Jesus Christ Superstar: Μία υπέρλαμπρη παραγωγή ή μήπως όχι;

22/04/2007 @ 05:58
Η ώρα είναι 8:30 και κατευθυνόμαστε προς την είσοδο του Badminton Theater, ενός πραγματικά σύγχρονου και μεγάλου θεάτρου (2.500 θέσεων), άρτια εξοπλισμένου και όμορφα σχεδιασμένου και διακοσμημένου - λιγοστές ενστάσεις οι αποστάσεις μεταξύ των σειρών (όπου δυσκολεύεσαι πολύ να περάσεις αν υπάρχουν καθήμενοι θεατές) και η αλλαγή του κυανού χρώματος των λαμπτήρων της αίθουσας σε ερυθρούς. Γενικότερα, δεν είναι ό,τι καλύτερο έχουμε δει (ιδίως σε θέματα ήχου και σωστής θέασης απ' όλα τα διαζώματα), αλλά είναι σίγουρα αξιόλογο ως πολυχώρος.

Βέβαια, το πρανές με την άριστη κλίση, που επιτρέπει (επιτέλους σε ελληνικές αίθουσες!) τη σωστή θέαση της παράστασης, ακόμη και αν ο θεατής μπροστά σας είναι παίκτης της εθνικής ομάδας μπάσκετ, καθώς και η όλη αρχιτεκτονική του χώρου μας αποζημιώνουν με το παραπάνω, προσφέροντας εξαιρετικές υπηρεσίες (π.χ. εύκολη πρόσβαση και έξοδος από και προς όλους τους χώρους), που αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση προς τα υπόλοιπα θέατρα / πολύ-χώρους.

Τέλος, οφείλουμε να δώσουμε τα συγχαρητήριά μας στην ΑDaM productions και την Ticketnet για τις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες τους σε όλα τα επίπεδα (ευγένεια, αποτελεσματικότητα / εκπαίδευση των υπαλλήλων τους και άψογη οργάνωση σε όλα τα επίπεδα - π.χ. είχαν προσέξει ακόμα και στις τηλεοράσεις lcd που εξυπηρετούσαν τους θεατές που κάθονταν πολύ μπροστά ώστε να μη μπορούν να διαβάζουν τους υπέρτιτλους, να καλύπτουν με πανί το μέρος που δεν εμφανιζόταν η μετάφραση, έτσι ώστε να μην απορροφά την προσοχή τους περισσή ακτινοβολία φωτός!).



Ας περάσουμε όμως στα της παράστασης. Καταρχήν να αναφέρουμε πως ο γράφων είναι μεγάλος θαυμαστής του έργου των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice, έχοντας δει όλες τις μαγνητοσκοπημένες παραγωγές και έχοντας ακούσει σχεδόν κάθε επίσημη εκδοχή του έργου τους. Παρά ταύτα, έχοντας διαβάσει διθυραμβικές κρητικές για την εν λόγω παραγωγή, πήγε μάλλον ενθουσιασμένος παρά προκατειλημμένος. Μάλιστα, είχε σκοπό να παρακολουθήσει την παράσταση πάνω από μία φορά. Το αν όμως θα το πράξει, αφήνουμε να το συμπεράνετε μόνοι σας μέσω της κριτικής που ακολουθεί.

Καταρχήν θα πρέπει να δώσουμε τα συγχαρητήρια μας για την άψογη δουλειά που έγινε στη μεταγλώττιση της παράστασης! Θα ήθελα πολύ να βρω το κείμενο καθώς και τον μεταφραστή (δεν τον / την εντοπίσαμε στο πρόγραμμα της παράστασης) για να του / της εκφράσω τα θερμά μου συγχαρητήρια καθώς όχι μόνο κράτησε ανέπαφο το ακριβές νόημα, αλλά μετέφερε και τη μουσικότητα των στίχων του Tim Rice, δίνοντας μας μία υπέροχη απόδοση / διασκευή στην ελληνική γλώσσα και όχι μία απλή μετάφραση.

Μακάρι να μπορούσαμε όμως να πούμε το ίδιο και για τον ταλαντούχο Charl Johan Lingenfelder (μουσική διεύθυνση και νέες ενορχηστρώσεις). Αν και θέλησε να πειραματιστεί και να δώσει νέα στοιχεία στην παράσταση, μάλλον έχασε το στοίχημα στα σημεία, μιας και έλειπαν οι πραγματικά τολμηρές τομές και η ενιαία αισθητική (κάτι βέβαια για το οποίο ευθύνεται κυρίως η σκηνοθετική γραμμή του Warwick), αλλά και 1-2 μουσικά περάσματα που παραλίγο να προξενήσουν το γέλιο μας.

Τα σκηνικά λιτά και λειτουργικά (αν και προσπαθώ ακόμα να ξεχάσω τον δυσκίνητο και άθλιο μηχανισμό «Του Σταυρού»), όμως έδειχναν να ασφυκτιούν στον συγκεκριμένο χώρο, και χλιαρή εντύπωση μας έκανε το «φόντο - τείχη» που θα μπορούσε να λείπει. Αν και δεν αποτελούσαν κάτι το πραγματικά ξεχωριστό και αντάξιο της φήμης του Keith Anderson, υπηρετούσαν την παράσταση χωρίς να την υποσκελίζουν μεν, αλλά ούτε και να την αναδεικνύουν δε. Το ίδιο όμως δε θα λέγαμε για τα υπέροχα κουστούμια του ιδίου, που χωρίς να υπερβάλουν, διαφοροποιήθηκαν από άλλες παραγωγές, έχοντας το δικό τους ύφος και στιλ, τονίζοντας τα στοιχεία κάθε ρόλου (π.χ. ο ενδυματολόγος ναι μεν ντύνει στα λευκά -το χρώμα της αγνότητας το ιερατείο- αλλά «βάφει» κόκκινο με το χρώμα του αίματος τον ποδόγυρο, κάνοντας ένα πραγματικά εύστοχο σχόλιο!) και λαμβάνοντας επιπροσθέτως υπ' όψιν ακόμα και την προσωπικότητα / ερμηνεία των συγκεκριμένων ηθοποιών στον κάθε ρόλο!

Οι φωτισμοί, όπως και οι χορογραφίες, δυστυχώς σε άλλα σημεία ήταν καλοί και υπαινικτικοί και σε άλλα μάλλον αδιάφοροι και αναμενόμενοι. Τέλος ο σχεδιασμός ήχου δεν επιφύλασσε κάτι ιδιαίτερο.

Όσον αφορά τους ηθοποιούς και τους τραγουδιστές ως σύνολο, μπορούμε να πούμε πως γενικά προσπάθησαν, δίνοντας μας τον καλό τους εαυτό, αλλά ίσως κάπου οι ίδιοι, ίσως και ο σκηνοθέτης, μας κράτησαν σε απόσταση από τον «καλύτερο τους εαυτό», που θαρρώ πως τον αξίζαμε, αλλά δεν τον λάβαμε. Αρνούμαι να πιστέψω πως εξαντλήθηκαν οι αρετές και οι δυνατότητές τους.

Η Gina Shmukler (Μαρία Μαγδαληνή), αν και λανθασμένη επιλογή από τον (casting) director, έδωσε τον καλύτερό της εαυτό υποκριτικά και τραγουδιστικά, δίνοντάς μας μία ειλικρινή και δυνατή ερμηνεία. Ο δε Robert Finlayson (Ιούδας) σχοινοβατούσε άλλοτε μεταξύ μιας ξεχωριστής και συγκεντρωμένης ερμηνείας και άλλοτε μιας μάλλον βαρετής γι' αυτόν - σαν να μη συμφωνούσε ως ερμηνευτής σε κάποια σημεία. Έτσι, ενώ σε πολλά σημεία ήταν πολύ καλός, σε άλλα ήταν μέτριος και δεν κατάφερε να υπερβεί τη σύγκριση με τους εξαιρετικούς προκατόχους του...

Οι Graham Bourne και Timothy Bull (Καϊάφας και Άννας αντίστοιχα) ήταν απολαυστικοί φωνητικά σε απαιτητικούς ρόλους και πραγματικά θα θέλαμε να δούμε τι παραπάνω θα μπορούσαν να κάνουν εκφραστικά (με τη φωνή τους) και υποκριτικά, κάτω από καλύτερη ή πιο επισταμένη καθοδήγηση. Το ίδιο (υποκριτικά) σκεφτόμαστε και για τους Anton Luitingh και Rohan Browne (Πόντιος Πιλάτος και Ηρώδης / Φίλιππος αντίστοιχα), οι οποίοι μας άρεσαν, αλλά η συνοχή της ερμηνείας τους μας προβλημάτισε. Επίσης μνεία πρέπει να γίνει στον ορεξάτο Jaco Van Rensburg (Συμεών Ζηλωτής) και στον μόνο μάλλον ηθοποιό που μπόρεσε προς στιγμή να σπάσει την ψεύτικη / οπερετική υπόκριση, τον Brennan Holder (Πέτρος).



Τέλος, ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε ο μόνος μη επαγγελματίας στο χώρο του θεάτρου ή του μιούζικαλ, ο διάσημος στην Αφρική ροκ τραγουδιστής Cito (Ιησούς Χριστός). Δίχως να διεκδικεί -δυστυχώς- τα πρωτεία για την καλύτερη ερμηνεία στον συγκεκριμένο ρόλο που έχουμε ακούσει / δει, κατάφερε να αντεπεξέλθει αξιοπρεπέστατα σε έναν πολύ απαιτητικό και δύσκολο ρόλο, τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά (αν λάβουμε υπ' όψιν μας φυσικά το ότι δεν είναι ηθοποιός). Πειστικός και δυνατός, τραγούδησε με σιγουριά και συναίσθημα ακόμα και τα πιο δύσκολα μέρη του έργου, αποφεύγοντας εντέχνως σκοπέλους και πολύ δύσκολες / παθιασμένες «τσιρίδες» ή υψηλές κορώνες που έχουμε απολαύσει στο παρελθόν...

Όπως πιθανόν να παρατηρήσατε, αφήσαμε την, όπως πάντα νευραλγική για τη σημασία του αποτελέσματος, σκηνοθεσία για το τέλος. Ο Paul Warwick Griffin είναι ένας έμπειρος ηθοποιός (μάλιστα, έπαιξε επιτυχώς και τους δύο πρωταγωνιστικούς αντρικούς ρόλους του Jesus Christ Superstar στο παρελθόν) και ως εκ τούτου θα περίμενε κάποιος να έχει δοθεί μια πιο τολμηρή και ουσιαστική ματιά στο έργο των Webber / Rice. Πως θα αντλούσε από τους ηθοποιούς τις πραγματικά κορυφαίες ερμηνείες, ίσως τις καλύτερες που θα υπήρχαν ποτέ από όλες τις παραγωγές του έργου. Πως θα τολμούσε μία πραγματική τομή, θα είχε μια εντελώς φρέσκια / εμπνευσμένη πρόταση, ή έστω, αν όχι αυτό, στον αντίποδα θα πρότεινε μία πραγματικά κορυφαία εκτέλεση του έργου - με άποψη. Ειδάλλως, ποιος ο λόγος (πέραν του σχεδόν σίγουρου εισπρακτικού κέρδους) να υπάρξει ένα ακόμα ανέβασμα / εκδοχή του JCS...;

Σίγουρα δε λέμε πως ο Griffin δεν είχε κάποια εμπνευσμένα σημεία ή πως μας έδωσε μία αδιάφορη ή κακή παράσταση! Τουναντίον, είχε πολλά καλά σημεία και γενικά ήταν μία αξιόλογη παραγωγή που άξιζε το εισιτήριό της. Όμως, αναλογιζόμενοι τον μύθο που οι ίδιοι οι παραγωγοί αλλά και διάφοροι κριτικοί έχτισαν γύρω από τη συγκεκριμένη παράσταση, αλλά και φυσικά την ιστορία και την αξία του πονήματος των Webber και Rice (ένα απ' τα καλύτερα μιούζικαλ - «ροκ όπερα» όλων των εποχών), δυστυχώς αν έπρεπε να συνοψίσουμε μονολεκτικά κάτω από αυτό το πρίσμα την κριτική της παράστασης, θα καταλήγαμε στην εξής μία λέξη: μέτρια.

Αν θέλετε τη γνώμη μας, σας προτρέπουμε να δείτε την παράσταση γιατί το αξίζει. Βέβαια, διαλέξτε προσεκτικά το αντίτιμο του εισιτηρίου που είστε διατεθειμένοι να καταβάλετε... Δείτε την παράσταση γιατί το αξίζει: και ως ένα απ' τα καλύτερα μιούζικαλ όλων των εποχών, αλλά και ως συγκεκριμένη παραγωγή, χωρίς όμως να τη μυθοποιήσετε αλλά και έχοντας στο νου πως, τελικά, ίσως να σημαίνει πως ήρθε η ώρα να αποτάξουμε μιζέριες και ηττοπάθειες, μιας και υπάρχει στη χώρα μας πολύ αξιόλογο δυναμικό που άνετα, με την κατάλληλη υποδομή και υποστήριξη, θα μπορούσε να μας προσφέρει το ίδιο καλές, αλλά και ακόμα καλύτερες / αξιολογότερες, παραγωγές – π.χ. το «2» του Δημήτρη Παπαϊωάννου.



Εν κατακλείδι, χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε την αξία κανενός απ' τους συντελεστές και την πραγματικά συνολικά καλή δουλειά τους, θα θέλαμε να σχολιάσουμε προς τους αναγνώστες μας πως παραγωγές τέτοιου επιπέδου αντιμετωπίζονται με άλλα κριτήρια, σαφώς πιο αυστηρά, καθώς όχι μόνο θα έπρεπε να ανταποκρίνονται και να ξεπερνούν τις προσδοκίες του κοινού, αλλά και τους «αυτό-υμνητικούς» χαρακτηρισμούς που οι ίδιοι παραθέτουν στα βιογραφικά της παράστασης... και ο νοών...

Υ.Γ.: Ακούστηκαν παράπονα για φάλτσα και προβλήματα ήχου στην παράσταση της πρεμιέρας. Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως πέραν μερικών μικρών λαθών, στην παράσταση που παρακολουθήσαμε εμείς δεν εντοπίσαμε κάτι σοβαρό (π.χ. ένα λαθάκι του «Καϊάφα», μερικές μεταπτώσεις του «Ιούδα» και 1-2 «βυθίσματα» στον ήχο).

  • SHARE
  • TWEET