Εδώ, Υπάρχει Άσυλο

Οι δύο ταινίες διαδραμούσες σε διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος, την ίδια εποχή, συναντώνται στο ίδιο πάλκο

Από την Κέρη Καραλή, 02/10/2015 @ 12:18
B-Movie: Lust & Sound in West Berlin 1979-1989 (Γερμανία, 2015)
Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο (Ελλάδα, 2015)

Η επιστροφή, η επι-στροφή, η επισ-τροφή επιμένει σ' εκείνα τα παρελθόντα, που κερδίζουν έδαφος στις αναμνήσεις. Θα μπορούσα να πω, ίσως και καταχρηστικώς, πως η μουσική περπατάει στο δρόμο της επιστροφής. Επιστροφή σε ό,τι ήδη έχει παιχτεί, μα και (επισ-) τροφή όλων εκείνων που ακόμη αναμένουν. Η καταγραφή λοιπόν, τέτοιων επιστροφών, όπως κι αν γράψουμε την λέξη, μάς ενδιαφέρει, κυρίως όταν αποτυπώνεται στο κινηματογραφικό βλέμμα όσων προσπαθούν να συνδέσουν το «τότε» με το «τώρα». Στο «τότε» γυρίζουμε παρακολουθώντας δυο μουσικά ντοκιμαντέρ με φόντο την μυστηριώδη και, τολμώ να πω, «θρυλική» δεκαετία του '80, το μεν στο υπόκωφο underground του Δυτικού Βερολίνου, το δε στην ταραχώδη ατμόσφαιρα του κέντρου της Αθήνας. Και τα δυο πάντως, γυρισμένα στο «τώρα», αξίζουν της προσοχής μας.

B-Movie: Lust & Sound in West Berlin 1979-19891. B-Movie: Lust & Sound in West Berlin 1979-1989 / Λαγνεία & Μουσική στο Δυτικό Βερολίνο (Γερμανία, 95' - Φεστιβάλ Αθηνών Νύχτες Πρεμιέρας, Σκηνοθεσία, Γιόργκ Α. Χόπε, Κλάους Μεκ, Χάινο Λάνγκε).

Ό,τι γινόταν στο Δυτικό Βερολίνο, παρέμενε πίσω από τις τρίμετρες πλάτες του Τείχους, αυστηρά μέσα στο Δ. Βερολίνο. Το underground, το παράνομο, το εναλλακτικό ξυπνούσε εντός και πέριξ της Kreuzberg, συνοικίας που συνέλλεγε τις «διαφορετικές» τάσεις του σκοτεινού ήχου. Όταν το prog rock της δεκαετίας του '70 ακουγόταν παρωχημένο, οι πόρτες του Risiko club άνοιγαν για να υποδεχθούν το «αίμα» που κυλούσε στα industrial beats, τις kraut στριγκλιές, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τα ποτά, τα ναρκωτικά. Ο περιηγητής της ταινίας, αφήνοντας το Μάντσεστερ της Αγγλίας προς αναζήτησιν νέων μουσικών οριζόντων, αφίχθη εκεί όπου η γερμανική σκηνή των Tangerine Dream και Neu! άπλωνε τις βρώμικες σινδόνες της, στα πέτρινα στρώματα των πολυκατοικιών της διχοτομημένης πόλης.

Ο Blixa Bargeld και οι Einstürzende Neubauten, ο Nick Cave και οι Birthday Party, οι Malaria!, η Gudrun Gut, εγκατεστημένοι στην γκριζωπή αναταραχή, γυρνούσαν από μπαρ σε μπαρ, από live σε live, παίζοντας με τις φόρμες, σπάζοντας οιαδήποτε στεγανά με το παρελθόν τους. Το original footage από συνομιλίες, συνεντεύξεις, ζωντανές εμφανίσεις και διοργανώσεις αποτελεί βασικό και κύριο οδηγό της ταινίας, το οποίο συμπλεκόμενο με το φανταστικό κομμάτι της και την δραματουργία, αφήνει στον θεατή την διερώτηση για το πού ξεκινά το πρώτο και πού τελειώνει το δεύτερο.

Παρούσα στην προβολή, η Gudrun Gut, μουσική παραγωγός και dj, η οποία παίζει στο ντοκιμαντέρ, απάντησε στις ερωτήσεις των θεατών, επισημαίνοντας ότι «το 90% της ταινίας είναι αληθινό, γιατί έτσι ζούσαμε τότε, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο». Παλμός, ειλικρίνεια, αποδόμηση του καθωσπρεπισμού χαρακτηρίζουν το φιλμ, που κάνει μια απότομη βουτιά στο εσωτερικό του δωματίου του Cave, στο υπόγειο μιας γέφυρας όπου οι Neubauten έπαιζαν σκυφτοί, λόγω του χαμηλού ταβανιού, στο δισκάδικο όπου σχεδόν μονοπωλούσαν σε πωλήσεις οι δίσκοι των Joy Division. Αλλά και η παρακμή της «υπόθεσης», όπως σημειώθηκε από τις μνήμες όσων παρέμειναν και μετά το '89 στην πόλη, όταν το disco-rave-techno τούς είχε προλάβει, και ο σκληρός της πυρήνας είχε «μεταναστεύσει» σε νέους τόπους φιλοξενίας, κλείνει την περιήγηση.

Ό,τι μου έμεινε από την ταινία, ίσως μπορεί να συνοψιστεί στους στίχους του Αρσένι Ταρκόφσκι: «Τόσο μακρινή είναι η μέρα που γεννήθηκα / που δεν μπορώ πια να μιλήσω. / Μια πόλη ονειρεύτηκα / σε όχθη από πέτρα. / Κι εγώ κείτομαι στου ποταμού τον πάτο / και βλέπω μεσ' απ' το νερό / φως μακρινό, μεγάλα σπίτια / του άστρου πράσινες ακτίνες» (κενός τίτλος, 1938).

Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο2. Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο (Ελλάδα, Σκηνοθεσία Μιχάλης Καφαντάρης, Σενάριο Θανάσης Γιαννόπουλος).

Δευτέρα βράδυ. Στο σινεμά Μικρόκοσμος γνωστές φιγούρες είχαμε μαζευτεί και καπνίζοντας ή κρατώντας ένα μπουκάλι μπύρας, περιμέναμε ν' ανοίξουν οι πόρτες για ν’ αρχίσει η προβολή. Κάποια εξ όσων διαδραματίστηκαν κατά την αναθυμιογόνα δεκαετία του 1980 στην Αθήνα, η αναζήτηση ασύλου στις πλατείες, στην Πλάκα, στους δρόμους, το punk-rock new wave, οι πνευματικές εκρήξεις των νέων και η επιχείρηση καταστολής των, πρωταγωνιστούν σε μια ταινία αποτύπωσης της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.

Υπό το κινηματογραφικό βλέμμα της αφηγητρίας-Μητέρας (Όλυα Λαζαρίδου), που απευθύνεται στην Κόρη (Βάσω Καμαράτου), τον διάλογο μελών συγκροτημάτων (Stress, Groupies, Villa 21, Yell-o-Yell, South Of No North, Magic De Spell, Παρθενογέννεσις, Ανυπόφοροι, Not 2 Without 3, Libido Blume, Αρνάκια, Χωρίς Περιδέραιο, Clown) και δισκογραφικών εταιρειών (Creep Records, Enigma, Art Nouveau), αποκτούμε μια αίσθηση μέσω της προσωπικής οπτικής ματιάς, για το βίωμα της -εν λόγω- δεκαετίας. Η καταγραφή, λοιπόν της μουσικής σκηνής δεν απετέλεσε στόχο ή προορισμό της κινηματογράφησης, αφού οι σημαντικές ελλείψεις συγκροτημάτων (Γενιά Του Χάους, Αδιέξοδο, Ex Humans, Αντί...), εταιρειών (Wipe Out Records, Δικαίωμα Διάβασης / Didi), των σκηνών Θεσσαλονίκης και Πάτρας, το μαρτυρούν.

Η ταινία, σαν κεφάλαιο από κάποιο βιβλίο, μάς κοινωνούσε την καθημερινότητα του συγγραφέα του, με το στίγμα ενός υφέρποντος ρομαντισμού, σε μια κοινωνικοπολιτικά ανάσταση πόλη, που αντιδρούσε ως σκοτεινός μελωδικός παροξυσμός. Η δολοφονία Καλτεζά, οι δύο καταλήψεις του Χημείου, οι συναυλίες στο Σπόρτινγκ, το Rock In Athens στο Καλλιμάρμαρο, εξήγησαν κάποιες από τις αιτίες και τις αφορμές της «υπόγειας» κοινωνίας που χτίστηκε εντός της ήδη υπάρχουσας. Το χρονικό αποδόθηκε περισσότερο μέσω της πρόσφατης συναυλίας πολλών εκ των συγκροτημάτων στο Gagarin (14.3.2015), παρά μέσω της χρήσης original footage της εποχής. Έτσι, ο σκηνοθέτης στήριξε την πλοκή στην αντίθεση μεταξύ του «ρομαντισμού» και της αγριότητας του κινήματος.

Ξαναζωντανεύοντας το φιλμ στον νου μου, η γεύση που μου έμεινε και ίσως καλύτερα το παρουσιάζει, βρίσκεται στους στίχους της Κατερίνας Γώγου, την οποία ένοιωθα παρούσα στην ιστορία: «Μια πόρτα με τρυφερά ξεβαμμένα, βαθιά κάποτε, χρώματα στάθηκε μπροστά μου. Ήταν ψηλή, δεν ξέρω γιατί έσκυψα, άνοιξε μόνη της και στις μύτες προχώρησα μέσα. Σε δωμάτια αυλές.» (Διάδρομος, Με Λένε Οδύσσεια).

Οι δύο ταινίες διαδραμούσες σε διαφορετικό γεωγραφικό πλάτος, την ίδια εποχή, συναντώνται στο ίδιο πάλκο, μοιράζοντας τον ίδιο θάνατο, που κύλισε στους αέρηδες των ουρανών τους, τυλίγοντας το σάβανό τους, απότομα και βίαια. Η περιπλάνηση του Nick Cave στους δρόμους των Εξαρχείων, πριν φθάσει στο Δυτικό Βερολίνο, επιβεβαίωσε -μέσα μου- την σημασία του Δρόμου. Ενός Δρόμου που πλησιάζει τις τάσεις, τις ενώνει, τις επιβεβαιώνει, και ζητεί την αδιάκοπη συνέχεια, δίχως προορισμούς ή τερματικούς σταθμούς. Αυτή η διαδρομή, που άρχισε από την κατάρρευση της μουχλιασμένης κοινωνικής σιλουέτας, ετούτη η διαδρομή θα συνεχίζει όσο οι άνθρωποι σε εγρήγορση, καταστρέφουμε, διαφωνούμε, αντιδρούμε, αναθεωρούμε και αντιτασσόμαστε σε ό,τι «εύκολο», σε κάθε ύπουλη και ύποπτη επιβολή, ενθυμούμενοι -πάντα- πως η βασική «εργασία» του ανθρώπου είναι η σκέψη. Και η επιστροφή, όπως κι αν γράψουμε την λέξη, μπορεί να είναι η αρχή της διαδρομής, που εν τέλει, θα μας παρέχει το Άσυλο που αναζητούμε!

Εύχομαι, το βερολινέζικο κοινό που δοκίμασε τα close-ups της δικής του σκηνής, να δοκιμάσει το plan américain και της ελληνικής underground 1979-1989.
  • SHARE
  • TWEET