Αφιέρωμα: Wishbone Ash - Twin Guitars Burnin'

Από τον Κώστα Σακκαλή, 15/02/2008 @ 12:47

Υπάρχουν συγκροτήματα που από την ώρα του σχηματισμού τους έχουν ένα δημιουργικό όραμα στο μυαλό τους. Υπάρχουν και ορισμένα που ξεκινούν με άλλα δεδομένα και αλλιώς καταλήγουν στην πορεία. Οι Wishbone Ash ανήκουν στη δεύτερη περίπτωση.

Τον αρχικό πυρήνα του group αποτελούσαν η ρυθμική βάση των Martin Turner σε μπάσο και φωνή, και Steve Upton στα κρουστά. Η πρώτη τους επιδίωξη ήταν να αποτελέσουν ένα (ακόμα;) κουαρτέτο με την προσθήκη ενός κιθαρίστα και ενός keyboardίστα. Όταν όμως η αναζήτησή τους κατέληξε στους δύο επικρατέστερους, Ted Turner (απλή συνωνυμία με τον Martin) και Andy Powell, που μπορούσαν και οι δύο εξίσου καλά να καλύψουν τη θέση του κιθαρίστα αλλά και του δεύτερου τραγουδιστή, τα σχέδιά τους άλλαξαν. Η φράση «ας μην έχουμε πλήκτρα και ας κρατήσουμε και τους δύο να δούμε πως θα είναι» θα πρέπει να γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ροκ καθώς μέσα από τον τυχαίο πειραματισμό δημιουργήθηκε ο ήχος που θα μείνει γνωστός ως twin lead guitars και θα επηρεάσει στο μέλλον συγκροτήματα όπως οι Thin Lizzy, οι Blue Oyster Cult ή προς το μεταλλικότερον οι Judas Priest και οι Iron Maiden. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι μόνοι σύγχρονοί τους που είχαν την ίδια πρακτική, ήταν οι Allman Brothers στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και με αρκετά διαφορετική προσέγγιση.



Το όνομά τους επιλέχθηκε από το συνδυασμό των λέξεων “Wishbone” (το κόκαλο από το στήθος της κότας) και “Ash”, που περιλαμβάνονταν σε μία λίστα προτεινόμενων ονομάτων. Η τύχη τους χτύπησε την πόρτα όταν στις αρχές του 1970 κατάφεραν να εμφανιστούν ως support στους Deep Purple. Ο 19χρονος τότε Andy Powell, κατά τη διάρκεια του soundcheck του Blackmore ανέβηκε θρασύτατα, έβαλε στο βύσμα την κιθάρα του και ξεκίνησε να τζαμάρει μαζί του. Είτε επειδή οι Purple δεν ήταν ακόμα τόσο μεγάλο όνομα (“το In Rock” θα έβγαινε αργότερα την ίδια χρονιά) είτε επειδή έτυχε να έχει τα κέφια του, ο συνήθως δύστροπος Blackmore, όχι μόνο δεν τον έδιωξε με τις κλοτσιές, αλλά εντυπωσιάστηκε αρκετά ώστε να συστήσει το group στον παραγωγό Derek Lawrence και να τους βοηθήσει να υπογράψουν συμβόλαιο με την Decca/MCA. (Κατά άλλες πηγές, ήταν ο Blackmore που ανέβηκε στο soundcheck του Powell, αλλά η ουσία παραμένει ίδια).

Ο πρώτος δίσκος με τίτλο το όνομά τους δεν άργησε να έρθει το 1970. Με εξώφυλλο ένα καμένο wishbone και περιεχόμενο ένα μίγμα blues, progressive, jazz και folk rock, εντυπωσίασε εξαρχής. Ακόμα και αν δεν είχαν ηχογραφήσει τίποτα άλλο, θα αρκούσε ο δίσκος αυτός για να διεκδικήσουν ένα κομμάτι μουσικής ιστορίας. Οι διπλές κιθάρες ακούγονται για πρώτη φορά και συνδυάζονται με τα διπλά ή τριπλά φωνητικά του Martin Turner με τον Powell ή / και τον Ted Turner ανά περίσταση. Η μελωδικότητα και η αρμονία ξεχειλίζουν σε όλα τα τραγούδια, από τα οποία ξεχωρίζουν η «φολκίζουσα» μπαλάντα “Errors Of My Ways”, αλλά κυρίως το επικό 10λεπτο “Phoinix”, που έγινε για χρόνια συνώνυμο των Ash, αποτελώντας την επιτομή του ήχου τους και παραμένοντας μέχρι τώρα το αγαπημένο συναυλιακό τραγούδι τους. Το κομμάτι αυτό ήταν το πρώτο σε μια μεγάλη λίστα hard rock και progressive τραγουδιών που ξεκινάν σε χαμηλούς τόνους για να απογειωθούν στη συνέχεια, με τις δύο κιθάρες να βγάζουν φλόγες. Στην ουσία αποτελεί τη μεταφορά σε βινύλιο των jams που πραγματοποιούσαν επί σκηνής. Μάλιστα, σε κάποιο σημείο δε θα δυσκολευτεί να ακούσει κάποιος μια «φράση» από το σόλο του Blackmore στο “Child In Time”. Κληρονομιά, ή κληροδότημα ίσως, της από κοινού περιοδείας τους.

Με την ολοκλήρωση του δίσκου και την επιτυχία που γνωρίζει, οι Wishbone Ash καταφέρνουν να αγοράσουν καινούργια όργανα καθώς μέχρι τότε έπαιζαν με ιδιοκατασκευές. Ο Powell θα επιλέξει την Gibson Flying V, που με τον καιρό θα γίνει το σήμα κατατεθέν του και ο ίδιος ένας βασικός συντελεστής στη διάδοσή της.

Η δισκογραφική συνέχεια θα έρθει την επόμενη χρονιά με το “Pilgrimage”, το οποίο θα εγκαινιάσει και μία μακρόχρονη συνεργασία με την εταιρία Hipgnosis, υπεύθυνη για μερικά από τα καλύτερα εξώφυλλα στην ιστορία της μουσικής και σχεδόν όλων των Pink Floyd. Κινούμενο σε πιο jazz μονοπάτια και με ακόμα λιγότερους στίχους, αποτελεί έναν ακόμα σπουδαίο δίσκο, ο οποίος όμως πρόδιδε και μία σύγχυση. Το συγκρότημα έδειχνε να μην έχει κατασταλάξει ακόμα στην κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει με το αποτέλεσμα να καταλήγει εν μέρει άνισο. Δίπλα στις πιο πειραματικές στιγμές συνυπάρχει ένα δεκάλεπτο live boogie jam που, αν και εντυπωσιάζει μεμονωμένα, δείχνει εκτός θέσης στο σύνολο.

Το κρίσιμο τρίτο άλμπουμ λοιπόν θα έδειχνε αν ήταν φτιαγμένοι για μεγάλα πράγματα. Όπως αποδείχθηκε, ήταν φτιαγμένοι για επικών διαστάσεων πράγματα. Η επόμενη κυκλοφορία τους δεν είναι άλλη από το ανεπανάληπτο “Argus”, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που γέννησε η δεκαετία του ’70. Εμπνευσμένο από την Αργοναυτική Εκστρατεία και με το διάσημο πλέον εξώφυλλο (της Hipgnosis και πάλι) του πολεμιστή, αποτελεί υπόδειγμα επικής και συνάμα λυρικής γραφής που ποτέ δεν καταντάει γραφική. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στον Martin Turner, ο οποίος εκτός από αξιόπιστος τραγουδιστής και μπασίστας αποδεικνύεται και εξαιρετικός στιχουργός.

Ο δίσκος έχει μία εκπληκτική εσωτερική ροή από τραγούδι σε τραγούδι και, αν και δεν είναι, έχει το feeling του concept άλμπουμ. Δεν ξεχωρίζει κανένα τραγούδι γιατί απλούστατα όλα είναι υπέροχα. Τα περισσότερα έγιναν αυτοστιγμεί κλασικά και περιλαμβάνονταν στις συναυλίες τους ενώ το “Time Was” αποτελεί τη συνέχεια του “Phoinix” στα 10λεπτα έπη, με το ήπιο ξεκίνημα και την σταδιακή επιτάχυνση μέχρι το τελικό κρεσέντο. Τα riffs δίνουν και παίρνουν, το δέσιμο του group είναι καλύτερο από κάθε προηγούμενη φορά ενώ η παραγωγή του δίδυμου Derek Lawrence και Martin Birch είναι μαγική. Δεν ήταν καθόλου περίεργο ότι το “Argus” αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς.

Το ερώτημα που γεννιέται πάντα μετά από τέτοιους δίσκους - ορόσημα είναι πώς προχωράς. Επιχειρείς τη συνέχειά τους ή δημιουργείς κάτι διαφορετικό; Το “Wishbone Four” (1973) είναι για τους Wishbone Ash ότι το “III” για τους Led Zeppelin. Ένα άλμπουμ δημιουργημένο στην εξοχή, από μία μπάντα που έψαχνε να βρει το επόμενο βήμα της μετά την ξαφνική επιτυχία. Η παραγωγή πλέον έχει περάσει στο ίδιο το γκρουπ, κάτι που αποδείχθηκε λανθασμένη κίνηση και στοίχισε σε ένα βαθμό στον ήχο των τραγουδιών. Με ακόμα πιο έντονο το folk στοιχείο, υποβοηθούμενο από την έντονη παρουσία της lap steel του Ted Turner (είχε κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά στο “Blowin’ Free” του “Argus”) ανέδειξε δύο ακόμα κλασικά τραγούδια, το υπέροχο “Ballad Of The Beacon” και το “Rock n Roll Widow”. Δυστυχώς όμως δεν έλαβε την αναγνώριση που του άξιζε, χαρακτηριζόμενο ως αποτυχημένος διάδοχος του “Argus”.

Κάπου εδώ είχε έρθει η ώρα για αναδίπλωση αλλά και κεφαλαιοποίηση της επιτυχίας τους. Αυτό θα γίνει με την κυκλοφορία του διπλού “Live Dates” (1973) που θα αποτελέσει και την καλύτερη αλλά και μοναδική επίσημη καταγραφή της μπάντας με την πρώτη της σύνθεση.

Λίγο μετά η πορεία της τετράδας θα κλονιστεί από την ξαφνική αποχώρηση του Ted Turner από τον χώρο της μουσικής. Αποσύρθηκε στο Περού όπου αγόρασε δύο γάιδαρους (!!!) και περιπλανήθηκε για έξι μήνες στις Άνδεις και τις αρχαίες φυλές που ζούσαν ακόμα εκεί. Η καλύτερη κίνηση που έχει κάνει στη ζωή του, όπως έχει ο ίδιος ισχυριστεί. Πίσω στον rock n roll κόσμο όμως, οι εναπομείναντες τρεις αντιμετωπίζουν μία μεγάλη δυσκολία: Πώς θα αντικαταστήσουν ένα τόσο βασικό κομμάτι του ήχου τους. Η απάντηση θα έρθει από τον Laurie Wisefield που αποδείχθηκε άξιος αντικαταστάτης, σε βαθμό μάλιστα που να έχει συνδέσει πλέον το όνομά του με το group όσο και ο προκάτοχός του.

Τόσο καλή είναι η χημεία που αναπτύχθηκε με τον νέο κιθαρίστα, που το “There’s The Rub” του 1974 είναι μία απευθείας επιστροφή στις ρίζες τους και το πρώτο LP τους. Παρόμοιο ακόμα και σε δομή, αναδεικνύει κατά αντιστοιχία τη «φολκίζουσα» μπαλάντα “Persephone” (μέσα στα πέντε καλύτερα τραγούδια που έχουν ηχογραφήσει) και το 10λεπτο jam “F*U*B*B” (αρχικά για τη φράση Fucked Up Beyond Belief).

Η καλλιτεχνική επιτυχία του δίσκου αλλά και η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του κοινού, τους δίνει το κουράγιο να συνεχίσουν, αλλά δυστυχώς τους βάζει στο μυαλό και την εμπορική επιτυχία, ήτοι το άνοιγμα στην αμερικάνικη αγορά. Συνεχίζοντας λοιπόν τις ηχογραφήσεις στην Αμερική, κάτι που ξεκίνησαν από τον προηγούμενο ήδη δίσκο, θα εκδώσουν έναν από τους χειρότερους δίσκους της καριέρας τους. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς με τι κληρονομιά είχε να συγκριθεί, η απογοήτευση είναι μεγάλη. Από το “Locked In” (1976) διασώζεται μόνο το εναρκτήριο “Rest In Peace” που ξεχωρίζει σα τη μύγα στο γάλα. Τόσο στο studio όσο και στη σκηνή οι Ash χρησιμοποιούν πλέον keyboardίστα. Να σημειωθεί ακόμα ότι για πρώτη φορά οι συνθέσεις αποδίδονται και σε μεμονωμένα ονόματα αντί του συνόλου των μελών.

Σε αυτό το σημείο αρχίζει συνήθως και ο αφορισμός ότι από τους Wishbone Ash αξίζουν μόνο οι 4-5 πρώτοι δίσκοι τους. Μέγα σφάλμα καθώς η συνέχεια επιφυλάσσει αρκετά ακόμα ύψη, αλλά βεβαίως και βάθη στην καριέρα τους. Αρχικά έρχεται η επιστροφή στον ήχο που τους καθιέρωσε με το πολύ καλό “New England” (1976), βαφτισμένο από την περιοχή των Η.Π.Α. όπου διέμεναν μόνιμα πλέον.

Η αλληλουχία μέτριος δίσκος – καλός δίσκος θα συνεχιστεί με ένα ακόμα δίπολο. Το “Front Page News” (1977) τους βρίσκει σε AOR μονοπάτια ενώ αντίθετα το “No Smoke Without Fire” (1978) αποτελεί άλλη μία συνειδητή επιστροφή στον ήχο με τον οποίο μεγαλούργησαν και που όποτε εμπιστεύτηκαν δεν τους πρόδωσε ποτέ. Τεράστιας σημασίας επ’ αυτού είναι και η επιστροφή του πρώτου τους παραγωγού, Derek Lawrence. Ο μόνος λόγος που δεν περιλαμβάνεται στις «κλασικές» τους ηχογραφήσεις είναι ότι κυκλοφόρησε την περίοδο που μεγαλουργούσε το punk και κανείς δεν είχε μάτια (ή αυτιά) για διαμαντάκια όπως αυτό. Σε κάθε περίπτωση, το εκπληκτικό “Way Of The Wold”, χωρισμένο σε δύο μέρη, αποτελεί τον άξιο διάδοχο της οικογένειας του “Phoinix”. Αργό, με ατμοσφαιρικό ξεκίνημα και εκρηκτικό φινάλε. Οι Wishbone Ash θα κάνουν δυστυχώς πολύ καιρό να ξανακουστούν έτσι.

Στο “Just Testing” του 1980 κυριαρχούσαν οι συνθέσεις του M. Turner, φιγουράριζε όμως και μία σύνθεση που τους έφερε ο παραγωγός τους από έναν κατά παραγγελία συνθέτη, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της MCA για πιο εμπορική μουσική. Μάλιστα η επιλογή έμελλε να γίνει ανάμεσα στο “Helpless”, που τελικά προτιμήθηκε, και σε ένα τραγούδι κάποιου άγνωστου τότε Bryan Adams! Παρά το αξιοπρεπές αποτέλεσμα του δίσκου, ήταν φανερό πως η κατεύθυνση που έπαιρναν οι Wishbone Ash ήταν τελείως διαφορετική από το όραμα που είχαν όταν ξεκίνησαν. Στα πλάνα αυτά δε χωρούσε ο Turner, ο οποίος δεν μπορούσε να γράφει «χιτάκια» και επίσης θεωρήθηκε ότι έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση του τραγουδιστή σε κάποιον ικανότερο και να περιοριστεί σε αυτή του μπασίστα. Υπό τη νέα αυτή λογική, το ιδρυτικό μέλος και βασικός συνθέτης και στιχουργός στους περισσότερους δίσκους των Wishbone Ash τελικά αποχωρεί.

Η κυκλοφορία του “Live Dates II” (1980) θα αποτελέσει την τελευταία με την ΜΚ ΙΙ σύνθεση κατά τον ίδιο τρόπο που το “Live Dates” σφράγισε το τέλος της MK I. Ταυτόχρονα θα σημάνει και την αρχή της χειρότερης περιόδου για το συγκρότημα, όπου εμφανώς σε σύγχυση θα πελαγοδρομήσει σε ηχητικά τοπία ξένα προς την ιδιοσυγκρασία του, αφαιρώντας τα προοδευτικά στοιχεία από τον ήχο του. Μην ξεχνάμε ότι πλέον μπαίνουμε για τα καλά στα eighties, το ναρκοπέδιο από το οποίο ελάχιστα συγκροτήματα της προηγούμενης δεκαετίας γλίτωσαν.

Η συνέχεια φέρνει τον John Wetton (έχοντας μόλις αποχωρήσει από τους U.K. και λίγο πριν δημιουργήσει τους Asia) στη θέση του Turner σε μπάσο και φωνή. Το “Number The Brave” (1981) τους απομακρύνει για τα καλά πλέον από το παρελθόν τους, με το trademark των διπλών αρμονικών lead κιθάρων να αποτελεί μακρινή ανάμνηση, ενώ και η νέα τους μεταγραφή ποτέ δεν έγινε πλήρως αποδεκτή από τα υπόλοιπα τρία μέλη, περιορίζοντας στην ουσία τη συνεισφορά του Wetton στο ελάχιστο. Αυτό φαίνεται και στο τελικό αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί αξιοπρεπές μόνο με τη λογική ότι αναφερόμαστε πλέον σε διαφορετικό συγκρότημα.

O Trevor Bolder (Uriah Heep) θα αντικαταστήσει την επόμενη χρονιά τον απογοητευμένο Wetton για το δυναμικό αλλά μέτριο “Twin Barrels Burnin’” που τους πλασάρει ως άλλους ZZ Top (των 80s) και αυτός με τη σειρά του θα αφήσει τη θέση του στον Marvyn Spence στο κάκιστο “Raw To The Bone” που θα βγει 3 χρόνια αργότερα και αποτελεί το σκληρότερο πόνημά τους μέχρι τώρα. Αμφότεροι οι δίσκοι αυτοί δείχνουν το πιο hard rock πρόσωπο των Wishbone Ash.

Ουσιαστικά υπό διάλυση, ο Laurie Wisefield αποχωρεί οριστικά μετά το πέρας των ηχογραφήσεων συμπληρώνοντας 11 χρόνια παρουσίας, ενώ οι μόνοι δύο από τα ιδρυτικά μέλη, Andy Powell και Steve Upton, θα περιοδεύσουν για λίγο αλλάζοντας στις θέσεις των αποχωρησάντων διάφορους μουσικούς.

Στην καταλληλότερη στιγμή έρχεται ως μάννα εξ ουρανού από τον πρώτο τους μάνατζερ και ιδιοκτήτη της IRS Records, Miles Copeland, μία πρόταση «που δεν μπορούσαν να αρνηθούν», όπως ισχυρίζονται, για επανασύνδεση των αυθεντικών 4 μελών με σκοπό την ηχογράφηση ενός εξ ολοκλήρου ορχηστρικού δίσκου. Το 1987 λοιπόν, 7 χρόνια μετά την αποχώρηση του M. Turner, και 14 (!) από την αποχώρηση του T. Turner, η τετράδα βρίσκεται και πάλι μαζί. Ο καρπός της επανασύνδεσής τους ονομάζεται “Nouveau Calls” και αποτελεί ένα ικανοποιητικό comeback. Ακόμα καλύτερα μάλιστα τα πήγαν οι συναυλίες τους, με το δέλεαρ της αυθεντικής σύνθεσης να είναι ικανό να γεμίζει τις αίθουσες. Μετά από την ανέλπιστη επιτυχία αποφασίζουν να συνεχίσουν με την ηχογράφηση και ενός «κανονικού» άλμπουμ, το οποίο τελικά κυκλοφορεί το 1990 με τίτλο “Here To Hear”. Για την εποχή του ήταν μία πολύ καλή προσπάθεια ενώ και σήμερα ακούγεται αρκετά ευχάριστα παρά την υπερβολικά χαρακτηριστική eighties παραγωγή του. Στα πλαίσια της περιοδείας για την προώθησή του πέρασαν και από το ιστορικό Ρόδον, το οποίο είχε κατακλυστεί από τις ορδές των… 300 φίλων του γκρουπ που έσπευσαν να τους δουν. Αχάριστοι από τότε…

Η τελευταία κυκλοφορία των Wishbone Ash ως συγκρότημα είναι ουσιαστικά το “Strange Affair”. Ο drummer Steve Upton έχει αποχωρήσει από τη μουσική σκηνή και αφήνει ουσιαστικά τον Powell ως το μόνο μουσικό παρόντα σε όλους τους δίσκους τους. Η πιο ανάλαφρη ατμόσφαιρα που είναι αισθητή σε σχέση με το πιο βαρύ “Here To Hear” δουλεύει καλά, και παρά τις έντονες διαφωνίες των τριών μελών για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσουν, η συνοχή που επιτυγχάνεται είναι η δέουσα. Το δε “Standing In The Rain” είναι το καλύτερο τραγούδι που συνέθεσαν τα τελευταία 10 χρόνια.

Έχοντας μείνει μοναδικός κληρονόμος του ονόματος, ο Andy Powell συγκεντρώνει session μουσικούς και εν μέσω οικονομικών δυσκολιών ηχογραφεί διαδοχικά τα εξαιρετικά “Illuminations” (1996), “Bona Fide” (2002), “Clan Destiny” (2006) και “The Power Of Eternity” (2007). Με αυτά καταφέρνει όχι μόνο να κρατήσει το όνομα των Wishbone Ash σε αξιοπρεπή επίπεδα αλλά και να εξοβελίσει σε μεγάλο βαθμό τα λάθη της δεκαετίας του ‘80. Μοναδικές εξαιρέσεις δύο trance (!!!) πειραματικοί δίσκοι που κακώς κυκλοφόρησαν υπό το όνομα του ιστορικού συγκροτήματος και απογοήτευσαν το κοινό τους, παρά τη σημαντική επιτυχία που κατάφεραν στους dance κύκλους!

Ταυτόχρονα, αν και χωρίς δισκογραφική παρουσία, ο Martin Turner συνεχίζει κατά καιρούς να περιοδεύει ως Martin Turner’s Wishbone Ash με την προσθήκη session μουσικών, κρατώντας κι αυτός ζωντανό το μύθο. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις επισκέπτεται και την Ελλάδα με σκοπό να αποδώσει σε όλο του το μεγαλείο τον ακρογωνιαίο λίθο που ακούει στο όνομα “Argus” αλλά και μερικά ακόμα επιλεγμένα τραγούδια.

Αν και η δισκογραφία τους είναι διάσπαρτη με απογοητεύσεις και παγίδες και παρά το γεγονός ότι απέχουν αρκετά από το συγκρότημα που με τυφλή εμπιστοσύνη μπορείς να βασιστείς σε κάθε κυκλοφορία του, οι Wishbone Ash αποτελούν σημείο αναφοράς στο progressive και το hard rock με τον μοναδικό τους ήχο, τα πολλά εξαιρετικά τους άλμπουμ και την επιρροή που άσκησαν σε δεκάδες σύγχρονους αλλά και απογόνους τους.

  • SHARE
  • TWEET