Αφιέρωμα: Black Sabbath με Ozzy - Μέρος πρώτο

17/06/2005 @ 14:47

Black Sabbath. Μόνο και μόνο το άκουσμα του ονόματος της κορυφαίας μπάντας στον γαλαξία προκαλεί ανατριχίλα. Τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που οι Sabs ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους με το ντεμπούτο, που έφερε και το όνομα τους. Δεν είναι και λίγο πράγμα να στέκεσαι όρθιος τόσα χρόνια και να γεμίζεις τα γήπεδα όπου και αν πηγαίνεις. Το αφιέρωμα αυτό στο αγαπημένο μας συγκρότημα, σκοπό έχει να θυμίσει στιγμές από την πρώτη και καλύτερη, κατά την άποψη μας πάντα, περίοδο των Black Sabbath. Μιλάμε φυσικά για την περίοδο κατά την οποία τη μπάντα απάρτιζαν οι John Michael Osbourne, Frank Anthony Iommi, William Ward και Terence Butler (κάντε το σταυρό σας άπιστοι). Αμήν.

Είμαστε κάπου στο 1968. Ο Ozzy και ο Geezer εκείνον τον καιρό έψαχναν για drummer τον οποίον και βρήκαν στο πρόσωπο του Bill Ward, ο οποίος έφερε μαζί του τον Tony Iommi. Αυτοί οι τέσσερις νέοι αποφασίζουν να φτιάξουν μια μπάντα, την οποία και ονομάζουν The Polka Tulk Blues Band. Η φτώχεια εκείνη την εποχή μάστιζε το βιομηχανικό Birmingham και η μουσική φαινόταν ως μια πολύ καλή διέξοδος για τα 4 παλικάρια μας. Έτσι απλά ξεκίνησε η ιστορία μιας μπάντας που έμελλε να αλλάξει το μουσικό τοπίο, όσο ελάχιστοι άλλοι είχαν καταφέρει ποτέ στο παρελθόν. Λένε πως δε μπορείς να αποφύγεις το πεπρωμένο σου και ο κιθαρίστας των Sabs πρέπει να το ένιωσε αυτό στο πετσί του. Ο Tony είχε γεννηθεί για μεγάλα πράγματα και ούτε το κοπτικό μηχάνημα στο εργοστάσιο που δούλευε δε μπορούσε να τον σταματήσει, αν και του στέρησε τις άκρες των δαχτύλων του. Οι σωματικές αναπηρίες δεν αποτέλεσαν όμως εμπόδιο για τον Tony (όπως δεν είχαν αποτελέσει και για τον μεγάλο κιθαρίστα Dwango Reinhardt).

Απόδειξη αυτού είναι και η πρόσκληση που του έκανε ο Ian Anderson για να παίξει κιθάρα στους Tull. Ο Iommi δέχτηκε την πρόσκληση των Jethro Tull, όμως δεν άργησε να καταλάβει ότι οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες δεν ταίριαζαν με αυτές του Ian και επέστρεψε στους Sabs με τους οποίους και θα μεγαλουργούσε.

Ο Ward πρότεινε να μετονομαστεί η μπάντα σε Earth όπως και έγινε. Άρχισαν να δίνουν live όπου μπορούσαν και κυρίως στην περιοχή της Νότιας Αγγλίας. Ο jazz τρομπετίστας Jim Simpson τους οργάνωσε διάφορα live και ανέλαβε manager της μπάντας. Αυτός ήταν και ο άνθρωπος που έδωσε την απαραίτητη αρχική ώθηση στους Earth. Τους επηρέασε, δε, και μουσικά, πράγμα το οποίο φαίνεται ανάγλυφα στα "Evil Woman" και "Wicked World".

Το 1969 όμως η μπάντα ανακαλύπτει πως υπάρχει και άλλο group με το ίδιο όνομα και αλλάζει το όνομα της σε Black Sabbath, από μια προπολεμική ιταλική ταινία τρόμου, την οποία προλόγιζε ο Boris Karloff. Επόμενο βήμα η υπογραφή συμβολαίου και με την εταιρεία Vertigo, μέσω της ανεξάρτητης Tony Hall Enterprises. Ε, αυτό που έμενε ήταν απλά η ηχογράφηση ενός δίσκου. Πόσο δύσκολη μπορεί να είναι μια τέτοια διαδικασία; Απλά αναφέρουμε πως ο πρώτος δίσκος των Black Sabbath ηχογραφήθηκε μέσα σε 3 μέρες και κόστισε 600 λίρες. Και για να κάνετε τη σύγκριση, αναφέρουμε επίσης ότι στις γραφές τονίζεται πως ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο σε μια βδομάδα. Ο θεός όμως δεν άκουγε blues, οπότε είναι προφανές γιατί υστερεί στη σύγκριση. Οι Sabs τα πρώτα χρόνια της καριέρας τους έμαθαν τις βασικές αρχές των blues, πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν για να δημιουργήσουν ένα νέο είδος μουσικής που κανείς άλλος δεν είχε δοκιμάσει νωρίτερα. Οι Deep Purple ήταν πιο πολύ rock, οι Led Zeppelin ήταν μια κατηγορία μόνοι τους, οι Cream και οι Blue Cheer έπαιζαν σκληρά (και πολύ καλά μάλιστα) αλλά οι πρώτοι που έπαιξαν τόσο βαριά, σκοτεινά και ηλεκτρικά, καταφέρνοντας να περάσουν στη μουσική τους τη μουντάδα της Αγγλίας, ήταν φυσικά οι Black Sabbath.

"Black Sabbath":
"What is this that stands before me, figure in black which points at me...", "Misty morning, clouds in the sky, without warning a wizard walks by...", "Some people say my love cannot be true...". Πόσοι από εσάς δεν έχετε τραγουδήσει αυτούς τους στίχους; Η αλήθεια είναι πως με το που βάζεις να ακούσεις τον πρώτο δίσκο των Black Sabbath, αν και δε φαντάζεσαι τι ακριβώς θα πάθεις, μπαίνεις πλέον σε έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Οι απόκοσμες καμπάνες, που σε ετοιμάζουν για μια μία ηχητική εμπειρία η οποία θα σου αλλάξει την ζωή μια για πάντα, χτύπησαν πρώτη φορά την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου του 1970. Τρεις νότες έτσι για αρχή, στίχοι και φωνητική ερμηνεία που σε καθηλώνουν. Και μετά από 4 λεπτά και 34 δευτερόλεπτα έρχεται η αποκάλυψη, το τέμπο γίνεται πιο γρήγορο και ...εγένετο Heavy Metal. Και ενώ αναλογίζεσαι τι συνέβη, η φυσαρμόνικα σου κολλάει το ρυθμό της, πριν καν προλάβεις να πεις "The Wizard". Πλέον παύεις να αντιστέκεσαι και απλά στέκεσαι χαζεμένος από τη μουσική. Εκεί που στο "Behind The Wall Of Sleep" θαυμάζεις την ικανότητα της μπάντας να στήνει κομμάτια πάνω σε riff, εμπλουτίζοντας το σκηνικό με αγγελικές (ή σατανικές αν προτιμάτε) μελωδίες που δείχνουν να γοητεύονται από τις αλλαγές ρυθμού, σκάει η εισαγωγή του "N.I.B." που έκτοτε στοιχειώνει κάθε άνθρωπο που έπιασε μπάσο στα χέρια του. Oh yeah! "Evil Woman", "Sleeping Village", "Warning" (όπου ο Iommi δείχνει ότι δε μπορεί να σολάρει...), "Wicked World" είναι κομμάτια που έδωσαν άλλη σημασία στον όρο Σκληρό Ροκ και αποτελούν την απαρχή ενός νέου μουσικού κινήματος.

"Paranoid":
Δεύτερος δίσκος την ίδια χρονιά για τους Sabbath που τιτλοφορείται τελικά "Paranoid", αν και αρχικά ήταν να ονομαστεί "Walpurgis" (aka the witches Sabbath). Το "Walpurgis" έγινε "War Pigs" (με άλλους στίχους), αλλά αφενός λόγω της εμπορικής επιτυχίας του single "Paranoid" ( που έφτασε στο νούμερο 4 των chart) και αφετέρου λόγω επιθυμίας της Warner, που δεν ήθελε να ξυπνήσει άσχημες μνήμες πολέμου στο αμερικανικό κοινό, το album άλλαξε τίτλο. Το "Paranoid" ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο και κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη, έχοντας στο εξώφυλλο έναν παρανοημένο στρατιώτη που είναι λίγο "out of focus" (εξώφυλλο το οποίο προοριζόταν για τον αρχικό τίτλο). Στιχουργικά υπάρχουν πολιτικές αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ ("War Pigs") αλλά και στα ναρκωτικά ("Hand Of Doom", "Fairies Wear Boots"), που είχαν μπει για τα καλά στη ζωή των τεσσάρων νέων από το Aston.

Μουσικά ο δίσκος στηρίζεται στη βαρύτητα των Black Sabbath αλλά η εξέλιξη της μπάντας (βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής τους) είναι εμφανέστατη. Τα μονολιθικά riffs που κυριαρχούσαν στο ντεμπούτο τoυς, είναι εδώ, αλλά με μια εντελώς διαφορετική υπόσταση. Η δομή των κομματιών έχει γίνει πιο συμπαγής, χωρίς όμως αυτό να λειτουργεί εις βάρος του αυτοσχεδιασμού και της φαντασίας. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε όταν το "Paranoid", που σύμφωνα με τον μύθο γράφτηκε σε λιγότερο από 5 λεπτά, αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα κομμάτια στην μουσική ιστορία. Όταν το "Planet Caravan" είναι μια απο τις ελάχιστες μελωδίες που δεν έχει σταματήσει να υφίσταται ακόμη και αν σβήσει ο ήλιος. Όταν κάθε φορά που ακούς το "Iron Man", άσχετα με το πόσες ακροάσεις έχουν προηγηθεί, η καρδιά σου χτυπά στο ρυθμό της μπότας. Όταν η παραμορφωμένη ομορφιά του "Electric Funeral" αποτελεί το ιδανικό soundtrack για το τέλος του κόσμου. Όταν το "Rat Salad" είναι μια μουσική ολότητα, η οποία παίρνει σάρκα και οστά οδηγούμενη απο τις μπαγκέτες του Bill Ward.

"Master Of Reality":
Το 1970 ήταν αναμφίβολα μια επιτυχημένη και γεμάτη χρονιά για τη μπάντα. Στις αρχές του χρόνου οι Sabs έδωσαν αρκετά live, γεγονός που τους έκανε και πιο γνωστούς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά και πιο ολοκληρωμένους ως μουσικούς. Όλοι περίμεναν το επόμενο βήμα της μπάντας και δεν ήταν λίγες οι Κασσάνδρες που θεωρούσαν τους Sabbath σαν ένα συγκρότημα-φωτοβολίδα. Όμως η μπάντα από το Birmingham δεν είχε καλά-καλά ξεκινήσει τη μουσική της πορεία. Το "Master Of Reality" κυκλοφόρησε τον Ιούλη του 1971 και αποτελεί ίσως το πιο βαρύ album στην ιστορία της μουσικής. Πόσο εύκολα μπορείτε άλλωστε να φέρετε στο μυαλό σας δίσκους με riff πιο ογκώδη από αυτά των "Sweet Leaf", "Lord Of This World", "Into The Void", "Children Of The Grave" αλλά και του "After Forever" (στο οποίο για πρώτη φορά εκφράζονται οι πνευματικές ανησυχίες του Iommi). Οι Sabbath όμως κάθε άλλο παρά ως μονοδιάστατοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και κομμάτια όπως τα "Orchid", "Embryo", "Solitude" δείχνουν πως η δημιουργία ατμόσφαιρας είναι εξίσου σημαντική με την βαρύτητα του ήχου τους. Η παραγωγή του δίσκου είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα της εποχής και σίγουρα ο Roger Bain αισθάνεται περήφανος. Το γεγονός πως τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου έχουν διασκευαστεί από μπάντες που σήμερα θεωρούνται από τις μεγαλύτερες (βλέπε Monster Magnet, Kyuss, Soundgarden, Corrosion Of Conformity, White Zombie) τονίζει ακόμα παραπάνω την επιδραστικότητα και την σημαντικότητα του συγκεκριμένου δίσκου. Παραπέρα, δε μπορούμε να μην αναφέρουμε το λιτό αλλά αρκούντως περιγραφικό εξώφυλλο του δίσκου που συνάδει με τη γενικότερη φιλοσοφία της κυκλοφορίας αυτής.

"Vol.4":
Η μπάντα μετακομίζει στην Καλιφόρνια και νοικιάζει μια έπαυλη στο Bel Air (περιττό να πούμε πως την καταστρέψανε) με σκοπό να προβάρει και να δημιουργήσει τον επόμενο δίσκος της. Τέταρτο album αισίως για τους Sabs που τιτλοφορείται "Vol.4", αντί για "Snowblind", αφού η Warner τους έβαλε χέρι, για να το πούμε απλά. Η μπάντα βέβαια δε φαίνεται να πτοήθηκε καθόλου καθώς στα thx υπάρχει η ακόλουθη πρόταση: "We wish to thank the great Coke-cola company of Los Angeles". Οι περιοδείες, οι groupies, η κατανάλωση αλκοόλ και (πολλών) ναρκωτικών, η συγγραφή καινούριων κομματιών και η ηχογράφηση τους, μάλλον αρχίζουν σιγά-σιγά να βαραίνουν την τετράδα, η οποία φαίνεται λίγο απoπροσανατολισμένη. Για να καταλάβετε για τι ακριβώς μιλάμε, αναφέρουμε πως ο δίσκος κόστισε 65.000 δολλάρια και τα ναρκωτικά 75.000.

Ηχητικά ο δίσκος βρίσκεται ένα βήμα μπροστά σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες και αποτελεί την αρχή μιας νέας, πιο πειραματικής περιόδου για το group. Η γλυκιά μελαγχολία που κάνει εδώ την εμφάνιση της θα αποτελέσει βασικό χαρακτηριστικό των επόμενων δίσκων. Οι Sabbath με αυτό τον δίσκο πετυχαίνουν να συνδυάσουν αρμονικά τη heavy αισθητική των τριών πρώτων album τους με μία πιο γλυκιά και ζεστή προσέγγιση. Ιδανικά παραδείγματα το ασύλληπτο "Under The Sun", το "Tommorows Dream" και το αυτοβιογραφικό "Wheels Of Confusion" με το οποίο ξεκινάει και ο δίσκος. Πώς να μην αναφέρεις όμως και κομμάτια σαν τον doom παιάνα "Cornucopia" ή το all time favorite "Snowblind"; Πώς να μην υμνήσεις τα μελωδικά "Laguna Sunrise" (που γράφτηκε για την ομώνυμη παραλία της Καλιφόρνια), "Changes" που κινούνται στην παράδοση των "Planet Caravan" και "Solitude"; Πώς να μην αισθάνεσαι λίγος όταν γράφεις για ύμνους όπως τα "Supernaut" και "St.Vitus Dance";

- Διαβάστε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος.

Χρήστος Τριανταφυλλόπουλος

  • SHARE
  • TWEET