Αφιέρωμα Saxon: An Eagle's Early Flights

Από τον Θοδωρή Μηνιάτη, 18/06/2009 @ 07:10
Βρισκόμαστε στην Αγγλία στα μέσα των '70s. Σχεδόν σε κάθε γειτονιά της χώρας έχουν δημιουργηθεί μπάντες που, επηρεασμένες από τη μεγάλη άνθηση της rock μουσικής, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα νέο ήχο και ύφος . Όλες έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι αφενός αγαπούν αυτό που κάνουν, αλλά αφετέρου ξεδίνουν και μέσω αυτού από τα προβλήματα τους.



Κάπου στο δυτικό Yorkshire υπάρχει μια μπάντα με το όνομα SOB και με ιδρυτικά μέλη τους Graham Oliver (κιθάρα) και Steve Dawson (μπάσο), η οποία αργότερα θα ενώσει τις δυνάμεις της με τους Coast, στους οποίους ο Biff Byford κρατούσε το μικρόφωνο και ο Paul Quinn τις κιθάρες. Με την προσθήκη του Pete Gill στα drums δημιουργούνται τελικά οι Son Of A Bitch, που λίγο αργότερα θα αλλάξουν το όνομα τους σε Saxon. Παίζουν το δικό τους υλικό, κάνοντας support εμφανίσεις στους Ian Gillan Band και τους Heavy Metal Kids, μεταξύ άλλων. Ηχογραφούν τα πρώτα demos στα Tapestry Studios, με παραγωγό τον John Verity (πρώην κιθαρίστα και τραγουδιστή των Argent). Στέλνουν τα demos αυτά σε εταιρίες, θέλοντας να πετύχουν κάτι καλό, αφού το κίνημα του New Wave Of British Heavy Metal βρίσκεται στα φόρτε του. Μετά από μερικούς μήνες το συγκρότημα κεντρίζει το ενδιαφέρον του Peter Hinton της EMI Records, ο οποίος πηγαίνει στο Barnsley για να δει το group να εμφανίζεται στο Civil Hall. Ο Hinton ενθουσιάζεται τόσο, που συστήνει τους Saxon στον Claude Carrere ως υποψήφιους για συμβόλαιο με τη νεοσύστατη Carrere Records στην αγγλική σκηνή. Ο Claude αποφασίζει να τους προσφέρει στέγη στην εταιρία του, αφού ακούει τα demo τους, τα οποία τον αφήνουν άφωνο.

Το συμβόλαιο αυτό υπήρξε η ουσιαστική (δισκογραφικά) γέννηση των Saxon και η αρχή μιας μεγάλης «πτήσης» που κρατά ως τις μέρες μας.

Το Μάιο του 1979, με παραγωγό τον John Verity, είδε το φως της δημοσιότητας το ομώνυμο album. Το πρώτο single, "Big Teaser" / "Stallions Of The Highway" έσκασε σα βόμβα στους οπαδούς, αφού ξαφνικά άκουσαν μια μπάντα που κυριολεκτικά έβγαζε φλόγες από τα ηχεία μέσω της μουσικής της. Πλήρως εναρμονισμένο με τον ήχο του κινήματος, το single έγινε πολύ γρήγορα νούμερο ένα στα metal charts. Το δεύτερο single του δίσκου, "Backs To The Wall" / "Militia Guard", έγινε και αυτό πολύ γρήγορα νούμερο ένα, δείχνοντας ότι ένα νέο αστέρι είχε προκύψει. Το single κυκλοφόρησε έτσι ώστε να συμπέσει με μια special guest εμφάνιση στους Motorhead. Η τότε περιοδεία έφερε τους Saxon στα κυριότερα συναυλιακά μέρη της χώρας, συμπεριλαμβανόμενου και του διάσημου Hammersmith Odeon. Οι Saxon είχαν ήδη αρχίσει να συζητιούνται στους κύκλους των metal οπαδών, κάτι αρκετά λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι η πρώτη δουλειά τους, εκτός του συγκλονιστικά τραβηχτικού και καταπληκτικού, αμιγώς metal εξωφύλλου, έσφυζε μουσικά από τσαμπουκά και «αλητεία», κάτι που άρεσε στον τότε κόσμο. Κομμάτια σαν τα δύο singles που κυκλοφόρησαν στάθηκαν επάξια απέναντι στο punk rock που μεσουρανούσε τότε, δείχνοντας ότι η Αγγλία είχε μεγαλώσει άλλο ένα περήφανο παιδί, το metal.

Ήταν Μάιος του 1980 όταν το δεύτερο album της μπάντας ,"Wheels Of Steel", κυκλοφόρησε, γεμίζοντας με ακόμα περισσότερο μπετόν τα θεμέλια που είχαν χτίσει ένα χρόνο πριν με την παρθενική δουλειά τους. Ο Carrere είχε τελικά δίκιο και πέτυχε διάνα. Το συγκρότημα που υπέγραψε ήταν θησαυρός. Τι να πει κανείς για το "Wheels Of Steel"; Δε νομίζω ότι υπάρχουν λέξεις που μπορούν να περιγράψουν αυτό το μουσικό κομψοτέχνημα. Κομμάτια ένα και ένα: "Motorcycle Man", "Stand Up And Be Counted", "747 (Strangers In The Night)" και "Wheels Of Steel" αποτελούσαν τη μια πλευρά του βινυλίου. Από τα 4 κομμάτια, τα 3 έχουν γίνει all time classics και αυτό λέει πολλά νομίζω! Ο αετός, σήμα κατατεθέν της μετέπειτα πορείας τους, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του σε εξώφυλλο δίσκου του group, δημιουργώντας πολλές φαντασιώσεις σε άτομα να έχουν τον αετό στο μπράτσο τους σαν tattoo, κάτι που φυσικά πολλοί έκαναν μετέπειτα. Η δεύτερη δουλειά των Saxon, σε σύγκριση με την πρώτη, εκτός του τσαμπουκά, είχε και τη γλυκιά αυτή μουσική μελωδία που σε συνεπαίρνει αλλά και σου κολλάει στο μυαλό το ριφ που θα θυμάσαι για πάντα. Απλές και μεστές συνθέσεις, με στακάτα κιθαριστικά μέρη, αποτελούσαν τον κορμό του δίσκου, δίνοντας πολύ γρήγορα στους Saxon μια ταυτότητα που έμελλε να τους ακολουθεί για πάντα και έχει δώσει το έναυσμα σε πολλούς να προσπαθήσουν να την υιοθετήσουν στον ήχο τους. Όσοι έχουν ακούσει τα παραπάνω κομμάτια σίγουρα θα συμφωνήσουν μαζί μου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο album είχε κάνει την παραγωγή ο Peter Hinton της EMI Records, μαζί με τους Saxon, δείγμα του πόσο υπολογίσιμο ήταν το group. Τα δυο singles του δίσκου, "747 (Strangers In The Night)" και "Wheels Of Steel", τους χάρισαν και τη ζωντανή συμμετοχή και εμφάνιση στο πολύ γνωστό TV show Top Of The Tops, δίνοντας τους ακόμα μεγαλύτερη δημοτικότητα.

Η μηχανή των Saxon είχε πάρει για τα καλά μπρος. Έτσι, 7 μήνες μετά κυκλοφορούν την τρίτη δουλειά τους, "Strong Arm Of The Law", δηλώνοντας αρκετά δραστήριοι δισκογραφικά αλλά και συνθετικά. Σίγουρα η τρίτη προσπάθεια δεν είχε τα κομμάτια - κολοσσούς της προηγούμενης, αλλά και αυτή δεν υστερούσε σε τίποτα. Οι Saxon για ακόμα μια φορά είχαν βουτήξει βαθιά στη θάλασσα του New Wave Of British Heavy Metal, χωρίς μπουκάλα οξυγόνου, και κατάφεραν όχι μόνο να κολυμπήσουν αλλά και να ξαναβγούν στην επιφάνεια . Το εν λόγω album, διατηρώντας την παράδοση των προηγούμενων κυκλοφοριών, έβγαλε δυο singles, τα "Strong Arm Of The Law" και "Dallas 1 PM", που, για όσους δεν ξέρουν, ήταν η επίσημη ώρα δολοφονίας του Κέννεντυ. Μουσικά, το album κινούταν στα «βρώμικα» μονοπάτια του αγγλικού New Wave, με σκληροτράχηλες επιθετικές συνθέσεις που καθηλώνουν. Η δύναμη και το μπρίο σε αυτή τη δουλειά υπερτερούσαν της μελωδίας, κάτι που μάλλον δεν ενόχλησε κανέναν. Ο αετός έστεκε για άλλη μια φορά αγέρωχος στο εξώφυλλο, που για πρώτη φορά ήταν το λεγόμενο gatefold (δυο εξώφυλλα ενωμένα στη μέση).

Το 1981 βρίσκει τους Saxon να περιοδεύουν συνεχώς, χωρίς να έχουν πολύ χρόνο για την ηχογράφηση νέου υλικού. Σχεδόν όλο το χρόνο ήταν «στο δρόμο», δίνοντας συναυλίες σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η φήμη τους είχε εξαπλωθεί τόσο, που στην Ιαπωνία το "Motorcycle Man" έμεινε για περίπου πέντε μήνες στα εκεί charts, αποδεικνύοντας πόσο μεγάλο κομμάτι θεωρούταν. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς οι Saxon αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν το τέταρτο album της καριέρας τους, ένα album αφιερωμένο στους οπαδούς τους αλλά και στο συνηθισμένο στυλ ντυσίματος τους. Έτσι το ονόμασαν "Denim And Leather", τίτλος που λέει τα πάντα και έγινε συναφής με τον τρόπο ζωής όχι μόνο των ίδιων, αλλά και των οπαδών της metal μουσικής γενικότερα. Το σήμα κατατεθέν του group ήταν πάλι εκεί, χαρίζοντας στους οπαδούς άλλο ένα κλασικό Saxon εξώφυλλο. Μουσικά, καμία αλλαγή δε θα υπήρχε. Σε συνέχιση του παρελθόντος, όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τον ήχο και το ύφος ήταν παρόντα σε μέγιστο βαθμό, σκορπώντας άπειρα χαμόγελα για άλλη μια φορά. Το album ακολούθησε μια περιοδεία 46 ημερών στην Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, κάνοντας το όνομα του group ακόμα πιο γνωστό. Ο δίσκος είχε να προσφέρει μόνο μουσικά διαμάντια. Εκτός από τα δυο singles, "And The Bands Played On" και "Never Surrender", τα κομμάτια "Princess Of The Night", "Midnight Rider", "Fire In The Sky" μόνο αδιάφορα δεν είναι, κάνοντας το εν λόγω album -για τον γράφοντα= το δεύτερο πιο επιτυχημένο μουσικά και συνθετικά, βάσει κομματιών. Δυο μέρες πριν το ξεκίνημα της περιοδείας, ο drummer Pete Gill έσπασε το χέρι του, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να αντικατασταθεί από τον Nigel Glockler, χρόνιο φίλο των Saxon, ο οποίος έπρεπε να μάθει σε μιάμιση μέρα όλα τα τραγούδια, κάτι που κατάφερε, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία.

Επόμενος στόχος των Saxon ήταν να κατακτήσουν την Αμερική. Έτσι, για 38 μέρες ταξίδεψαν από την Νέα Υόρκη μέχρι τη Φλόριντα και τις Δυτικές Ακτές, δίνοντας sold out shows. Στα τέλη του 1982 ηχογράφησαν ένα live δίσκο, ο οποίος κυκλοφόρησε στις 14 Μαΐιου του 1982. Οι οπαδοί ρωτήθηκαν πως θα ήθελαν να ονομαστεί ο δίσκος και έτσι ο τίτλος που του δόθηκε, "The Eagle Has Landed", ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να υπάρξει. Στο εν λόγω album αποτυπώνονται ζωντανά μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που είχαν γράψει μέχρι τότε οι Saxon, τραγούδια που πραγματικά σε καθήλωναν έστω και μέσα από ψυχρά ηχεία ακρόασης. Το live ήταν τόσο καλό, που κατατάσσεται στα καλύτερα που έχει αναδείξει η heavy metal μουσική, και όχι άδικα. Η απόδοση του group ήταν κάτι παραπάνω από απίστευτη. Όσοι δεν τους είχαν απολαύσει από κοντά, καταλάβαιναν τι έχαναν. Βέβαια, με την πάροδο των ετών, εκατομμύρια θα ένοιωθαν τη μαγεία αυτού του group. Ο αετός εκείνη τη χρονιά «πέταξε όπου μπορούσε». Μάλιστα η εμφάνιση τους στο διάσημο festival του Castle Doningthon τους έκανε την πρώτη μπάντα που είχε παίξει εκεί δυο φορές, μετά κι από την εμφάνιση τους το 1980. Ο αετός είχε πια τα φτερά του ορθάνοιχτα και έβλεπε με περηφάνια τον κόσμο από ψηλά.

Τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1982 οι Saxon ήταν στο studio, γράφοντας νέο υλικό. Το "Power And The Glory", που κυκλοφόρησε στις 21 Μαρτίου 1983, ήταν η φυσική συνέχεια της φόρας που είχαν πάρει. Μέχρι τότε οι Saxon έτρεχαν με πολύ καλούς δρομείς στο metal στίβο. Έτσι, το "Power And The Glory" πήρε τη σκυτάλη και ήταν έτοιμο για τον τερματισμό και την πρωτιά. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος δρομέας ήταν τόσο καλός, που δε χρειάσθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να κόψει επιτυχώς το νήμα του τερματισμού. Οι Saxon θα είχαν για μια ακόμη φορά μεγαλουργήσει. Ο δίσκος έσφυζε από ζωντάνια και συνθέσεις που δε μπορούσες να ξεχάσεις ή να αμελήσεις. Τα κοφτά μελωδικά ριφς έπαιζαν και σε αυτό το δίσκο πρωταγωνιστικό ρόλο, δείχνοντας ότι η μπάντα ήταν σε τρελά κέφια, κάτι που εκτίμησαν και οι οπαδοί, οι οποίοι αγάπησαν από την πρώτη στιγμή το δίσκο. Πως να μην τον αγαπήσεις άλλωστε όταν σου δίνει τόσες ώρες μουσικής απόλαυσης; Οι Saxon θα γύριζαν για πρώτη φορά και τρία video clips ("Power And The Glory", "Nightmare" και το επαναηχογραφημένο "Suzy Hold On"), δείγμα της απήχησης που είχαν αλλά και της δίψας των οπαδών για περισσότερη εικόνα, εκτός από ήχο. Το 1983 σηματοδότησε και τη χρονιά που οι Saxon εγκατέλειψαν την εταιρία που τους είχε μέχρι τότε, αφού δυστυχώς, παρά τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλαν οι ίδιοι, οι ιθύνοντες της εταιρίας είχαν περισσότερες απαιτήσεις από τις πωλήσεις των δίσκων τους. Βεβαίως δε θα μπορούσαν να πάνε χαμένοι.

Έτσι, η EMI ανέλαβε να συνεχίσει το δισκογραφικό έργο των Saxon. Το πρώτο album που κυκλοφόρησε κάτω από την ομπρέλα της EMI, και έκτο συνολικά, ήταν το "Crusader", ίσως η πιο αμφιλεγόμενη κυκλοφορία τους μέχρι τότε. Εκτός του ομώνυμου old time classic ύμνου, το υπόλοιπο album κάπου χώλαινε, σε σχέση με τα προηγούμενα. Οι Saxon, κατά τη γνώμη μου, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο και αιτία αποφάσισαν να κάνουν τον ήχο τους πιο εμπορικό και «αμερικανικό». Έτσι, όχι μόνο ηχογράφησαν το "Crusader" εκεί, αλλά έκαναν και περιοδεία με τους Motley Crue. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλη μερίδα οπαδών να νοιώσει μια αποστροφή προς τη μπάντα, κάτι αρκετά λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι στο πρόσφατο παρελθόν υπήρχε μεγάλη αγνότητα ήχου, σύνθεσης και attitude, ενώ τώρα πια οι πωλήσεις δίσκων ήταν αυτοσκοπός. Παρόλο που το album είχε κάποιες καλές στιγμές, όπως τα "A Little Bit Of What You Fancy", "Sailing To America", "Just Let Me Rock", στις συνειδήσεις πολλών ήταν μια αποτυχία. Μάλιστα θεωρώ ότι αν δεν υπήρχε το ομώνυμο τραγούδι να κρατάει μια κάποια αίγλη, ίσως πολλοί να είχαν διαγράψει την εν λόγω κυκλοφορία. Άδικο η όχι, μόνο ο οπαδός είναι ο αντικειμενικός κριτής.

Μετά και το "Crusader" οι Saxon έκαναν μια μικρή αλλαγή στην καριέρα τους, αφήνοντας πίσω στο χρόνο το σκληρό, αλήτικο, τσαμπουκαλεμένο New Wave Of British Heavy Metal ήχο, και επιδόθηκαν σε πιο κλασσικές μουσικές φόρμες, που κάποιες φορές ξίνιζαν κάποιους πιο «κολλημένους» με τον παλιό τους ήχο οπαδούς. Ό,τι πάντως και να έγινε μετά, ένα είναι το σίγουρο: Οι Saxon ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα που έχει αναδείξει το heavy metal. Τα τραγούδια τους είναι παρακαταθήκη για όλες τις γενιές που θα ασχοληθούν με το ιδίωμα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία δυο πράγματα: Τα τραγούδια τους ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, παραμένουν και ηχούν φρέσκα αφενός, αλλά και αφετέρου η μπάντα συνεχίζει να κυκλοφορεί albums που είναι κοινώς αγαπητά και αποδεκτά από τον κόσμο. Λίγο το θεωρείτε αυτό;

Θοδωρής Μηνιάτης
  • SHARE
  • TWEET