Burdens Of A Harlequin - Αφιέρωμα στους Opeth

Από τον Άλκη Κοροβέση, 24/03/2009 @ 09:03
Την ονομασία «Opet» σκαρφίστηκε ο Wilbur Smith για να ονομάσει μια πόλη στο φεγγάρι, στη νουβέλα του "Sunbird". Που να ήξερε ότι το όνομα αυτό θα αποτελούσε σημείο αναφοράς στο χώρο της μουσικής δεκαετίες αργότερα, όταν και το δανείστηκε μια παρέα νέων Σουηδών μουσικών το 1990, μεταξύ των οποίων και ο David Isberg, και, προσθέτοντας του ένα «h», δημιούργησε ένα όχημα μουσικής περιπλάνησης, μην έχοντας υπόψιν της μέχρι που μπορεί να φτάσει. Στο όχημα αυτό τελευταία στιγμή επιβιβάστηκε και ένας ξανθός μακρυμάλλης χίπης, με το περίεργο όνομα Michael Åkerfeldt, έχοντας μόλις αφήσει πίσω του τους Eruption, μια '80s cover band, με αρκετή διάθεση για κάτι καινούριο.


Τα πράγματα δεν ξεκίνησαν ιδανικά για τον μικρό Michael, μιας και ο φίλος του που τον έφερε στη μπάντα ως μπασίστα δεν είχε ειδοποιήσει τα υπόλοιπα μέλη και ιδίως τον νυν αλλά πολύ σύντομα πρώην μπασίστα για αυτή του την ενέργεια. Ως εκ τούτου, ως κύριοι που ήταν οι μουσικοί εκείνες τις εποχές, άπαντες πριν του Isberg και της πέτρας του σκανδάλου σηκώθηκαν κι έφυγαν, αδιαφορώντας για τα δικαιώματα του ονόματος της μπάντας. Ούτως ή άλλως, ποιος μπορεί να κάνει καριέρα με τόσο ηλίθιο όνομα, σκέφτηκαν.



Μην έχοντας στο νου τους να συνεχίσουν ως pop ντουέτο στα βήματα των Pet Shop Boys, η σατανική δυάδα αναζήτησε απεγνωσμένα νέα μέλη. Δοκιμασμένη λύση από τους Eruption, ο Anders Nordin, ο οποίος έφερε μαζί του και τον μπασίστα Nick Dorring και μαζί με τον Andreas Dimeo το πρώτο lineup των Opeth ήταν γεγονός. Isberg - φωνή, Akerfeldt - κιθάρα, Doring - μπάσο, Nordin - drums, Dimeo - κιθάρα. Αυτό δεν έμελλε να παραμείνει έτσι για πολύ καιρό, αφού μερικές συναυλίες αργότερα οι Doring και Dimeo αποχώρησαν και τις θέσεις τους κατέλαβαν προσωρινά οι DeFarfalla και Pettersson. Μετά και από τη δική τους αποχώρηση, την οποία ακολούθησε και ο Isberg, ο Akerfeldt ανέλαβε και τα φωνητικά, ενώ έφερε στο συγκρότημα τον Lindgren για δεύτερη κιθάρα. Το μπάσο έμενε προς το παρόν ορφανό.







Με αυτό το lineup και την επιστροφή του DeFarfalla η μπάντα ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο, μέσω της Candlelight Records το 1994. Death metal με folk και πρώιμες progressive επιρροές χαρακτηρίστηκε από πολλούς και παραμένει μέχρι σήμερα ο πιο απρόσιτος δίσκος τους, κυρίως λόγω της μεγάλης διάρκειας των κομματιών, της cult παραγωγής και των πολλών εναλλαγών των riffs. Ένα ντεμπούτο που κάνει τη διαφορά, μπλέκοντας ακραία στοιχεία αλλά και αρκετά πιο ήπια με πολλές έντονες μελωδικές γραμμές.




Δυο χρόνια μετά και έχοντας πλέον παίξει ζωντανά με συγκροτήματα όπως οι At The Gates, Impaled Nazarene, Ved Buens Ende και Morbid Angel, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο γνωστά εκείνη την εποχή, κυκλοφόρησε ο διάδοχος του "Orchid", το "Morningrise". Αυτός ήταν ο δίσκος που έφερε τη μπάντα στην αφρόκρεμα της ακόμα underground σκηνής, λίγο προτού περάσουν στα μεγάλα σαλόνια. Ήταν επίσης ο πρώτος τους δίσκος στον οποίο κάθε κομμάτι ξεπερνούσε τα 10 λεπτά σε διάρκεια, ενώ περιέχει και το μακροσκελέστερο κομμάτι που έχουν γράψει, το "Black Rose Immortal". Την περίοδο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, οι Akerfeldt και Lindgren έδιωξαν τον DeFarfalla, ενώ ο Nordin πήρε μεταγραφή στην Corinthians, μετακομίζοντας μόνιμα στη Βραζιλία. Το ερώτημα που ταλάνιζε τον Akerfeldt πλέον είχε να κάνει με την ανάγκη ύπαρξης ή όχι των Opeth. Ευτυχώς για μας, η απάντηση ήρθε με την πρόσληψη του πρώην drummer των Amon Amarth, Martin Lopez (με ρίζες από την Ουρουγουάη), και του συμπατριώτη και φίλου του Martin Mendez στο μπάσο. Η κατά ήμισυ λάτιν και κατά ήμισυ σουηδική τετράδα φάνταζε ικανή να αντέξει στο χρόνο, κάτι που όντως επαληθεύτηκε από τα γεγονότα.




Η ηχογράφηση του -κατά παραδοχή του Michael Akerfeldt πιο black δίσκου τους- "My Arms, Your Hearse" σήμανε και τη λήξη του συμβολαίου των Opeth με την Candlelight Records και τη μεταπήδηση τους στην Peaceville, μια από τις κορυφαίες εταιρίες εκείνης της εποχής. Ο δίσκος που κυκλοφόρησε το 1998 ήταν ο πρώτος concept δίσκος για τους Opeth, ενώ ένα χαρακτηριστικό του ήταν ότι οι τίτλοι των κομματιών είναι οι τελευταίοι στίχοι των αμέσως προηγουμένων. Μετά από αρκετό καιρό στα Fredman studios και μια περίοδο απεξάρτησης από τον εθισμό στο playstation, η μπάντα ηχογράφησε τον τέταρτο κατά σειρά και δεύτερο συνεχόμενο concept δίσκο της με τίτλο "Still Life", στρεφόμενη σε πιο ατμοσφαιρικές συνθέσεις, πολλαπλασιάζοντας τις μελωδίες και τα ακουστικά περάσματα, σε σύγκριση με τον προκάτοχο του. Ο πιο εμπορικός μέχρι τότε δίσκος των Opeth αποτέλεσε και την έναρξη της συνεργασίας τους με τον Travis Smith, ξεκινώντας μια σειρά εκπληκτικών εξωφύλλων, τα οποία συνεχίστηκαν στο πέρας του χρόνου. Η επιρροή που έχει ασκήσει η progressive rock σκηνή των '70s στο συγκρότημα είναι σε αυτό το δίσκο ακόμα πιο εμφανής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ήρεμο "Benighted", του οποίου η εισαγωγή είναι σχεδόν πανομοιότυπη με το "Never Let Go" των Camel, που έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τον Akerfeldt. Η ώρα της κορύφωσης πλησίαζε, όταν γνώρισε επιτέλους έναν από τους αγαπημένους του μουσικούς, τον πολυσχιδή Steven Wilson.







Ένα όνειρο γινόταν πραγματικότητα και μόνο στην υποψία συνεργασίας των δύο μουσικών. Αμάλγαμα αυτής της συνεργασίας είναι ο κατά πολλούς κορυφαίος δίσκος των Σουηδών, το "Blackwater Park". Ένας τίτλος που συνεχίζει την παράδοση που θέλει τη μπάντα να δανείζεται ονόματα παλαιοτέρων progressive rock σχημάτων, χρησιμοποιώντας τα είτε σε τίτλους δίσκων, είτε σε τίτλους κομματιών. Συνεχίζοντας στο μονοπάτι που ξεκίνησαν με το "Still Life", καταφέρνουν να προσφέρουν ένα δίσκο που αφήνει άφωνους οπαδούς και μη. Οι εναλλαγές death metal και progressive rock, με εμφανείς τις λάτιν επιρροές των Ουρουγουανών της μπάντας, καθώς και οι ολίγον τι πιο εμπορικές συνθέσεις τους κάνουν όλο το μουσικό τύπο, που μέχρι στιγμής δεν τους είχε προσέξει, να ασχοληθεί μαζί τους. Έν έτει 2001 οι Opeth γιγαντώθηκαν και η επιτυχία τους τους οδήγησε σε παγκόσμιες περιοδείες και τα μεγαλύτερα φεστιβάλ στην Ευρώπη.




Μετά από μια τέτοια επιτυχία, το επόμενο βήμα φάνταζε ακόμα πιο δύσκολο. Έχοντας πολλές ιδέες, αλλά χωρίς να ξέρει πώς θα τις χωρέσει όλες σε ένα δίσκο, ο Akerfeldt στράφηκε στον καλό του φίλο, Jonas Renkse των Katatonia. Ο τελευταίος έριξε την ιδέα στο τραπέζι: « Γιατί δε βγάζεις δύο δίσκους; Έναν heavy και έναν ήρεμο». Μια ιδέα που ο ιθύνων νους των Opeth βρήκε διόλου άσχημη. Τουναντίον. Έτσι, σε διάστημα ενός χρόνου, μεταξύ του 2002 και του 2003, η μπάντα κυκλοφόρησε το βαρύ "Deliverance" και το φόρο - τιμής - στις - αγαπημένες - prog - rock - μπάντες - του - συγκροτήματος "Damnation". Το πρώτο προχώραγε ένα βήμα πιο πέρα από το "Blackwater Park", αλλά, σε αντίθεση με το "Damnation", το οποίο δεν περιείχε παρά μόνο λίγη ηλεκτρική κιθάρα, τα ακουστικά περάσματα δεν είχαν εκμηδενιστεί. Ένας σαφώς πιο βαρύς δίσκος, αλλά εξίσου «Opeth» με τους προηγούμενους. Το "Damnation", από την άλλη, επέτρεψε στον Dr.Jekyll να απαλλαχθεί από την καταπίεση του μισανθρωπικού Mr.Hyde, φανερώνοντας με άλλα λόγια μια διαφορετική πλευρά της μπάντας, την οποία όσοι έβλεπαν πίσω από τις νότες μπορούσαν να διακρίνουν. Το παράξενο της υπόθεσης ήταν ότι ενώ οι Opeth έκαναν δουλειά για δύο δίσκους, η εταιρεία τους παρείχε τα μέσα για έναν, με όσα προβλήματα αυτό συνεπάγεται!




Ακολούθησαν εκτεταμένες περιοδείες καθώς και ορισμένες ακουστικές εμφανίσεις μαζί με τους Porcupine Tree. Σε αυτές τις εμφανίσεις έπαιξε πλήκτρα ο Per Wiberg, o οποίος λίγο καιρό αργότερα έγινε μόνιμο μέλος και έτσι για πρώτη φορά η μπάντα είχε πληκτρά. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον επόμενο δίσκο συνέβησαν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Καταρχάς, κυκλοφόρησε το πρώτο dvd τους με τίτλο "Lamentations", έπαιξαν στην Αυστραλία, ο Akerfeldt παντρεύτηκε σε μια αρκετά ρετρό τελετή, ενώ τα προσωπικά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο Martin Lopez είχαν αρχίσει να φανερώνουν την αρχή του τέλους για αυτό το σταθερό line up.




Για πρώτη φορά οι Opeth έκαναν περισσότερες από μια πρόβες για την ηχογράφηση ενός δίσκου και στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως το παράκαναν, με δύο eβδομάδες συνεχόμενων προβών. Αυτό οδήγησε στη μεγαλύτερη συμμετοχή των υπολοίπων μελών στη σύνθεση, αν σκεφτεί κανείς πως μέχρι τώρα τα πάντα γράφονταν από τον Akerfeldt και εκτελούνταν σχεδόν απευθείας στο studio από τα υπόλοιπα μέλη. Για πρώτη φορά, επίσης, ο δίσκος θα είχε τόσα μέρη πλήκτρων, κάτι που φάνταζε αρκετά δελεαστικό αλλά συνάμα ριψοκίνδυνο σε μια εποχή που οι οπαδοί θεωρούσαν ξεπούλημα οποιαδήποτε αλλαγή, με την οποία δεν ήταν σύμφωνοι, στην αγαπημένη τους μπάντα. Εγένετο, λοιπόν, το "Ghost Reveries", το οποίο κυκλοφόρησε από τη Roadrunner Records, μιας και η ιστορική Peaceville είχε μόλις κλείσει. Περιέχοντας μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια, με έντονη prog διάθεση, πολλά περισσότερα πλήκτρα από ό,τι μας είχαν συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια αλλά και ένα παράξενο occult συναίσθημα, ο δίσκος αγαπήθηκε εξίσου με τις προηγούμενες κυκλοφορίες. Ίσως και λόγω του ότι επρόκειτο για το κύκνειο άσμα των -ιδιαιτέρως αγαπητών στο ελληνικό κοινό- Martin Lopez και Peter Lindgren με τους Opeth. Αυτή την περίοδο (2005) τους προτάθηκε να εμφανιστούν στο Ozzfest, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική, με τη χαρακτηριστική ατάκα «We don't pay to play, we get paid for it».







Πολύ κρίσιμη ήταν η αποχώρηση των Lopez και Lindgren από τη μπάντα, αφού ο Akerfeldt είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση, αν και αρκετά χρόνια πριν. Σα να έχε βγει μόλις από μια μακροχρόνια σχέση, έψαχνε για κάτι να τον στηρίξει τη δύσκολη αυτή στιγμή. Και το βρήκε, εις διπλούν. Martin "Axe" Axenrot και Fredrik Akesson - καλώς ορίσατε στους Opeth. Γεμάτος αυτοπεποίθηση και πάλι, ο εγκέφαλος του συγκροτήματος, έχοντας έτοιμο υλικό, αλλά με τη συνεισφορά και των υπολοίπων και ιδιαιτέρως του νέου κιθαρίστα, Akesson, ένιωσε την ανάγκη να καταγράψει όλες αυτές τις δύσκολες εμπειρίες της ζωής του σε ένα δίσκο. Έτσι, το 2008 κυκλοφόρησε ο μέχρι στιγμής τελευταίος δίσκος των Opeth, το "Watershed".




Ένα είναι σίγουρο: μόνο ο ίδιος ο Akerfeldt γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό του, γιατί αυτό που ακούσαμε εμείς είναι τόσο περίπλοκο, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ελκυστικό, που φαίνεται αδιανόητο να αποτελεί έργο ενός σώφρονος ατόμου. Και όμως, γνωρίζοντας τον από κοντά, είναι ένας από τους πιο φιλικούς και προσιτούς ανθρώπους που έχω μιλήσει. Το έχουμε διαπιστώσει όλοι και από τις ατάκες του στα live που κατά καιρούς κάνουν στην Ελλάδα. Χωρίς να πολυλογώ, το "Watershed" περιείχε από τη μια καναδυό από τα πιο easy listening μπαλαντοειδή κομμάτια των Opeth και από την άλλη, στην πλειοψηφία του, συνθέσεις αποτελούμενες από συνεχόμενα τεχνικά riffs, αρμονικά εφαπτόμενων μεταξύ τους, χωρίς το παραμικρό κενό. Ακόμα ένα έργο τέχνης από τη μεγάλη αυτή μπάντα, με έντονα τα ψήγματα του prog rock.




Στα τέλη του 2008 κυκλοφόρησε και το δεύτερο dvd τους, το "Roundhouse Tapes", περιέχοντας την εμφάνιση που είχαν κυκλοφορήσει σε live δίσκο το 2007 με τον ίδιο τίτλο, καλύπτοντας σχεδόν ολόκληρη τη δισκογραφία τους με ένα κομμάτι από κάθε δίσκο.



Προσπαθώντας να προσδιορίσω τη θέση των Opeth στο χάρτη της ακραίας μουσικής, δυσκολεύομαι να τους κατατάξω κάπου, μιας και το ευμετάβλητο του ύφους τους αυτομάτως τους αποκλείει από τις οποιεσδήποτε αυστηρώς καθορισμένες κατηγορίες. Επίσης, οι οπαδοί τους προέρχονται από όλα τα μήκη και πλάτη της rock μουσικής, αν και ομολογουμένως η πλειοψηφία τους ανήκει στο metal χώρο. Καθοδηγούμενοι από την ανάγκη τους να εκφράσουν τον εφηβικό τους θυμό μέσω του death metal, μπολιάζοντας μετέπειτα τον ήχο τους με τη γλυκύτητα και το συναίσθημα του prog rock, εμπλουτίζοντας τις συνθέσεις τους με τις χαρακτηριστικές τους μελωδίες και έχοντας πάντα μπροστάρη την εκπληκτική φωνή του Akerfeldt, τόσο στα brutal, όσο και στα καθαρά, οι Opeth κατάφεραν να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση για αρκετά συγκροτήματα που ξεκίνησαν την καριέρα τους ακούγοντας τους, αλλά ακόμα περισσότερο να αγγίξουν την ευαίσθητη χορδή που υπάρχει σε όλους και ιδιαιτέρως τους φαινομενικά σκληρούς και άκαμπτους heavy metal fans. Προσωπικά, οι Opeth με οδήγησαν στο να ψάξω περισσότερο την progressive rock σκηνή, που τόσο τους επηρέασε, και να βρω αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα εκεί μέσα. Έχοντας αφήσει μια τόσο σπουδαία κληρονομιά, η οποία ελπίζουμε να αυξηθεί περαιτέρω, έχουν αφήσει επίσης το στίγμα τους στην ιστορία της μουσικής ανεξίτηλα. Αυτό είναι βέβαιο.



Οι Opeth εμφανίζονται ζωντανά στην Αθήνα (Gagarin 205) την Παρασκευή, 10 Απριλίου, και την αμέσως επομένη στη Θεσσαλονίκη (Μύλος, Αποθήκη).



Άλκης Κοροβέσης
  • SHARE
  • TWEET