Αφιέρωμα στους Judas Priest

27/07/2003 @ 09:49
Judas Priest! Η μπάντα που θεωρείται από πολλούς ότι έπαιξε πρώτη καθαρό heavy metal, ότι γέννησε το heavy metal! Με την ευκαιρία της επανένωσης τους, ύστερα από την επιστροφή του Rob Halford, σας παρουσιάζουμε ένα σχετικά συνοπτικό αλλά αρκετά κατατοπιστικό αφιέρωμα των Judas Priest (αν και χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο για να καταγράψει κάποιος 30 ολόκληρα χρόνια δισκογραφικής παρουσίας!).



1971-1976

Το Birmingham είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη της Αγγλίας. Και δυστυχώς μία απο τις βιαιότερες πόλεις της Ευρώπης. Σε αυτό το περιβάλλον οι σχολικοί φίλοι K.K. Downing και Ian ‘Skull’ Hill, ύστερα από αρκετό καιρό που έπαιζαν μαζί, αποφασίζουν να δημιουργήσουνε μια μπάντα οδηγούμενοι από την λατρεία τους προς την μεγάλη σχολή του βρετανικού blues και φυσικά τον Jimi Hendrix. Αρχικά παίζουνε μαζί με τον drummer John Ellis, προβάροντας πρωτόλειες συνθέσεις και παίζοντας αρκετές διασκευές σε κοινότητες νέων στο Birmingham. Μια μέρα καθώς έπαιζαν έξω από το προβάδικο τους πέρασε ο καταξιωμένος σχετικά, στην μικρή τοπική σκηνή τραγουδιστής Al Atkins. Η μανία και η ενέργεια με την οποία έπαιζαν τον άφησε έκπληκτο και αποφάσισε στη στιγμή να ενταχθεί στο άτιτλο ως τότε σχήμα, φέρνοντας μαζί του το όνομα της προηγούμενης του μπάντας, Judas Priest. Ο Atkins σε παλιότερες φάσεις όταν έψαχνε για μέλη για τις εκάστοτε μπάντες του έτυχε να βρεθεί μπροστά στον πολύ νέο τότε Downing, αλλά ύστερα από μία πρόβα τον απέρριψε αφού ο κιθαρίστας ήταν τότε πολύ νέος και άπειρος. Η μπάντα με αυτήν την σύνθεση δίνει το πρώτο της live στο St.John’s Hall του Essington στις 16/3/71. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς την θέση του o Alan ‘Skip’ Moore, για να αντικατασταθεί στο τέλος του ίδιου έτους απο τον Chris ‘Congo’ Cambell.

Με αυτήν την σύνθεση η μπάντα δίνει πάρα πολλές ζωντανές εμφανίσεις στην γενέτειρα της αλλα και στις γύρω περιοχές, ενώ μέχρι το φθινόπωρο του 1972 έχουνε παίξει στο Manchester, ακόμα και στο Λονδίνο. Στο τέλος του 1972 ο Al Atkins απογοητευμένος από την οικονομική του κατάσταση και αφού έβλεπε ότι με την μπάντα δεν μπορούσε να ζήσει όπως θα ήθελε, εγκαταλείπει τους υπόλοιπους και βρίσκει μία κανονική δουλειά για να βγάλει τα προς το ζην.

Αυτό ήτανε σοβαρό πλήγμα για την νεοσύστατη μπάντα και οι Downing και Hill σκέφτονται σοβαρά να το διαλύσουνε. Ο Ian Hill εκείνη την περίοδο είχε σχέση με μία κοπέλα την οποία αργότερα παντρεύτηκε, το όνομα της ήταν Sue Halford και είχε αδερφό κάποιον Rob Halford για τον οποίο ακουγόταν ότι ήταν ένας πολύ ικανός τραγουδιστής, μοιάζοντας τότε αρκετά στον Robert Plant των Led Zeppelin, αλλά με καθαρά δικό του χαρακτήρα και προσωπικότητα. Ύστερα από μια πρόβα μαζί του οι Judas Priest τον ενσωμάτωσαν στην μπάντα, παίρνοντας επίσης και τον drummer John Hinch. To 1973 κυλά ανάμεσα σε πολλές πρόβες και ζωντανές εμφανίσεις, στις οποίες παίζουνε τόσο δικό τους υλικό όσο και διασκευές, ενώ σταδιακά δημιουργούνε έναν πιο βαρύ ήχο.

Το 1974 οι Judas Priest συνεχίζουνε να παίζουνε ζωντανά όσο πιο συχνά μπορούνε, ενώ έχουνε ήδη εμφανιστεί σε Ολλανδία, Γερμανία και Νορβηγία. Σε κάποια από τις εμφανίσεις τους, τους βλέπουνε οι άνθρωποι της μικρής ανεξάρτητης εταιρίας Gull και τους προτείνουνε συνεργασία. Στις 06/04/74 οι Judas Priest υπογράφουνε συμβόλαιο με την Gull, ενώ ύστερα από παραίνεση της εταιρίας προσλαμβάνουνε τον Glenn Tipton, ως 2ο κιθαρίστα. Πενταμελείς πλέον οι Priest ηχογραφούν για 3 εβδομάδες το ντεμπούτο τους "Rocka Rolla", με παραγωγό τον Roger Bain. Η κυκλοφορία του άλμπουμ δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, ενώ οι ίδιοι οι Priest δηλώνουνε ανικανοποίητοι από την παραγώγή του, συνεχίζουν όμως να εμφανίζονται ζωντανά ως το τέλος του έτους. Το 1975 βρίσκει τους Priest να περιοδεύουνε σε ενα μικρό van για να προωθήσουνε την δουλειά τους, ενώ η οικονομική τους ανέχεια είναι τέτοια που το ακριβότερο που μπορούσανε να αγοράσουνε για να φάνε είναι κονσέρβες φασόλια με ψωμί. Παρόλαυτα δίνουνε αρκετά shows και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς εμφανίζονται στο Reading , στο ομώνυμο φεστιβάλ όπου και κλέβουνε την παράσταση με την δυναμική και ενεργητική τους παρουσία. Έπειτα αρχίζουνε να δουλεύουνε στις συνθέσεις του επόμενου τους άλμπουμ. Ο drummer John Hinch τους εγκαταλείπει ενώ στην θέση του επανέρχεται ο παλιός τους γνώριμος Alan Moore.

Οι πρώτοι μήνες του 1976 παιρνούνε μέσα στο studio και τον Μάρτιο κυκλοφορεί το "Sad Wings Of Destiny", ένας δίσκος καθαρού heavy metal όπου η μπάντα παρουσιάζεται γεμάτη, βαρύτερη και ορμητικότερη, ένω ο Rob Halford φτιάχνει σχολή με την ερμηνεία του. Οι εταιρία τους δεν έχει την απαιτούμενη επιφάνεια για να τους βγάλει σε περιοδεία και έτσι οι Priest δουλεύουνε σε πρωινές δουλειές για να εξοικονομήσουνε τα απαιτούμενα χρήματα για την περιοδεία. Στο τέλος της χρονιάς η σκληρή τους δουλειά ανταμοίβεται, αφού υπογράφουνε συμβόλαιο με την CBS/Columbia. Παρόλαυτα θα αντιμετωπίσουνε διάφορα προβλήματα με την Gull, και αφού γίνουνε διάσημοι, επειδή η εταιρεία προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί το ότι κρατούσε τα δικαιώματα στις πρώτες τους δισκογραφικές απόπειρες.

1977-1989

Το 1977 και με ακρετά μεγάλο budget για την εποχή οι Priest μπαίνουνε στο Ramport Studio του Λονδίνου, με παραγωγό τον Roger Glover, μπασίστα των Deep Purple. Βγαίνουνε έχοντας ηχογραφήσει το "Sin After Sin", το οποίο κυκλοφορεί τον Απρίλιο. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε με session drummer τον Simon Philips και η αποδοχή ήταν πολύ καλή αφού σε μία εποχή που το punk μεσορανούσε στην Αγγλία, το "Sin After Sin" έφτασε στην θέση 23 των charts ενω γνώρισε και κάποια επιτυχία στην Αμερική.

Το 1978 οι Priest είναι στην πιο δημιουργική χρονιά της καρριέρας τους. Νέος drummer αυτή τη φορά είναι ο Les Binks και μαζί κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο το "Stained Class", κλασικό άλμπουμ με εξαιρετική στιχουργική δουλειά και τραγούδια, ενώ το στυλ τους είναι πιο βαρύ και κάπως πιο σκοτεινό. Η περιοδεία τους φέρνει από την Αμερική και τη Ιαπωνία, ενώ σε αυτή τη περιοδεία οι Judas Priest βγαίνουνε στην σκηνή φορώντας δερμάτινα και λανσάροντας πρώτοι μία εικόνα και μία στάση η οποία δεν θα ξεπεραστεί ποτέ από τους μεταλλάδες απανταχού. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς οι Priest που μοιάζουνε ασταμάτητοι κυκλοφορούνε το "Killing Machine", άλμπουμ γεμάτο κλασσικές στιγμές και με κάπως πιο διαφορετικό ύφος, πιο groovie και κεφάτο. Το single "Take On The World" δημιουργεί μεγάλη επιτυχία στην Αγγλία, ενώ είναι το πρώτο από μία σειρά anthems που θα κυκλοφορήσει το συγκρότημα στις εκάστοτε δουλειές του.

1979 και το "Killing Machine" κυκλοφορεί στην Αμερική με τον λιγότερο προκλητικό τίτλο "Hell Bent For Leather" και περιέχοντας ένα bonus κομμάτι, το "The Green Manalishi" (With The Two Pronged Crown, διασκευή από Fleetwood Mac). Οι ζωντανές εμφανίσεις που είχε κάνει το group στην διάρκεια της περιοδείας του μιξάρονται στο studio του Ringo Starr και κυκλοφορούνε στο τέλος της χρονίας υπό την μορφή live album με τον τίτλο "Unleashed In The East". Τα φωνητικά του Halford με το προκλητικά τεράστιο εύρος και τις τραβηγμένες όσο-δε-πάει κραυγές επηρεάζουνε σωρούς απο τραγουδιστές ενώ η διπλή κιθαριστική επίθεση των Tipton και Downing προκαλεί παραμιλητό στους κιθαρίστες απανταχού. Οι Priest θεωρούνται πλέον ένα underground φαινόμενο.

To 1980 είναι μία σημαδιακή χρονιά για τους Priest, αφού θα αρχίσουν την συνεργασία τους με τον drummer Dave Holland και τον παραγωγό Tom Allom. Και οι δυο θα κάτσουνε αρκετά χρόνια και με αυτήν την μορφη το συγκρότημα θα κάνει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Στις αρχές του 1980 οι Priest θα κλειστούνε στα ιστορικά Tittenhurst studios του Λονδίνου, μία τεράστια έπαυλη που παλιότερα ήταν κατοικία του John Lennon. Από εκεί οι Priest θα βγούνε με τον δίσκο που θα τους κάνει διάσημους παγκόσμια, το "British Steel". Ο δίσκος είναι πιο απλός, πιο catchy και ρυθμικός, ενώ ταυτόχρονα αφάνταστα heavy. Το single "Living After Midnight" πουλάει εν ριπή οφθαλμού 500.000 κόπιες στην Αμερική, ενώ το άλμπουμ γίνεται πλατινένιο σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι Priest ξεκινούνε πολύμηνες περιοδείες στην Αμερική, παίζοντας κάθε βράδυ σε δεκάδες χιλιάδες κόσμου. Στο τέλος του χρόνου και αφού έχουνε γνωρίσει την αποθέωση σε όλο της το μεγαλείο κλείνονται σε ένα studio στην Ibiza για να προετοιμάσουνε τον επόμενο τους δίσκο, ο οποίος κυκλοφορεί το 1981 με τον τίτλο "Point Of Entry" και με διαφορετικό εξώφυλλο στην Αμερική. Αν και ο δίσκος είναι λιγότερο επιθετικός, πιο μελωδικός και γυαλισμένος, σημειώνει πολύ καλές πωλήσεις, ενώ τον ακολουθούν πάλι τεράστιες περιοδείες. Οι Priest ξανακλείνονται στο ίδιο studio στην Ibiza με τον Tom Allom (ο οποίος αναδυκνείεται σε ιδανικό παραγωγό για το γκρουπ) και δουλεύουνε πάνω σε ακόμα ένα δίσκο.

Το πρώτο μισό του 1982 βρίσκει τη μπάντα να ηχογραφεί, ενώ έπειτα μιξάρουνε τις ηχογραφήσεις στο Miami και το καλοκαίρι κυκλοφορεί το "Screaming For Vengeance" με τον φτερωτό εκδικητή Hellion στο εξώφυλλο. Η υποδοχή που του επιφυλλάσεται είναι πιο ενθουσιώδες απο κάθε άλλη φορά και είναι χαρακτηριστικό ότι για αρκετό καιρό στην Αμερική αν κάποιος άνοιγε το ραδιόφωνο, σε κάποια φάση θα άκουγε το single "You Got Another Thing Comin’", που καρφώθηκε για πολλούς μήνες στην κορυφή των charts. Οι Priest προωθούν το δίσκο με πολλαπλές περιοδείες. Το 1983 οι Priest ύστερα από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς, θα κάνουν ένα διάλλειμα δίνοντας μόνο κάποιες μεμονωμένες εμφανίσεις. Στο τέλος της χρονίας θα μπούνε σε studio στην Ισπανία, πάντα με τον Tom Allom για να προετοιμάσουνε τον επόμενο τους δίσκο.

Στις αρχές του 1984 κυκλοφορεί το single "Freewheel Burning" ως προπομπός του άλμπουμ, το οποίο εμφανίζεται στις 16 Μαρτίου στα δισκοπωλεία και είναι ότι πιο heavy και γρήγορο είχανε να παρουσιάσουνε οι Priest μέχρι τότε. Τα χαρακτηριστικά ψηλά φωνητικά του Halford σε συνδυασμό με τα δυναμικά και επιθετικά riffs και solos των Tipton και Downing προκαλούν ντελίριο στους οπαδούς ενώ επηρεάζουνε δεκάδες άλλες μπάντες. Η υποδοχή είναι για μία ακόμα φορά ενθουσιώδης, αν και δε φτάνει σε μέγεθος την υποδοχή του προηγούμενου άλμπουμ. Η περιοδεία διαρκεί μέχρι τον Οκτώβριο και έπειτα οι K.K. Downing και Glenn Tipton αποσύρονται σε studio στην Ισπανία έχοντας κάποια καινούρια riffs στο τσεπάκι τους.

Το 1985 είναι μια πιο ήρεμη περίοδος για την μπάντα, αλλά σε αυτήν την χρονιά θα συμβούνε γεγονότα που θα θέσουν σε κίνδυνο την μπάντα και θα προκαλέσουνε προβλήματα για πολλά χρόνια. Στα μέσα της χρονιάς 2 νέοι σε μία επαρχιακή πόλη της Αμερικής, οι James Vance και Raymond Belknap, υπο την επήρρεια αλκοόλ και ναρκωτικών και αντιμετωπίζοντας ψυχολογικά προβλήματα, αυτοκτονούν. Ο Vance επέζησε παραμορφωμένος και πέθανε 2 χρόνια αργότερα απο διάφορες επιπλοκές. Στα πικάπ του Vance λίγο πριν φύγουνε μαζί από το σπίτι του για την μοιραία πράξη εικάζεται ότι έπαιζε ο δίσκος των Judas Priest, "Stained Class". Οι γονείς αναθέτουν την υπόθεση σε δικηγόρους, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι στο τραγούδι "Better By You, Better Than Me" υπάρχουν ανάποδα ηχογραφημένα μηνύματα που ωθούν τον κόσμο στην αυτοκτονία και πείθουν τους γονείς να προχωρήσουνε σε μύνηση. Η μπάντα δεν πτοείται και θα συνεχίσει να δουλεύει πάνω στο επερχόμενο άλμπουμ της.

Το 2ο μεγάλο πρόβλημα της μπάντας είχε να κάνει με τον Rob Halford. Όντας ομοφυλόφιλος αρκετά χρόνια ακόμα πριν μπει στο συγκρότημα, όταν οι Priest έγιναν παγκόσμιοι rock stars, βρέθηκε σε μία αρκετά δύσκολη θέση αφού ο ίδιος καταλάβαινε ότι σε μία μπάντα σαν τους Priest, οι οποία στηριζότανε εν μέρει στο macho image, δεν θα μπορούσε να αποκαλύψει την ομοφυλοφιλία του. Οι υπόλοιποι Priest ήξεραν για την κατάσταση του και τον υποστήριζαν μέσα στα όρια του γκρουπ, όμως τον αποθάρρυναν σημαντικά από το να εκδηλώνεται σε φάσεις που ήταν μαζί με το συγκρότημα. Βρισκόμενος σε αδιέξοδο από τα τέλη των 70ς ο Halford για αρκετά χρόνια κατέφευγε στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά, ειδικά στις περιοδείες, όπου η πίεση ήταν πιο αυξημένη πάνω του. Στις αρχές του 1986, στο Phoenix της Arizona, ύστερα από μία πρόβα με το συγκρότημα που δεν πήγε πολύ καλά, ο Halford βυθισμένος σε κατάθλιψη και απόγνωση, πήρε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό από ηρεμιστικά και βαρβιτουρικά, τα οποία κανονικά θα του είχανε στοιχίσει την ζωή του. Πολύ γρήγορα όμως κατάφερε να συνηδειτοποιήσει την κατάσταση του, ζήτησε βοήθεια και μεταφέρθηκε σε ένα κοντινό νοσοκομέιο. Στις 6 Ιανουαρίου 1986 ζήτησε και μεταφέρθηκε σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης στο Phoenix. Ο δρόμος του όμως προς την απεξάρτηση σύντομα οδήγησε σε σύγκρουση ανάμεσα στην μπάντα αφού, όταν οι Priest πήγανε να τον επισκεφτούνε, ο Halford ένιωθε ότι δεν έπαιρναν την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση του στα σόβαρα. Αυτό ήτανε ένα σοβαρό πλήγμα για τον frontman αλλά ήταν αποφασισμένος να επανέλθει δυναμικά με το συγκρότημα.

Το 1986 κυλοφορεί το 11ο άλμπουμ του συγκροτήματος με τον τίτλο "Turbo" και βρίσκει τους Priest αρκετά πιο διαφορετικούς, παρουσιάζοντας ένα image αρκετά διαφορετικό από αυτό που είχε δημιουργήσει η μπάντα τα προηγούμενα χρόνια. Οι synth κιθάρες και τα πολλά πλήκτρα αποθαρρύνουν τους φανατικούς οπαδούς στην Ευρώπη, ενώ ο βρετανικός Τύπος τους κατακρίνει έντονα. Παρόλαυτα η Αμερική συνεχίζει να τους λατρεύει, ίσως πιο πολύ από ποτέ. Η περιοδεία που θα κάνουνε δεν περιλαμβάνει για πρώτη φορά την πατρίδα τους και οι Priest χάνουνε σημαντική μερίδα των Άγγλων οπαδών τους, οι οποίοι μέχρι τότε υποστήριζαν φανατικά την μπάντα.

Το 1987 από ηχογραφήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο σκανδιναβικό σκέλος για της περιοδείας του "Turbo", οι Priest κυκλοφορούνε το 2ο live album τους, "Priest…. Live!", το οποίο κυκλοφορησε τον Ιούνιο. Ο δίσκος αν και έχει ένα εξαιρετικό live συναίσθημα, δεν σημείωσε μαζικές πωλήσεις στις βασικές αγορές της μπάντας, αφού είχανε να επισκεφτούνε την Αγγλία απο το 1984 ενώ στην Αμερική οι οπαδοί αρχίζουνε να ασχολούνται πιο πολύ με το thrash metal.

To 1988 οι Priest πλέον έχουνε καταλάβει ότι η αλλαγή που προσπάθησαν με το προηγούμενο τους άλμπουμ δεν τους ωφέλησε ιδιαίτερα, επιστρέφουνε σε γνώριμα τοπία με το άλμπουμ "Ram It Down", το οποίο είναι στο γνώριμο heavy metal ύφος τους. Ο Tύπος είναι επιφυλακτικός μαζί τους και στην περιοδεία που ακολουθεί οι Priest ξαναβάζουνε στο προγραμμά τους την Αγγλία.

Το 1989 είναι δύσκολη χρονιά για τους Priest αφού καθώς ήταν έτοιμοι να ανέβουνε στη σκηνή στο Dallas των Ηνωμένων Πολιτειών, η τοπική αστυνομία τους παραδίδει ένα εξώδικο. Εκεί οι Judas Priest ανακαλύπτουνε ότι κατηγορούνται ως υπεύθυνοι για τις αυτοκτονίες των 2 νέων το 1985. Ξαφνικά βρίσκονται στα δικαστήρια και παλεύουνε για να σώσουνε την υπόληψη τους, την μπάντα ακόμα και την ίδια τους την ελευθερία. Δεν βοηθάει και ένα γράμμα που είχε γράψει ο James Vance λίγο πριν πεθάνει, στην μητέρα του Raymond Belknap, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι : «η μουσική μας δημιούργησε την εντύπωση πως η απάντηση στην ζωή είναι ο θάνατος.». Οι δικηγόροι των οικογενειών εκμεταλλεύονται στο έπακρο αυτό το γεγονός ενώ στην προσπάθεια τους να αποδείξουν ότι οι Judas Priest είναι ηθική αυτουργοί των αυτοκτονιών ψάχνουνε για ανάποδα ηχογραφημένα μηνύματα στην μουσική της μπάντας και προσπαθούνε να πείσουνε ότι οι μουσικοί τα τοποθετήσανε εκεί εσκεμμένα. Η δίκη ξεπερνά κάθε προηγούμενο, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να δίνουνε τεράστια έκταση στο θέμα. Όπως είναι φυσικό οι διαδικασίες καθυστερούνε τις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ, ενώ ο drummer Dave Holland αποχωρεί από την μπάντα για οικογενειακούς λόγους. Τελικά το δικαστήριο αποφαίνεται ότι η μουσική των Judas Priest δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πράξεις οποιουδήποτε και ειδικά στις περιπτώσεις των νεαρών τα ψυχολογικά και οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζαν καθώς και η σχέση τους με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά ήταν αυτά που έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο. Το συγκρότημα αθωώνεται πανηγυρικά, βγαίνει όμως αρκετά ζημιωμένο από την όλη διαδικασία, τόσο ψυχολογικά όσο και οικονομικά.



1990-2003

Καινούριος drummer στους Priest είναι ο Scott Travis και τον Σεπτέμβριο του 1990 κυκλοφορεί το Painkiller και προκαλεί έκρηξη στην παγκόσμια μεταλλική σκηνή, αφού είναι γρήγορο, βίαιο, οργισμένο και εμνευσμένο. Το συγκρότημα με αυτήν την κυκλοφορία κερδίζει πίσω όλους τους παλιούς οπαδούς και κερδίζει αρκετούς καινούριους. Το μεγαλύτερο μέρος του 1991 περνάει περιοδεύοντας ενώ η μπάντα εμφανίζεται και στο Rock In Rio στην Βραζιλία παίζοντας μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς.

Το 1992 ο Rob Halford ανακοινώνει ότι αποχωρεί από τους Judas Priest για να ακολουθήσει solo καρριέρα. Η metal κοινότητα σοκάρεται ενώ ο Halford στο καινούριο του σχήμα (Fight) εντάσσει και τον Scott Travis. Το 1993 κυκλοφορεί η συλλογή Metal Works που περιέχει 32 τραγούδια της μπάντας, αλλά τίποτα δεν ακούγεται απο το συγκρότημα. Η αδράνεια αυτή θα συνεχιστεί μέχρι το 1996.

Το 1996 οι Priest ανακοινώνουνε πως ψάχνουνε για τραγουδιστή και δέχονται πάνω απο 1000 υποψηφιότητες για να καταλήξουνε στους 30 επικρατέστερους. Ο Scott Travis, παρόλο που είχε παίξει στις 2 κυκλοφορίες των Fight, εξακολουθούσε να είναι μέλος των Judas Priest και συμμετείχε στη διαδικασία εύρεσης τραγουδιστή. Το 1996 είχε παρακολουθήσει την συναυλία μίας tribute band στους Judas Priest, τους British Steel, frontman των οποίων ήτανε ο Tim Owens. Το σετ ήτανε 2 ώρες γεμάτες απο κλασσικά κομμάτια των Judas Priest και ο Scott Travis έμεινε έκπληκτος απο τις ικανότητες και την σκηνική παρουσια του 28χροου τραγουδιστή. Φεύγοντας από το club, πήρε μαζί του μία βιντεοκασσέτα της συναυλίας και όταν ήρθε η ώρα να πάει στην Αγγλία για να βρει τους υπόλοιπους Judas Priest, την πήρε μαζί του. Στην αρχή οι Downing και Tipton, αντιμετώπισαν με δισπυστία την κασσέτα, νομίζοντας ότι ο Owens είχε καταφέρει να ντουμπλάρει κάπως την φωνή του και αντί για την δική του έβαλε αυτή του Rob Halford. Η ομοιότητα του σε ορισμένα σημεία με τον πρώην frontman των Priest ήταν τόσο μεγάλη, ειδικότερα στις πιο ψηλές φωνητικές συχνότητες, ποy η μπάντα κάλεσε αμέσως τον Owens στο Λονδίνο για audition. Ο ίδιος ο Owens, σε κατάσταση σοκ και αργώντας να συνηδειτοποιήσει πόσο κοντά ήταν στο να γίνει frontman της αγαπημένης του μπάντας φτάνει στο Λονδίνο και εντελώς άυπνος και κουρασμένος απο το ταξίδι, ερμηνεύει το Victim Of Changes στο studio των Priest μπροστά στους Glenn Tipton και K.K. Downing. Στη μέση περίπου του τραγουδιού ο Tipton, ενθουσιασμένος από τις ικανότητες του Owens, σταματά την κασέτα και του προσφέρει την δουλειά. Ο Owens ζητά να τελειώσει το τραγούδι και μετά τραγουδά και το The Ripper που ήτανε επόμενο στην κασέτα. Ο τρόπος που αντιμετώπισε το παλιό κλασσικό τραγούδι των Priest κάνει το συγκρότημα να τον χαρίσει το ψευδώνυμο Ripper. Το 1996 οι Priest ανακοινώνουνε πως ψάχνουνε για τραγουδιστή και δέχονται πάνω απο 1000 υποψηφιότητες για να καταλήξουνε στους 30 επικρατέστερους. Ο Scott Travis, παρόλο που είχε παίξει στις 2 κυκλοφορίες των Fight, εξακολουθούσε να είναι μέλος των Judas Priest και συμμετείχε στη διαδικασία εύρεσης τραγουδιστή. Το 1996 είχε παρακολουθήσει την συναυλία μίας tribute band στους Judas Priest, τους British Steel, frontman των οποίων ήτανε ο Tim Owens. Το σετ ήτανε 2 ώρες γεμάτες απο κλασσικά κομμάτια των Judas Priest και ο Scott Travis έμεινε έκπληκτος απο τις ικανότητες και την σκηνική παρουσία του 28χρονου τραγουδιστή. Φεύγοντας από το club, πήρε μαζί του μία βιντεοκασσέτα της συναυλίας και όταν ήρθε η ώρα να πάει στην Αγγλία για να βρει τους υπόλοιπους Judas Priest, την πήρε μαζί του. Στην αρχή οι Downing και Tipton, αντιμετώπισαν με δισπυστία την κασσέτα, νομίζοντας ότι ο Owens είχε καταφέρει να ντουμπλάρει κάπως την φωνή του και αντί για την δική του έβαλε αυτή του Rob Halford. Η ομοιότητα του σε ορισμένα σημεία με τον πρώην frontman των Priest ήταν τόσο μεγάλη, ειδικότερα στις πιο ψηλές φωνητικές συχνότητες, που η μπάντα κάλεσε αμέσως τον Owens στο Λονδίνο για audition. Ο ίδιος ο Owens, σε κατάσταση σοκ και αργώντας να συνηδειτοποιήσει πόσο κοντά ήταν στο να γίνει frontman της αγαπημένης του μπάντας φτάνει στο Λονδίνο και εντελώς άυπνος και κουρασμένος απο το ταξίδι, ερμηνεύει το "Victim Of Changes" στο studio των Priest μπροστά στους Glenn Tipton και K.K. Downing. Στη μέση περίπου του τραγουδιού ο Tipton, ενθουσιασμένος από τις ικανότητες του Owens, σταματά την κασέτα και του προσφέρει την δουλειά. Ο Owens ζητά να τελειώσει το τραγούδι και μετά τραγουδά και το "The Ripper" που ήτανε επόμενο στην κασέτα. Ο τρόπος που αντιμετώπισε το παλιό κλασσικό τραγούδι των Priest κάνει το συγκρότημα να του χαρίσει το ψευδώνυμο Ripper.

Το 1997 είναι η χρονιά που θα αναστηθούνε οι Priest, κυκλοφορόντας τον Σεπτέμβριο το άλμπουμ "Jugulator" με τον Tim ‘Ripper’ Owens στα φωνητικά. Το καινούριο υλικό είναι αρκετά πιο διαφορετικό απ' ότι στο παρελθόν, πιο σκληρό, brutal και mid-tempo. Ο κόσμος καλοσωρίζει τον Ripper αλλά το άλμπουμ διχάζει τους οπαδούς... Στην περιοδεία που θα το ακολουθήσει οι Priest θα παίξουνε στις μεγαλύτερες αρένες της Ευρώπης και της Αμερικής, αποδεικνύοντας ότι μετά από τόσα χρόνια παραμένουν οι κορυφαία live metal μπάντα.

Το 1998 κυκλοφορεί το "98 Live Meltdown", το 3ο live album των Priest και η 2η κυκλοφορία με τον Ripper στα φωνητικά. Περιέχει 24 τραγούδια και φανερώνει ότι ο Ripper συμπεριφέρεται άψογα στις παλιές κλασικές στιγμές του συγκροτήματος. Το 1999 το συγκρότημα βρίσκεται σε αδράνεια, ενώ το 2000 μπαίνει στο studio για να προετοιμάσει την επόμενη δουλειά του, η οποία κυκλοφορεί το 2001 με τον τίτλο "Demolition" και διχάζει τους οπαδούς τουλάχιστον όσο τους δίχασε το "Turbo". Οι Priest σε κάποια σημεία προσπαθούν να περάσουν στον κλασσικό τους ήχο κάποια nu-metal στοιχεία που ξενίζουνε αρκετά τους οπαδούς της μπάντας, ενώ δεν γίνεται και κάποια ιδιαίτερη προσέγγιση στο nu-metal κοινό. Ο δίσκος δεν θα τα πάει ιδιαίτερα καλά, αφού στην Αμερική, η οποία ήταν πάντοτε μία τεράστια αγορά για τους Priest, θα πουλήσει μόνο 50.000 κόπιες. Το καλοκαίρι του 2002 οι Priest θα βγάλουνε στην αγορά το πρώτο τους live DVD, που περιέχει την ζωντανή εμφανισή που έδωσαν στο Brixton Academy του Λονδίνου κατά την διάρκεια της περιοδείας για το Demolition. Το DVD δείχνει ότι οι Priest, 28 χρόνια μετά την πρώτη τους δισκογραφική παρουσία, έχουνε την ίδια ενέργεια και τα δίνουνε όλα πάνω στην σκηνή. Την κυκλοφορία αυτή ακολουθεί ένα live cd με ηχογράφημένη την εμφάνιση του DVD συν κάποια επιπλέον τραγούδια που δεν μπήκανε στο DVD, μία κυκλοφορία μάλλον αχρείαστη.

2003 –

Καλοκαίρι του 2003 πλέον και οι Judas Priest ανακοινώνουν ότι μετά απο πολύχρονες διαπραγματεύσεις, ο Rob Halford επιστρέφει πίσω στο σχήμα για εναν καινούριο δίσκο που θα βγει το 2004 και μία παγκόσμια περιοδεία.

Ο Rob Halford, όλα αυτά τα χρόνια μακριά από τους Priest, απασχολούταν με μία σειρά από projects και solo δουλειές. Οι Fight που ήτανε η αιτία για να φύγει από τους Judas Priest κυκλοφόρησαν 2 σόλο δουλειές, η πρώτη το 1992 με τίτλο "War Of Words", που κινούταν σε σύγχρονους metal ρυθμούς θυμίζοντας αρκετά τους Pantera, και η δεύτερη το 1995 με τίτλο "A Small Deadly Space", η οποία κινούταν σε πιο grunge ύφος. Με το δεύτερο άλμπουμ τους οι Fight πατώσανε και η μπάντα πολύ γρήγορα διέλυσε. To 1997 o Halford ιδρύει το σχήμα Two όπου τον βοηθούν ο Trent Reznor (Nine Inch Nails) και ο Bob Marlette. Το 1998 κυκλοφορεί το "Voyeurs", στο οποίο ακούγεται από industrial rock μέχρι goth και brit pop. Ο δίσκος δεν τα πάει καθόλου καλά και έτσι διαλύονται και οι Two. ‘Ηδη από το 1999 ακούγοταν φήμες ότι ο Halford θα επέστρεφε στο metal και στα μέσα του ίδιου έτους δηλώνεται ότι δουλεύει με ένα νέο σχήμα, τους Halford, έχοντας ως συνειδηπόρους του κάποιους νέους αλλά ταλαντούχους μουσικούς. Οι Halford κυκλοφορούν 3 δουλειές: τα "Ressurection" (2000), "Live Insurrection" (2001) και "Crucible" (2002). Τα άλμπουμς συματοδοτούν πράγματι μία επιστροφή στο metal θυμίζοντας αρκετά τους Priest. ‘Ηδη όμως από το 1999 όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για να επιστρέψει ο Halford στους Priest.

Οι Priest δηλώνουνε πανέτοιμοι για όλα, θα ξεκινήσουνε να γράφουνε το νέο άλμπουμ τους τον Σεπτέμβριο με το line-up του "Painkiller" και δηλώνουνε ότι θα είναι μία επιστροφή στις ρίζες τους. Σχετικές δηλώσεις υπάρχουνε από τους Rob Halford, Glenn Tipton, K.K. Downing και Ian Hill στην επίσημη σελίδα της μπάντας. Αναφέρεται επίσης ότι η μπάντα χώρισε αμοιβαία με τον Tim ‘Ripper’ Owens και του εύχεται καλή συνέχεια στο μέλλον.

Ελπίζουμε στην παγκόσμια περιοδεία του 2004 η μπάντα να περάσει και από τα μέρη μας και να σκίσει τον ουρανό η πελώρια μεταλλική κραυγή: The Painkiller!! The Priest is back!!



Νίκος Πάτσαρης

  • SHARE
  • TWEET