκ δίσκος είναι πολύ αξιόλογος. Επίσης περιέχει μία ξεχωριστή διασκευή στο “We 've Got To Get Out Of This Place” που του χάρισε μια στιγμιαία προσοχή. Το επόμενο βήμα του στο ίδιο μονοπάτι είναι ακόμα καλύτερο. Το “Chisholm in My Bosom” (1977) είναι ένα πολύ αδικημένο κομμάτι της δισκογραφίας του που φανερώνει περισσότερο από κάθε άλλο τις soul/gospel αναφορές του και θα μπορούσε να συγκινήσει ένα ευρύ rock ακροατήριο. Αλλά φευ! Αντί να λειτουργήσουν οι δίσκοι αυτοί σαν εφαλτήριο για την ευρύτερη αποδοχή του, τελικά στράφηκαν εναντίον του, καθώς έχασε και τους πιστούς ακροατές που τον ακολούθησαν στους underground πειραματισμούς του.

Η απάντησή του υπήρξε το άλλο άκρο. Δύο δίσκοι ακραίων ηλεκτρονικών αναζητήσεων με ελάχιστη επαφή με το rock, τα “Speak No Tech” (1981) και “Requiem” (1982), που εκδόθηκαν αρχικά σε πολύ λίγα αντίτυπα και πέρασαν εντελώς απαρατήρητα. Όχι ότι είναι κακοί δίσκοι, κάθε άλλο. Αξίζουν παραπάνω από μία ακροάσεις. Απλά με τους δίσκους αυτούς ο Brown εγκλωβίστηκε στην εσωστρέφεια και τους πειραματισμούς, γεγονός που τον οδήγησε τελικά και στην απόσυρσή του από το προσκήνιο.

Πέρασαν 16 χρόνια για να επιστρέψει στις ηχογραφήσεις. Το 1998 τον βρίσκει να συμμετέχει στον δίσκο του επί χρόνια θαυμαστή (και αντιγραφέα του) Bruce Dickinson. Στο “Chemical Wedding” του τελευταίου έχει αναλάβει το ρόλο του αφηγητή. Όπως ο ίδιος εξηγεί σε συνέντευξή του, πολλοί τον μιμήθηκαν και έγιναν γνωστοί, ο Dickinson ήταν ο μόνος που τον ευχαρίστησε προσωπικά λέγοντάς του ότι έβγαλε εκατομμύρια αντιγράφοντάς τον.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το single “Vampire Love”, η πρώτη ηχογράφηση υπό το όνομα των Crazy World μετά από 30 χρόνια. Αυτό συνδυάστηκε και με την πρώτη και μοναδική έως τώρα συναυλία του στην Ελλάδα, όπου έδωσε μια φλογερή (!) παράσταση και πραγματικά συνεπήρε όλους όσοι είχαμε την τύχη να την παρακολουθήσουμε.

Έκτοτε ακολούθησαν τρία ακόμα επίσημα album, τα δύο υπό το όνομα των Crazy World (“Tantric Lover” - 2000 και “Vampire Suite” - 2003) και το φετινό “Voice Of Love” ως Amazing World Οf Arthur Brown. Στα πλαίσια της περιοδείας αυτού του άλμπουμ του θα εμφανιστεί στις 16 Δεκεμβρίου μαζί με τους θρυλικούς Pretty Things στην Αθήνα.

Ο καλλιτέχνης που άγγιξε την απόλυτη επιτυχία για να χαθεί στη συνέχεια στο underground, ο τραγουδιστής με μία από τις καλύτερες φωνές στην ιστορία της ροκ, ο απόλυτος performer που με το στυλ του άλλαξε τη φυσιογνωμία της συναυλίας, σας καλεί να ανακαλύψετε το θεότρελο κόσμο του. Δισκογραφικά ή συναυλιακά, μη χάσετε την ευκαιρία...

  • SHARE
  • TWEET